Αυτοβιογραφικός λόγος και στοιχεία ποιητικής
Μαζεύω τα υπάρχοντά μου τιτλοφορεί η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου τη συγκεντρωτική έκδοση των έντεκα ποιητικών της συλλογών, καθώς και επτά ανέκδοτων ποιημάτων1. Ο τίτλος του τόμου είναι στίχος από τα ποιήματά της που επαναλαμβάνεται σε δύο συλλογές2 τονίζοντας την ανάγκη ενός απολογισμού της ποιητικής της πορείας, που συμπυκνώνει και καίριες στιγμές της ζωής της. Ανάμεσα στα «υπάρχοντά» της συμπεριλαμβάνεται «ένα ποίημα που δεν έγραψ[ε]»3 ή «ένα μισοτελειωμένο ποίημα»4, το οποίο ανακαλεί το παρελθόν της ποιήτριας, ένα παρελθόν που συγκροτείται από θάνατο («με τους νεκρούς καβάλα»5), από έρωτα (και «ευωδία από μνήμη ερωτική»6) και από τη λατρεία της φύσης («περιουσίες όλο αστροφεγγιές», «μυρουδιά από νύχτα που καίγεται»7). Η φράση «μαζεύω τα υπάρχοντά μου», ως τίτλος της συγκεντρωτικής αυτής έκδοσης των ποιημάτων της Λαμπαδαρίδου, σηματοδοτεί και τη σημασία που έχει γι’ αυτήν η ποίηση, που τη θεωρεί «ως λειτουργία ύπαρξης»8.
Η έκδοση αυτή των ποιητικών της συλλογών συνοδεύεται από αυτοβιογραφικά, πεζά κείμενα, που παρακολουθούν την ποιητική της πορεία, αλλά και την πορεία της ζωής της, καθώς και από συνεντεύξεις της και κριτικές9 για το ποιητικό και πεζογραφικό της έργο, που έχουν γράψει καταξιωμένοι κριτικοί και μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Τα «εξωκειμενικά» αυτά στοιχεία που λειτουργούν ως «παρακείμενα», διασταυρώνονται μεταξύ τους σε καίρια σημεία που αφορούν τον τρόπο σκέψης και ζωής της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου, καθώς και τις συντεταγμένες του συγγραφικού και του ποιητικού της έργου ειδικότερα. Οι κριτικές ενισχύουν τις αυτοβιογραφικές καταθέσεις ποιητικής της συγγραφέως διαβεβαιώνοντας την αντικειμενικότητά τους, ιδιότητα ιδιαίτερα σπάνια για αυτοβιογραφικό κείμενο.
Στην εργασία αυτή θα ασχοληθούμε με τις αυτοβιογραφικές σελίδες της Λαμπαδαρίδου, οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελούν και ενιαίο κείμενο. Ο αυτοδιηγητικός και αναδρομικός χαρακτήρας της αφήγησης, η αυθιστόρηση γεγονότων της ζωής της συγγραφέως και σημαντικών, γι’ αυτήν, χρονικών περιόδων, καθώς και οι διακειμενικές σχέσεις της αυτοβιογραφίας της με τα άλλα, μη αυτομιμητικά κείμενά της (ποίηση, μυθιστόρημα, θέατρο, δοκίμιο), εντάσσουν τα κείμενα αυτά στην προσωπική λογοτεχνία.10
Τα «παρακείμενα» αυτά έχουν τα χαρακτηριστικά ενός συμβατικού τύπου αυτοβιογραφίας, καθώς σ’ αυτά υπάρχουν αναφορές τόσο στη δημόσια δράση της συγγραφέως, όσο και στην εργογραφία της και εμπλουτίζονται με εξιστόρηση προσωπικών εμπειριών και γεγονότων. Η βιωματική, όμως, διάσταση των γεγονότων της ζωής της συγγραφέως και η ενδοσκόπηση σε αυτά, με εμφανή στοιχεία ψυχογραφίας και αυτοανάλυσης, το προσωπικό λογοτεχνικό ύφος, ευδιάκριτο στα κείμενα, οδηγούν το μελετητή να τα κατατάξει, αν και αυτοτελή, στο είδος της λογοτεχνικής αυτοβιογραφίας.11
Με τα αυτοβιογραφικά αυτά κείμενα η Λαμπαδαρίδου δεν επιζητεί εκμύθευση της εμπειρίας της. Αντιθέτως, η επιλογή συγκεκριμένων περιόδων της ζωής της: παιδικά και εφηβικά χρόνια στη Λήμνο, ώριμα χρόνια στην Αθήνα και στο Παρίσι και η ανασύσταση κρίσιμων στιγμών της προσωπικής της ζωής: ταξίδι στο Παρίσι, περίοδος της εφτάχρονης δικτατορίας, θάνατος του δεύτερου παιδιού της, γνωριμία με Ελύτη και Μπέκετ, αναβιώνουν άμεσα και ολοζώντανα τα βιώματά της, αναδεικνύουν τη σημασία που είχαν για την ίδια και αποκαλύπτουν την αλήθεια της ζωής της. Μέσα από την ποιητική του αυτοβιογραφικού λόγου της αποτυπώνεται η αλήθεια. Θα μπορούσαν να έχουν ως μότο τον τίτλο της αυτοβιογραφίας του Γκαίτε: Ποίηση και Αλήθεια.
