“Οσμή καλαμιάς
και χαμένος Ιούνιος
των ερώτων οι έναστρες νύχτες”
Το χάλασμα της γειτονιάς με τους θαμμένους θεούς, η θολωτή πέτρινη βρύση, η αλάνα με τις “βρωμούσες και τα παλιοσίδερα” όπου έβγαιναν τη νύχτα τα φαντάσματα, αυτά κουβαλάει η μνήμη, εικόνες λαμπερές που πάνω τους δεν πιάνει ο χρόνος. Ήταν πολύ μετά που διάβασα το στίχο του Ελύτη πως το “Φωτόδεντρο” θα έβγαινε “εκεί στο πίσω μέρος της αυλής μέσ’ στις βρωμούσες και στα παλιοσίδερα”, και με είχε μαγέψει.
Ο δεσμός μου με τη Λήμνο είναι μια ιστορία της ζωής μου. Κάπου λέει ο Ρίλκε πως οι τόποι όπου ζήσαμε παιδιά την πρώτη μοναξιά μας, τον πρώτο μας πόνο, οι τόποι όπου ονειρευτήκαμε, δένονται παράφορα με το χρόνο της ωριμότητας. Και έτσι είναι. Η ζωή επαληθεύει την ποίηση. Και όσο πιο στερημένα είναι τα χρόνια της παιδικής ηλικίας τόσο πιο ακατάλυτοι οι δεσμοί με τον τόπο που τα ζήσαμε. Γιατί μέσα στη μοναξιά και τη στέρηση της ηλικίας εκείνης υπάρχει η μαγεία.
Όταν, στη νεότητά μου, έφυγα από τη Λήμνο να βρω τη μοίρα μου στους δρόμους της ποίησης, δεν ήξερα πόσο βαθιές ήταν οι ρίζες. Και μιλάμε για μια Λήμνο τότε ξεχασμένη πάνω στο χάρτη – με ένα καράβι της αγόνου κάθε δεκαπέντε που έφερνε τα νέα του έξω κόσμου. Είχα δώσει εξετάσεις στο Επαρχείο, είχα διοριστεί, και ευθύς έβαλα πλώρη για μετάθεση στην Αθήνα. Είχα βγάλει τότε και την πρώτη μου ποιητική συλλογή “Συναντήσεις”, για την οποία ο Ελύτης και ο Καραντώνης είχαν γράψει επαινετικά κι αυτό βοήθησε να μετατεθώ, με αρκετά βάσανα, στη Νομαρχία Αττικής. Πήρα μετά και ένα βραβείο “Της Ομάδας Των Δώδεκα” για το μυθιστόρημά μου “Μικρό Κλουβί”, και μια υποτροφία από τη Γαλλική Κυβέρνηση για σπουδές στη Σορβόννη, και βρέθηκα στο Παρίσι να σπουδάζω θέατρο. Κατευθείαν από τα έρημα βράχια του νησιού μου βρέθηκα στην καρδιά του Παρισιού, να παλεύω ανάμεσα στα φαντάσματα της μνήμης και στα οδοφράγματα του Παρισινού Μαϊου στο Καρτιέ Λατέν.
Τότε έμαθα πως ένας τόπος δεν είναι πέτρες και χώμα. Ένας τόπος είναι ψυχή. Ερχόταν κάθε νύχτα στα όνειρά μου, και όσο ήμουν στην Αθήνα και όταν βρέθηκα στο Παρίσι. Όσο πιο μακριά έφευγα, τόσο πιο λαμπερή ερχόταν και με έβρισκε. Η Λήμνος της Κατοχής, η Λήμνος της αλάνας και του “Φωτόδεντρου”, η Λήμνος των θρύλων της μαγικής μου ηλικίας. Σήμερα λέω, αν ψάξει κανείς να βρει ποια πράγματα κουβάλησε η ψυχή του, ποια ξεδιάλεξε στο μάκρος της διαδρομής, θα δει πως σίγουρα δεν είναι τα πιο λαμπερά κι ούτε τα πιο φανταχτερά, αλλά τα πιο ταπεινά – και γι’ αυτό τα πιο ουσιώδη. Οι μοναχικές στιγμές μας. Έτσι, αγάπησα όσα μου έφερνε η Λήμνος μέσα από τον δικό μου χρόνο τον βιωμένο ανύποπτα αλλά και μαγικά. Κάποια στιγμή, μάζεψα όλα αυτά τα “όνειρα” και αποφάσισα να τα κάνω βιβλίο, να λυτρωθώ. Ήταν οι “Νύχτες του Φεγγαριού” ( Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1984) που είναι και το πιο αγαπημένο μου. Έτσι άρχιζε:
“Κομμάτι κομμάτι το σπίτι μου έβγαινε μέσα από το χάλασμα της γειτονιάς. Κομμάτι κομμάτι η γειτονιά μου έβγαινε μέσα από τους ίσκιους του Κάστρου. Κομμάτι κομμάτι το Κάστρο έβγαινε μέσα από το χειμώνα της Κατοχής, με τα κρύσταλλα να κρέμονται από τις χιονισμένες στέγες. Κομμάτι κομμάτι η ζωή μας βυθίζεται μέσα στο χρόνο, σ’ αυτό το μεταφυσικό όνειρο, και μας αφήνει όλο και πιο μόνους, πιο λυπημένους”.
