Όταν κυκλοφόρησε η ποίηση αυτή, έγραψα:
Οι έφηβοι καιροί που μονολογούσα τους στίχους του Έλιοτ στα ακρογυάλια της Λήμνου με βγάζουν στους Μικρούς Κόσμους. Η επίδραση είναι εμφανής. Όμως αυτό δεν μοιάζει να με απασχολεί. Με αυτά τα “ελιοτικά”παραληρήματα αποχαιρετώ όσα έχασα, την μαγεία της πρώτης μου νιότης στο νησί. Ή ίσως, έντρομη από την πραγματικότητα που ζω, επιστρέφω εκεί. Επιστρέφω με την ποίησή μου. Μια ποίηση από ρυτίδες.
“Οι ποιητές δεν ξέρουν πια να τραγουδούν
γιαυτό γεμίζουνε τις κόλες με ρυτίδες”
Κάθε πρωί
Το τραγούδι του νεκρού αδερφού
Θα σε ξυπνά απ’ τη στάχτη
Ποτέ δεν σκέφτηκες τη λαβωματιά π’ άφησε πίσω μας
κείνο το καλοκαίρι
Το πουλί με τις πέτρινες φτερούγες
κι οι βάρκες του Σήφη αραγμένες στο ακρογιάλι της Χρύσης
Άθλια ξύλα για να ταξιδεύουν οι νεκροί
Κείνο το καλοκαίρι
είχε γεμίσει ο κήπος τρυφερά πουλιά
Τι γύρευες;
Τα μάτια μας γεμάτα σβησμένα κερά
από μέρες που δε ζήσαμε.
Τι γύρευες πάνω στα σαπισμένα ξύλα
που δεν ταξίδεψαν ποτέ;
Εσύ που θα ’ρθεις να μας συναντήσεις
εσύ που δεν γνώρισες ακόμα τον φόβο και τη στάχτη
άνοιξε με φρόνηση το «μικρό κλουβί»
Το γαλάζιο κορίτσι θα σε περιμένει εκεί
στον κήπο με τους μενεξέδες.
Η ποίηση αυτή κυκλοφόρησε το 1963