Μόνο εσύ μπορείς να κάνεις τα λόγια ποίηση
να τα μετατρέψεις σε ήχο κίνηση και φως
για να σημάνουν.
Συνομιλώντας με τη Μαρία της, η Μάνα, στην εκ βαθέων αυτή ποίησή της, έφτασε στον ηρακλείτειο λόγο που σημαίνει. Με μεταφυσικούς σηματωρούς που μόνο η ψυχή αναγνωρίζει όταν διαλέγεται με μια άλλη ψυχή μεταποιημένη σε φως και μελωδία, σε σεπτή ουράνια κόρη που βαδίζει τα συμπαντικά μονοπάτια. Και με την οξύτατη πια όρασή της, βλέπει και νοεί, επεκτείνεται η ίδια στον εκείθε της ζωής χώρο για να τον «διακοσμήσει», κατά την έκφραση του Αναξαγόρα, να τον γεωγραφήσει, για να μπορεί να συναντά της Μαρία της σε τόπο οικείο, να περιφέρεται στους υπερβατικούς λειμώνες της και να βιώνει τον «Άλλον Καιρό» του Ελύτη ή τη δική της «αντι-ύλη», αυτή που η Μαρία «γέμιζε με χελιδόνια».
Η ποίηση της συλλογής Μαρία είναι μαζί σπαραγμός και ικεσία, είναι ο φλεγόμενος πόθος της Μάνας να φτάσει τα «πείρατα» της ψυχής, να κάνει ρωγμή στο Ακατανόητο, να υπάρξει μέσα από το ίδιο το χαμένο σπλάχνο της, να βιώσει την υπερβατική γνώση του «άλλου χώρου όπου «υπάρχει το άγραφο βιβλίο» και όπου «αλλιώς κυλά ο χρόνος». Και μια τέτοια ποίηση μόνο με απλό γυμνό λόγο θα μπορούσε να εκφραστεί, με απλό και άκρως σημαίνοντα σαν το δημοτικό μας τραγούδι.
«Γιατί ρωτώ αφού ξέρω / ήσουνα πολύ όμορφη γι’ αυτόν τον άσχημο κόσμο», λέει. Και το δημοτικό τραγούδι μέσα σε μιαν ίδια απλότητα και γυμνότητα: «Χωρίζ’ η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα / κι εκεί όπου χωρίζονται χορτάρι δε φυτρώνει».
Την υπερβατική έννοια του χώρου και του χρόνου αναζητά η Μάνα ποιήτρια, έχει ανάγκη από τη γνώση αυτή για να μπορεί να βλέπει τη Μαρία στη «νέα της κατοικία» που την έπλασε με τα πιο καθαρά υλικά της ψυχής, «κοίτα το σπίτι στην πλαγιά» της λέει η Μαρία, «αυτό στο κέντρο με τη λιμνούλα / Άγγελοι καθρεφτίζονται στο νερό». Κι εκείνη βαδίζει πάνω στις αόρατες πατημασιές της Μαρίας, κρατώντας την ίσως από το χέρι που την οδηγεί, και με τη δύναμη μιας ορφικής καθαρότητας της απαντά:
Βλέπω το καινούριο σου σπίτι
μια μικρή καλύβα κατάλευκη
που εκπέμπει φως
κι οι καλύβες γύρω της περιστρέφονται αργά
σαν να εκλιπαρούν μια ηλιαχτίδα
η στέγη της αγγίζει τον ουρανό
που έχει κατέβει χαμηλά
Μια γεωγραφία του άλλου κόσμου που φωτίζει την ίδια τη γεωγραφία της ψυχής καθώς επεκτείνεται στο Άδηλο και στο Ασύλληπτο για να το κάνει ορατό με τη δύναμη της ποίησης, να το κάνει προσιτό και οικείο. Και συμπληρώνει τον οραματισμό της η ποιήτρια με τρεις ακόμα στίχους:
«Στα πόδια της πλαγιάς ο ωκεανός
μοιάζει με ξέφρενο ποτάμι που χωρίζει αυτή τη μικρή γη
και την τοποθετεί σ’ ένα χώρο μαγικό», μας λέει. Ένα χώρο που παρακάτω τον αποκαλεί «γνώριμο».
Είναι ο ομηρικός Ωκεανός που ξεκινούσε από την Άσπρη Πέτρα του Άδη, την «λευκάδα πέτρην» και ξεχυνόταν στο Άδηλο. Χωρίς να παραλείπει η ποιήτρια και το ποτάμι της δημοτικής μας παράδοσης «κάτω στον άσπρο ποταμό / κάτω στην άσπρη πέτρα». Εκεί η Μαρία «έχτισε» την καλύβα της, με τρόπο τέτοιο που να έχει πρόσβαση και η Μάνα. Και επειδή ο ποιητής που γράφει ένα τέτοιο ποίημα ποτέ δεν συνειδητοποιεί τις αλήθειες που αποκαλύπτει, θα τολμήσω να θεωρήσω τη λέξη «καλύβα» ως σημείο αναφοράς που οδηγεί τη σκέψη στις ταπεινές «καλύβες» των ασκητών και των αναχωρητών. Σε μια παρόμοια ίσως «καλύβα» θέλησε η ποιήτρια να εγκαταστήσει τη Μαρία της, για να είναι πιο κοντά στον Θεό – ακόμα κι από την άλλη μεριά της ζωής. Να είναι πιο κοντά στα ασκητικά μονοπάτια της ταπεινότητας.