Με γλώσσα ανεπιτήδευτη και απέριττη, φορτισμένη, όμως, με τη συγκίνηση που προκαλεί η αναπόληση του παρελθόντος και η ονειροπόλησή του, η συγγραφέας ανασυνθέτει και ανασημασιοδοτεί το παρελθόν, μακρινό ή κοντινό, όχι μόνο με τη μνήμη, αλλά και με τη φαντασία. Στιγμές έντονης ευτυχίας, όπως τα παιδικά χρόνια στη Λήμνο, η γέννηση του παιδιού της, η αναγνώριση του έργου της από διάσημους πνευματικούς ανθρώπους (Ελύτη, Μπέκετ, Λακαριέρ κ.ά.), και στιγμές δυστυχίας, όπως τα χρόνια της δικτατορίας ή ο θάνατος του δεύτερου παιδιού της κ.ά., αναπλάθονται μέσα από τη συνεργασία των δύο αυτών λειτουργιών.
Τα όνειρα με κομμάτια της ζωής μου από τα χρόνια μου στη Λήμνο με παιδεύουν ακόμα. Περιστατικά που τα έχω ξεχάσει, χαμένα στην ομίχλη του χρόνου, έρχονται μεταποιημένα σε εξαίσιο υπερρεαλισμό. Όπως το παλιό σεντούκι όπου είχα τα σχολικά μου τετράδια. Όπως τα παιχνίδια μας στην αλάνα με τα φαντάσματα. Εκεί όπου έλεγα αργότερα ότι βγήκε το Φωτόδεντρο του Ελύτη12.
Περιστατικά της ζωής της μετατρέπονται δημιουργικά σε λογοτεχνική γραφή που προσβλέπει όχι μόνο στη βιογράφηση της συγγραφέως, αλλά και στην ανασύσταση του ιστορικού και κοινωνικού χρόνου και χώρου μέσα στους οποίους αυτή κινείται.
Ο χρόνος των κειμένων κινείται σε δύο άξονες, το βιωματικό και τον ιστορικό. Ο βιωματικός χρόνος έχει και ιστορική και αν-ιστορική διάσταση. Η Λαμπαδαρίδου αποκαλύπτει τις πράξεις, τα έργα, την ψυχοσύνθεσή της, τις αντιδράσεις της σε γεγονότα και καταστάσεις που αντιμετωπίζει στη ζωή της. Συγχρόνως διατυπώνει σκέψεις που απορρέουν από τις βιωματικές εμπειρίες, τις οποίες θεωρεί διαχρονικά ισχύουσες. Ενδεικτικά παραθέτω το τέλος από το κείμενο «Κοιμήσου, αστέρι μου, κοιμήσου, άγγελέ μου».13 Στο κείμενο αυτό η Λαμπαδαρίδου νοσταλγεί «αγιάτρευτα» τη Λήμνο των παιδικών της χρόνων, στη συνέχεια μελαγχολεί για την καταστροφή της, που έχει συντελεσθεί με την «εισβολή του τουρισμού» και τη γενικότερη «εκβαρβάριση» που κατέληξε στη θλιβερή μετάλλαξή της. Αυτά τα αντιθετικά, προσωπικά της συναισθήματα δεν την οδηγούν σε «α-πορία», αλλά σε λύση του αδιεξόδου με την καταφυγή στην ποίηση, ως διεργασία λυτρωτική. «Πίσω απ’ όλα αυτά υπάρχει εκείνο που εγώ έζησα, και αυτό κανείς δεν μπορεί να μου το πάρει. Ήταν ο στίχος μου “τίποτε πιο δικό μας απ’ ό,τι για πάντα χάσαμε”», στίχος που την οδηγεί σε άποψη α-χρονική που διατυπώνεται σε γνωμικό ενεστώτα: «Η ποίηση, όσο κι αν μιλά για τραυματικά πράγματα, λυτρώνει. Η ποίηση σε βγάζει από το σπαραγμό»14.