Ήξερα πια πως η σχέση μου με τη Λήμνο ήταν μια σχέση υπαρξιακή, υποστασιακή. Πέρα από το τουριστικό τσιμέντο που πονεί, η Λήμνος είναι για μένα το νησί των θεών, το ευλογημένο νησί της πρώτης μου νεότητας. Κι όταν έγραφα το μυθιστόρημά μου “Η Μαρούλα της Λήμνου”, έζησα τις πιο ευτυχισμένες μου ώρες. Ήταν το πρώτο μου ταξίδι κάθετα στον ιστορικό της χρόνο, στον μυθικό.
Κι από κει και πέρα πια, σ’ όλα τα μυθιστορήματά μου υπήρχε η Λήμνος. Στη “Δοξανιώ” μου, στον “Νικηφόρο Φωκά”, στο “Πήραν την Πόλη, πήραν την”, προπαντός σ’ αυτό. Δραπέτευα από την οδυνηρή ιστορία να ξεκουράσω τη σκέψη μου στα χρυσαφένια τοπία της. Τα χρόνια εκείνα η σχέση μου με τη Λήμνο ήταν μια άλλη μοναξιά μέσα από τους δρόμους της ποίησης. Σήμερα είναι διαφορετικά. Οι Λημνιοί διαβάζουν τα βιβλία μου. Και μ’ αρέσει.
Μ’ αρέσει που βρίσκουν χίλιους τρόπους να τα τιμήσουν. Μ’ αρέσει που όταν η Ακαδημία βράβευσε τη “Μαρούλα της Λήμνου”, μια Λημνιά εφημερίδα είχε τίτλο: “Η Ακαδημία βράβευσε τη Μαρία, τη Μαρούλα και τη Λήμνο”. Μ’ αρέσει που τα καλοκαίρια έρχονται εκεί άγνωστοι άνθρωποι και ρωτούν στα βιβλιοπωλεία να με βρουν. Μ’ αρέσει που οι φαντάροι στα ακριτικά φυλάκια κρατούν σκοπιά διαβάζοντας τη “Λάμπα Θυέλλης” ή το «Πήραν την Πόλη, πήραν την». Μ’ αρέσει που ένα βιβλίο μου θα βγει στον Καναδά από μια καθηγήτρια και θα έχει τίτλο “A Woman of Lemnos”. Εκείνη το πρότεινε κι εγώ έμεινα να την κοιτάζω.
Μ’ αρέσει που ψάχνω στις ακρογιαλιές της να βρω τη νεανική Μαρία, και ξέρω πως δεν θα τη βρω. Πως αυτή που θα βρω θα είναι από ρυτίδες και λύπη. Δεν θα τη βρω, όμως μ’ αρέσει που την αναζητώ στις νύχτες του φεγγαριού. Μ’ αρέσει να βγαίνω στο παράθυρο και ν’ ακούω τις παλιές μου φίλες να με φωνάζουν ακόμα, όπως τότε που πηγαίναμε σχολείο και ψιχάλιζε. Μ’ αρέσει που κάθομαι στο εκατοχρονίτικο σπίτι μου και κλαίω τα πρόσωπα που έφυγαν. Μ’ αρέσει που αγαπώ τη Λήμνο μ’ αυτόν τον δικό μου τρόπο. Σ’ ένα ποίημα που της έγραψα, της είπα:
Έτσι σε κουβαλώ
Μια διαφάνεια υδάτινη
Στον εγκόσμιο χρόνο μου
Εγώ
Γη από τη γη σου
Λιθάρι φθαρτό από τον βράχο σου
Και τις νύχτες οι καιροί κυλιόμενοι στα μάτια μου
Την ψυχή σου
Μνήμες ακοίμητες
Ξεδιπλώνουν
Μ’ αρέσει που θα φύγω μια μέρα και θα έχω χαράξει πάνω στον χρυσαφένιο βράχο της το εφήμερο πέρασμά μου. Εκείνη θα με θυμάται στις δικές της νύχτες του φεγγαριού.
Eλευθεροτυπία, 27 Ιουλίου 2001
Δημοσιεύτηκε στη σειρά: Μια πόλη, ένας συγγραφέας