Οι ποιητικές εικόνες που χρησιμοποιεί η Μάνα ποιήτρια βρίσκω πως έχουν μια αντιστοιχία με αυτές της δημοτικής μας ποίησης, όπου οι νόμοι του κόσμου τούτου απορρυθμίζονται και τα πάντα υπάρχουν σε μια τελετουργική κίνηση με σημαίνουσες συμβολικές προεκτάσεις.
Κοίταξα τον ουρανό για να σε δω
Ένα άσπρο σύννεφο έτρεχε πίσω από μια καταιγίδα
Έκανα μια κίνηση να το προλάβω μα τα πόδια μου
κουβαλούσαν γη
Πέταξα τα σανδάλια μου
και βρέθηκα στο πλάι σου
να κυνηγάμε μαζί την καταιγίδα
Είναι η αγωνία της ψυχής να φτάσει σ’ εκείνη την «αντι-ύλη» όπου βρέθηκε η Μαρία και να φέρει εδώθε του θανάτου στιγμές ζωής από την άγνωστη εκείνη πραγματικότητα, προκειμένου να υπάρξει, να συνυπάρξει μαζί της. Να απολέσει το γήινο βάρος για να γίνει αποδεκτή από τους νόμους που ορίζουν τα ασφοδελά της πεδία. Και αυτό μας το περιγράφει με τους παρακάτω θαυμάσιους στίχους:
Πέρασα το κατώφλι κι ανακάλυψα
Είσαι η Κόρη
ο οφθαλμός του σύμπαντος
Είσαι ένας ουρανόλιθος
που επέστρεψε στη γη την πατρική
για να τρέξει και να φωτίσει
κι άλλους γαλαξίες.
«Η ποίηση δεν είναι λύτρωση» θα μας πει παρακάτω. «Είμασταν κι οι δυο / πολυσήμαντα σημεία στην ενδεή σκηνοθεσία της ζωής / εκεί που σκηνοθέτες άπειροι / κι άμοιροι αισθημάτων / δεν επιτρέπουν σε ηθοποιούς με θύελλες και πυρόλιθους στο βλέμμα / να εκφραστούν».
Απέραντα αισθαντικός και δυνατός οραματισμός, όταν παρακάτω ονομάζει το σύμπαν «μαγικό θέατρο». Εκεί προσπαθεί να υποδυθεί τον ρόλο μιας τελετουργίας άγνωστης, όπου μόνο η Μαρία πρωταγωνιστεί με μια εξουσία κίνησης και φωτός που υπερβαίνει τα γήινα.
Όλο αυτό το υπερβατικό ταξίδι χαρίζει μια σοφία στην Μάνα ποιήτρια, μια διαφορετική γνώση. «Η τέχνη δεν είναι αιωνιότητα» θα πει παρακάτω, είναι «η κραυγή που σχίζει τον Τάρταρο». Κι αυτός που έχει βιώσει μια παρόμοια απώλεια, μπορεί να την εννοήσει αυτή την κραυγή κι αυτή την αιωνιότητα. Και παρακάτω θα πει «η επιτυχία είναι μάταιη / όχι γιατί πεθαίνουμε / αλλά γιατί ζούμε». Ποίηση και σοφία μαζί. Ποίηση και τελετουργικό στοιχείο μιας άλλης πραγματικότητας.
Όσο η ποίηση προχωρά προς το τέλος, λύνεται όλο και σε μεγαλύτερο βάθος η ψυχή της ποιήτριας και αφήνει τη λατρεία της για τη Μαρία να ξεχειλίσει, λατρεία και πόνος μαζί αβάσταχτος. «Τόση λατρεία πώς να την αντέξεις», λέει. Και παρακάτω, «Πέφτω στην άβυσσο / τηρώ μιας αιωνιότητας σιγή».
Τελειώνει με το παλίμψηστο που η Μαρία της χάρισε για να χαράξει τον ανθρώπινο σπαραγμό της. «Ήσουνα φως / κι ήμουν άνεμος / Είμαι χαρτί / και είσαι ποίημα / Σε βλέπω εκεί που δεν υπάρχεις / υπάρχεις εκεί που δεν μπορώ να σε δω».
Θέματα Φεβρουάριος, 2011 Λογοτεχνίας