Τα αυτοβιογραφικά αυτά κείμενα περιλαμβάνουν πολλά αποσπάσματα στα οποία παρατηρούμε, όπως σε χαρακτηριστικά κλασικά αυτοβιογραφικά κείμενα, να συνυφαίνονται οι τρεις διαστάσεις του αυτοβιογραφικού υποκειμένου: η ιστορική, η βιωματική, η α-χρονική. Στο πλαίσιο της συνύφανσης αυτής των τριών διαστάσεων, εκτός από το χρόνο ανασημασιοδοτείται και ο τόπος, συνήθως ο γενέθλιος, που έχει άμεση βιωματική συνάφεια με τον ήρωα, ο οποίος ταυτίζεται στην προκειμένη περίπτωση με τον αφηγητή και με το συγγραφέα15. Ο γενέθλιος τόπος, ειδικότερα το πατρικό σπίτι, η ευρύτερη περιοχή με τη θετική ή αρνητική βιωματική επιρροή τους, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ψυχοσύνθεση κάθε ανθρώπου. Συνήθως ο αυτοβιογράφος αναφέρεται στον τόπο όπου μεγάλωσε με τις ανεξίτηλες γι’ αυτόν αναμνήσεις. Η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου πολύ συχνά αναφέρεται στη Λήμνο, στα δύσκολα, αλλά φωτεινά και διαυγή χρόνια, που τη σημάδεψαν στη μετέπειτα ζωή της. Η στέρηση, αλλά και το φως, η μιζέρια, αλλά και «ο θαλασσόβραχος και η μυρουδιά της αλισάχνης»16 είναι οι βασικές αντιθέσεις μέσα στις οποίες γεννήθηκε και πέρασε κρίσιμα χρόνια ως την ενηλικίωσή της. Η Λήμνος -ως πατρική γη και συνάμα ιστορικός τόπος- στην οποία αναφέρεται και στο πεζογραφικό και ποιητικό της έργο, είναι η σταθερά από την οποία η συγγραφέας αντλεί τη δύναμη για να ανανεώσει, να ανασυντάξει τη ζωή της.
Σήμερα που προσπαθώ να δω αυτόν το «δεσμό» από μιαν απόσταση, λέω πως, αναζητώντας τη Λήμνο, στην πραγματικότητα αναζητούσα τον εαυτό μου. Γιατί στον τόπο εκείνο, στο σπίτι εκείνο, έζησα τον φανταστικό μου κόσμο, ονειρεύτηκα τα βιβλία που έγραψα στα κατοπινά χρόνια – και ας μην ήξερα ότι μπορούσα να τα γράψω, βιβλία αγέννητα ακόμη τυλιγμένα την ομίχλη της αβεβαιότητας και του φόβου. Ο Ρίλκε λέει πως οι τόποι που ονειρευτήκαμε παιδιά δένονται παράφορα με το χρόνο της ωριμότητας. Και έτσι είναι17.
Η Λήμνος με τα αντιθετικά στοιχεία που τη διακρίνουν ενυπάρχει ασυνείδητα στην ψυχή της συγγραφέως, τροφοδοτεί τα όνειρά της, ακόμη και σε περιόδους της ζωής της που βρίσκονται ψυχολογικά στον αντίποδα του γενέθλιου περιβάλλοντος. Συνδέεται αντιστικτικά με το «πολύβουο» και πρωτοποριακό Παρίσι, όπου η ποιήτρια βρίσκεται με υποτροφία, όπως και με την πνευματικά ανταγωνιστική Αθήνα. Η πατρική γη συμπλέκεται δημιουργικά και συνυφαίνεται υπερρεαλιστικά και μεταφυσικά με τον παρόν της συγγραφέως.
