Και θέα προς το Αμίλητο
Κι όταν το βρεις
Κι όταν το ανταμώσεις
Μικρό παιδί αμίλητο
Δώσε του τη σταγόνα το αίμα μου
Να τηνε κάνει όρκο
Μην πάει και πιει τη λησμονιά
Μη το νερό της λήθης
Να τηνε κάνει αρόδο
Στο πέρασμα το τρίσβαθο.
Είπα να μην του ξαναγράψω
Έτσι μικρό που έφυγε
Μην το βαρύνουν δάκρυα
Μην το τρομάξει η άβυσσος – όπου
Ανασύρω την ηχώ
από τις πέτρες που έριξα
Να την πατώσω
Χρόνια η ηχώ της άβυσσος
Και πατωμό δεν έχει
Σάμπως μ’ ένα κουβά να την τραβώ
Μ’ ένα σκοινί που τρίζει
Μα είναι βαριά τα δάκρυα
Και τηνε πάνε κάτω
Μόνο η ηχώ της άβυσσος ουου ου ου
Ίδιο νανούρισμα.
Ω, η απουσία Μάνα μου
Σηκώθηκε σαν θύελλα
Σαν ρούχο που πενθεί το σώμα
Και τα νερά ασημίζουν
Σάμπως να τ’ ακουμπάει νεκρός
Σάμπως να γυροφέρνει ψυχή
Που της αρνήθηκαν την άνοιξη
Πε του
Μη γελαστεί και βάλει προσκεφάλι του τη λήθη
Κάλλιο σε πέτρα ν’ ακουμπά
σε ηχώ της ερημίας
Κάλλιο στου ύπνου μου τις άναρθρες ραγισματιές
Ο ύπνος είναι ζωντανός, πε του
Να το θυμάται
Για τον τόμο Μαζεύω τα υπάρχοντά μου
Έγραψα:
Είναι η διαδρομή της ζωής μου μέσα από την ποίηση. Τίποτα δεν μου ήταν πιο δύσκολο από το να γράψω για τη ζωή μου. Για τα βήματα που με έφεραν από το ένα βιβλίο στο άλλο. Για τα γεγονότα που με χάραξαν, για τον πόνο. Η ποίηση ήταν πάντα το δομικό υλικό, το ακατέργαστο, των μυθιστορημάτων μου.
Το ποίημα είναι από την συλλογή Και θέα προς το Αμίλητο του συγκεντρωτικού τόμου Μαζεύω τα υπάρχοντά μου