Παιδί των μεταπολεμικών χρόνων η Μ.Λ. κουβαλώντας μέσα της την ερημιά, τη μόνωση, το αδιέξοδο, ξεκίνησε από τα ηλιοφωτισμένα βράχια της Λήμνου, της πατρίδας της, και προχώρησε χωρίς αντίσταση, σαν να ήταν μοίρα της αναπότρεπτη, προς την Έρημη Χώρα του ΄Ελιοτ, προς τις έρημες χώρες του Σεφέρη, για να βυθιστεί μέσα στην απέραντη ερημιά και τη στέγνια που είναι η ποίηση της εποχής μας.
Με την πρώτη της ποιητική συλλογή Συναντήσεις ήταν ακόμα παραδομένη στην ερημιά του νησιού της που την τραγούδησε με πλούσιες εικόνες και μ’ ένα λυρικό τόνο εμφανέστατα ελυτικής πηγής. Η δεύτερη συλλογή της Σπουδή σημειώνει το ξεκίνημά της προς την ερημιά των εσωτερικών χώρων. Η τελευταία της Μικροί Κόσμοι είναι ένα παράδαρμα.
(…)
Κι έρχεται μια στιγμή, στιγμή Πυθίας αθέλητης, απρογραμμάτιστης, που η Λαμπαδαρίδου αρπάζει όλες αυτές τις επιρροές, τις κομματιάζει με μανία κι υπερηφάνεια, κι από τα κομμάτια τους γράφει το ποίημα (Μικροί Κόσμοι) “Κάποτε με λέγαν Σήφη”. Είναι αυτό το μοναδικό ντοκουμέντο, και δε χωράει στις στήλες, γιατί σημασία έχει το σύνολο, και, περισσότερο από το σύνολο, η σύλληψη και η ιδέα (υποσυνείδητα ασφαλώς) που κάμαν τη Λαμπαδαρίδου να το γράψει. Η ίδια δεν υποψιάζεται τη σημασία του, όχι μόνο την ποιητική. Αυτό το ποίημα είναι ένας σαρκασμός, ένα αποκαλυπτήριο παραληρηματικής αυτοδιάλυσης, είναι ένα είδος χαριστικής βολής, που μέσα από τη Λαμπαδαρίδου, την ρίχνει στο κρανίο της η ίδια η ποίηση.
(…) Ένα ποίημα ακέραιο, που σπαράζει κι αυτό από την αγωνία της ακινησίας και της ροής μαζί του ομοιοτελεύτητου χρόνου, πλαίσιου της φθοράς μας. Όλη μαζί η στιχουργική της Λαμπαδαρίδου, μας εμπνέει την εικόνα μιας τρεχάλας σε μιαν ακρογιαλιά πανέρημη, σε μια απέραντη πλατεία. Σε μια ευλογημένη στιγμή επιστροφής, μπορούμε ν’ ακούσουμε, σαν αγαπημένη, παλιά και απλή φωνή, ρομβίας ή ζητιάνου, τούτο το ζεστό, ανθρώπινο μίλημα:
“Ήταν το σαπισμένο ξύλο που έτριξε
καθώς ανέβηκα την παλιά σκάλα…”
Το σπίτι ήταν από καιρό ακατοίκητο
Κι εγώ ζητούσα την πρώτη μου ποίηση
Σίγουρη πως την άφησα εκεί
Όταν ακόμα τα πουλιά τραγουδούσαν
Δεν βρήκα παρά τα χέρια της μητέρας
Γαντζωμένα στο παλιό περβάζι
Κι ένα χαμόγελό της ξεχασμένο για πάντα
Στα εικονίσματα.
Οι ποιητές
Δεν ξέρουν πια να τραγουδούν
Γι’ αυτό γεμίζουνε τις κόλες
Με ρυτίδες.
Τόμος “Ποίηση” (Εκδόσεις Νικόδημος), 1977