Πατρίδα ανεξερεύνητης αρχής
Μύηση αρχετυπική του προσώπου μου
Σε κουβαλώ αναδυόμενη στα εφήμερα τοπία μου
Ν’ απομαγνητίζεις την κραυγή
Να ορθρίζεις αίμα
Πατρίδα του αίματος εσύ και του Ήλιου
Κύλησες στον δικό μου καιρό
Εκεί όπου παλιρροεί καθημαγμένη η μνήμη
Και ρόδο η άβυσσος βλάστησε εντός μου18
Το ίδιο της το πατρικό σπίτι, παρά τη φθορά του, είναι άρρηκτα δεμένο με την ψυχοσύνθεσή της, έχει δομήσει την προσωπικότητά της, γι’ αυτό και δεν μπορεί να το γκρεμίσει.
Πώς ήταν δυνατόν! Να το γκρεμίσω; Στο σπίτι αυτό ήταν η ζωή μου, πάνω στους φθαρμένους τοίχους του και πάνω στα ξύλινα τρύπια πατώματα ήταν η ψυχή μου, η ψυχή του. Αυτό το σπίτι ερχόταν στα όνειρά μου και με έβρισκε πότε λυγισμένο στα δυο και πότε να μου απλώνει τα πέτρινα χέρια του. Μέχρι σήμερα το «μπαλώνω» ακόμα19.
Η σχέση της με το χώρο των παιδικών της χρόνων είναι ιδωμένη και μέσα από την Ποιητική το Μπασλάρ στον οποίο η Πόθου κάνει ειδική αναφορά20.
Τα αυτοβιογραφικά αυτά κείμενα δεν πληρούν μόνο τις βασικές προϋποθέσεις του είδους της αυτοβιογραφίας -συμβατικού αλλά κυρίως λογοτεχνικού τύπου21- παρέχουν ακόμη ένα πολύτιμο υλικό που συμβάλλει στην εγγύτερη προσέγγιση, κατανόηση και σχολιασμό του συνολικού λογοτεχνικού της έργου, κυρίως, όμως, του ποιητικού. Το γεγονός ότι σε κάθε συλλογή προτάσσονται αυτοβιογραφικά κείμενα φανερώνει την πρόθεση της συγγραφέως να αποτελέσουν αυτά ένα επικείμενο σε σχέση με το ποιητικό και το υπόλοιπο έργο της, «ένα δημόσιο συγγραφικό επικείμενο»22 που θα συντείνει στη μεθερμήνευση του έργου της. Στα κείμενα αυτά η αυτοβιογράφος προβαίνει σε αποκαλύψεις βασικών εννοιών της ποιητικής της. Επανέρχεται συχνά στη σημασία που έχει η ποίηση γι’ αυτήν, στην πολλαπλή νοηματοδότηση της λέξης, στη συνάφειά της με το πεζογραφικό της έργο, καθώς και με τη ζωή της. Ακόμη αναφέρεται στα θέματα που την απασχόλησαν και στους συγγραφείς που την έχουν επηρεάσει στη διαμόρφωση της θέσης της για την ποίηση, στις φιλοσοφικές της επιλογές και στην εν γένει αντίληψή της για τον κόσμο. Η πληθώρα διακειμένων αποκαλύπτει τον πολιτισμικό και γνωσιακό πλούτο της συγγραφέως αναδεικνύοντας, παράλληλα, όχι τόσο την αφομοιωματική της ικανότητα, όσο την ευρηματική αναδημιουργία και ανασύνθεση των πνευματικών εμπειριών στο έργο της, αλλά και τη σημασία τους για την ίδια της τη ζωή, μια ζωή πολυκύμαντη, που την βιώνει με μια διάθεση εσωτερίκευσης και μοναξιάς.
Ο αυτοβιογραφικός της λόγος, όταν αναφέρεται σε θέματα ποιητικής, αποκαλύπτει τη θεωρητική της σκέψη και συγχρόνως τη δημιουργική της ικανότητα. Οι απόψεις της για την ποιητική της είναι αποκύημα αυτοπροβληματισμού, προβάλλοντας, συνάμα, την κριτική της ικανότητα για την ποίηση γενικά και για τη δική της ποίηση ειδικότερα. Τα κείμενα της ποιητικής της συναποτελούν κείμενα αυτοκριτικής, κείμενα εξομολόγησης, εμπειρίας, κριτικής και φαντασίας.
Η ποίηση, με την οποία γνωρίστηκε, ουσιαστικά, στα νεανικά της χρόνια, στη Λήμνο, μέσα από την ποίηση του Ελύτη και του Έλιοτ, της προσφέρει μια μαγική σχέση με τον κόσμο23. Η φύση του γενέθλιου τόπου της Λήμνου, με το θάμβος της, όπως και τα συναισθήματα και οι εμπειρίες της αποτελούν, αρχικά, το υλικό της ποίησής της.
Η ποίηση, επίσης, ως διαρκής διεργασία, την ακολουθεί σ’ όλη της τη ζωή. Αποτυπώνει τον αγώνα της και την αγωνία της για το νόημα της εφήμερης ζωής της και για το μεταφυσικό της όνειρο.24 Οι δυσκολίες της ζωής στην Αθήνα και στο Παρίσι την οδηγούν σε υπαρξιακές αναζητήσεις μέσα από τα έργα των Προυστ, Καμύ, Ζενέ, Άλμπη, Τζόυς, Καβάφη, Χάκα και κυρίως Μπέκετ, ενώ η ποίηση, «ως λειτουργία ύπαρξης»25, είναι αυτή που την κρατά στη ζωή, ελευθερώνοντας την ψυχή της από τον πόνο. Είναι ακόμη η λειτουργία η οποία συντελεί στην ενδοσκόπηση της ποιήτριας και πεζογράφου και συναρτάται άμεσα με υπαρξιακά ερωτήματα. Το ποιητικό της έργο, κυρίως μετά τη συλλογή Το παιδάκι εκείνο ήταν ένα άστρο που έσβησε (1979), συλλογή που εκφράζει τον άφατο πόνο για το χαμό του δεύτερου παιδιού της, όπως και το πεζογραφικό της έργο συνδέονται με τη μεταφυσική26 και τον ορφισμό. Η ποίηση μετατρέπεται σε πορεία προς την άβυσσο, αναζητώντας τα μυστικά περάσματα. Η ποίησή της μετά το 198127 γίνεται «μυστική, μυητική, ποίηση του πονεμένου σώματος, της καρδιάς, ολόκληρου του είναι, που ανατείνεται με πόθο να καταργήσει το χρόνο και το θάνατο», όπως γράφει ο Jacques Lacarriere28.
Όπως είναι φανερό, η ποίηση δεν νοείται μόνο ως τέχνη, ούτε ως μια πετυχημένη αισθητική λειτουργία, «δεν είναι ο Λόγος»,29 είναι ένα ουσιαστικό θεμέλιο της ανθρώπινης ύπαρξης. Μιας ύπαρξης που κατορθώνει να αιχμαλωτίζει την εμπειρία της στον ποιητικό λόγο αναδεικνύοντας μ’ αυτό τον τρόπο την επιτυχία της ποιητικής λειτουργίας. Έτσι ποίηση, για τη Λαμπαδαρίδου, δεν είναι μόνο τα ποιήματα, αλλά και η πρόζα. Ως ποίηση χαρακτηρίζει η ίδια αρκετά μυθιστορήματά της.
Η ποίησή μου είναι Ο Άγγελος της Στάχτης. Είναι Ο Ιερός Ποταμός. Βιβλία που ξετυλίγουν τα γεγονότα στην αρχετυπική τους ποίηση, όπως σημειώνω. Είναι Το Ξύλινο Τείχος και το Πήραν την Πόλη, πήραν την – και ας είναι ιστορικά. Είναι το Σώμα θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες και η Γκρίζα Πολιτεία και η Λάμπα Θυέλλης. Είναι Η Έκτη Σφραγίδα και είναι τα θεατρικά μου Το Γυάλινο Κιβώτιο και Ο Έκτωρ θα πεθάνει ξανά και το Μικρό Κλουβί. Γιατί, όπως είπα, το πρώτο «υλικό» μου το ακατέργαστο ήταν πάντα η ποίηση.30
Η ποίηση, λοιπόν, τροφοδοτεί την πεζογραφία, όπως και το θέατρο. Καμιά φορά συμβαίνει και το αντίθετο.31 Όμως η ποίηση, ως ποιητική κατηγορία, χαρακτηρίζει και τα τοπία: «Είμαι στο βροχερό, ποιητικό Παρίσι».32 Ο χώρος, στον οποίο κινείται και ζει η ίδια, αποκτά ποιητικές ιδιότητες. Ο υπερρεαλισμός, ο ποιητικός ρεαλισμός, ο υπαρξισμός, η ψυχανάλυση, οι γνωστικοί και προσωκρατικοί φιλόσοφοι, ο Πλάτωνας τροφοδοτούν το φιλοσοφικό της στοχασμό, την ποίησή της, την πεζογραφία της, τη ζωή της. Μέσα από το βαθύ φιλοσοφικό της προβληματισμό που χαρακτηρίζει το ποιητικό της έργο προσπαθεί να απαντήσει στις εφηβικές της αναζητήσεις: «Εγώ θέλω να μάθω για τη μοίρα μου [], θέλω να μάθω, να μάθω τι σημαίνει η ζωή μου μέσα στον κόσμο».33
Αυτή την απάντηση προσπάθησε να δώσει η Λαμπαδαρίδου μέσα από το ποιητικό και πεζογραφικό της έργο. Κλειδιά αξιόπιστα, και κώδικες που βοηθούν τον αναγνώστη του έργου της να κατανοήσει την απάντηση αυτή δίνονται στα αυτοβιογραφικά κείμενα που συνοδεύουν την ποίησή της. Κείμενα τα οποία, παρά τον υποκειμενικό τους χαρακτήρα, διαθέτουν την ειλικρίνεια της προσωπικής εξομολόγησης και την αντικειμενικότητα της κριτικής. «Αυτά τα προσωπικά κείμενα που μιλούν για τη ζωή σου δύσκολα τα μοιράζεσαι με τον αναγνώστη. Όμως, αυτό το βιβλίο μόνον έτσι θα μπορούσε να βγει. Με τα γεγονότα της ζωής μου. Γιατί η ποίηση είναι πρώτα ζωή. Και θα ήταν ελλιπές αν από μέσα του έλειπε η ζωή».34
Δημοσιεύτηκε στο Αφιέρωμα, Θέματα Λογοτεχνίας, τεύχος 39, 2008
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Από τα ανέκδοτα ποιήματα τέσσερα είναι γραμμένα ανάμεσα στο 2003 και στο 2005· τα άλλα τρία είναι παλαιότερα. Εκτός από τα ανέκδοτα ποιήματα αναδημοσιεύονται και «Δύο ξεχωριστά ποιήματα».
2. Οι συλλογές είναι Μυστικό Πέρασμα και Και θέα προς το Αμίλητο.
3. Λαμπαδαρίδου-Πόθου Μαρία, «Πέρασμα Δωδέκατο, της Απουσίας» Ποίηση Ενάτη, Μυστικό Πέρασμα στο βιβλίο Μαζεύω τα υπάρχοντά μου, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2007,
σ. 324.
4. Λαμπαδαρίδου-Πόθου Μαρία, Ποίηση Ενδέκατη, Και θέα προς το Αμίλητο στο βιβλίο Μαζεύω τα υπάρχοντά μου, ό.π., σ. 387.
5. Ό.π.
6. Ό.π.
7. Λαμπαδαρίδου-Πόθου Μαρία, «Πέρασμα Δωδέκατο, της Απουσίας» Ποίηση Ενάτη, Μυστικό Πέρασμα στο βιβλίο Μαζεύω τα υπάρχοντά μου, ό.π., σ. 324.
8. Λαμπαδαρίδου-Πόθου Μαρία, Μαζεύω τα υπάρχοντά μου, ό.π., σ. 224.
9. Οι συνεντεύξεις και οι κριτικές παρατίθενται σε αποσπάσματα.
10. Για το ρόλο και τη λειτουργία ενός αυτοβιογραφικού κειμένου σε σχέση με το υπόλοιπο έργο, κυρίως μυθοπλαστικό, ενός συγγραφέα βλ. Lejeune Philippe, Le Pacte autobiographique, Seuil, Παρίσι, 21996, σσ. 49-85.
11. Ό.π., σ. 7.
12. Λαμπαδαρίδου-Πόθου Μαρία, ό.π., σ. 291. Την ανασημασιοδότηση του παρελθόντος μέσα από τη μνήμη και τη φαντασία επισημαίνει η Λαμπαδαρίδου σε πολλά σημεία των κειμένων αυτών, όπως π.χ. στις σσ. 110, 292, 329,330, και σσ. 179-180 (συνέντευξη στο Γ. Γαλάντη στο περ. Διαβάζω).
13. Ό.π., σσ. 185-188.
14. Ό.π., σ. 188.
15. Κατά Ph. Lejeune η ταυτότητα συγγραφέα, αφηγητή και ήρωα αποτελεί το κυριότερο χαρακτηριστικό του αυτοβιογραφικού είδους. Βλ. Lejeune Philippe, Le Pacte autobiographique, Seuil, Παρίσι, 21996, σσ. 14-15, βλ. ακόμη σσ. 27-34.
16. Λαμπαδαρίδου-Πόθου Μαρία, ό.π., σ. 49.
17. Ό.π., σ. 292.
18. Απόσπασμα από το ποίημα «Πέρασμα όγδοο. Της Μικρασίας» από τη συλλογή Μυστικό Πέρασμα. Βλ. Λαμπαδαρίδου-Πόθου Μαρία, ό.π., σ. 311.
19. Λαμπαδαρίδου-Πόθου Μαρία, ό.π., σ. 329.
20. Ό.π., σσ. 109, 291.
21. Για τους τύπους της αυτοβιογραφίας βλ. Πασχαλίδης Γρηγόρης, Η ποιητική της αυτοβιογραφίας, Σμίλη, Αθήνα 1993, σσ. 51-75.
22. Ό.π., σ. 122.
23. Λαμπαδαρίδου-Πόθου Μαρία, ό.π., σ. 22.
24. Σε συνέντευξή της στο Δημ. Γκιώνη (Ελευθεροτυπία 1990), ό.π., σ. 71.
25. Ό.π., σ. 224.
26. Βλ. Λαμπαδαρίδου-Πόθου Μαρία, ό.π., σ. 223-224.
27. Μετά την κυκλοφορία του βιβλίου της για τον Μπέκετ, το 1981, το συγγραφέα που τη βοήθησε να βγει από την άβυσσο. Βλ. Λαμπαδαρίδου-Πόθου Μαρία, ό.π., σ. 221, 224.
28. Βλ. ό.π., σ. 444. Βλ. και Λαμπαδαρίδου-Πόθου Μαρία, ό.π., σ. 376 «[η ποίηση] είναι το περπάτημα της ψυχής πάνω στην άβυσσο».
29. Λαμπαδαρίδου-Πόθου Μαρία, ό.π., σ. 376.
30. Λαμπαδαρίδου-Πόθου Μαρία, ό.π., σ. 332. Βλ. ακόμη, ό.π. σ. 293 «Η ποίηση ήταν η ραχοκοκαλιά των γραπτών μου. Από αυτήν ξεκινούσαν όλα και σε αυτήν επέστρεφαν».
31. Βλ. Λαμπαδαρίδου-Πόθου Μαρία, ό.π., σ. 108. «Και όλα τα θεατρικά μου “περνούν” στα Τοπία Εφηβείας» και σ. 251. «Η ποίηση της συλλογής Περπατώ και Ονειρεύομαι είναι λίγο από όλα τα βιβλία που έγραφα εκείνο τον καιρό. Ή τα βιβλία έβγαιναν από την ποίηση».
32. Λαμπαδαρίδου-Πόθου Μαρία, ό.π. σ. 108. Βλ. ακόμη ό.π., σ. 145.
33. Ό.π., σ. 420.
34. Ό.π., σ. 455.