Χαίρ’ ω Λήμνου πέδον αμφίαλον!
Σοφοκλής
Σε είδα Λήμνος
Των αιμάτων τη μοίρα να τυλίγεσαι
Και περήφανη το θάνατο να καταργείς
Όρθια πάνω στη χαίτη των κυμάτων
Ξανά και ξανά το θάνατο αναιρώντας
Κύκλια ανάβαση στης φυλής μου τη δόξα.Σε είδα
Μούσα ξανά να υψώνεις καιρούς νέους
Φορτωμένη όλβια μνήμη
Εγώ που κύλησα αιώνες μέσα στη γη σου
Να βρω τα βουλιαγμένα λόγια
Πετράδια λειασμένα απ’ τον καιρό
Εγώ που έζησα στην καρδιά του ήλιου σου
Και στη νύχτα του μύθου.
“Χαίρ’ ω Λήμνου πέδον αμφίαλον!”
Ο στίχος του Σοφοκλή σε δοξάζει με τα πρωινά θαλασσοπούλια. Κι εγώ ακούω το λίκνισμα του χρυσαφένιου βράχου σου πάνω στα κύματα του Αιγαίου. Ακούω τα ρήματα της δόξας σου, που τα ξεβγάζει η θάλασσα στις αμμουδιές σου. Και οραματίζομαι την κοιτίδα ενός πολιτισμού τεσσάρων χιλιάδων χρόνων, του μεγάλου αιγαιοπελαγίτικου πολιτισμού, που γέννησε το “ελληνικό θαύμα”, αυγή πνευματική της οικουμένης.
Ήφαιστος, Άρτεμις, Υψιπύλη, Μύρινα, Λύκιος Απόλλων, Χρύση, Σειρήνες
Περπατώ στους δρόμους σου, να βρω τα σημάδια των θεών που σε γέννησαν, να βρω την καταγωγή και τη ρίζα μου, το μυστικό της εφημερότητάς μου. Αυλώνας. Εδώ ήταν ο ναός της θεάς Άρτεμης, εδώ σ’ ετούτον τον μαγευτικό λόφο, που αγναντεύει τον Άθω στο θαμβωτικό γαλάζιο. Πέτρες μόνο ερριμμένες γύρω μου, ανάμεσα στο τουριστικό τσιμέντο που πονεί. Όμως εκείνη, η θεά, μεγαλοπρεπής και ασάλευτη πάνω από τα ερείπια, δοξάζει το εφήμερο πέρασμά μας.
Ακουμπώ στην ιερή πέτρα της, στο Άδυτο της λατρείας, και κοιτάζω ως πέρα τη δαντελένια θάλασσα. Είναι αυτή που έφερε τους Αργοναύτες στις ακρογιαλιές σου, τον μυθικό Ιάσονα, να αγαπήσει την Υψιπύλη, να την κάνει ηρωίδα των τραγικών ποιητών. Ήταν τότε, που η παραφροσύνη χτύπησε τις γυναίκες της Λήμνου κι έπνιξαν τους άνδρες τους από τον Πέτασο, επειδή περιφρόνησαν τον έρωτά τους. Μύθος άραγε ή αλήθεια; Η τραγωδία του Σοφοκλή “Αι Λήμνιαι”, που αναφερόταν στα “Λήμνια Κακά”, χάθηκε. Κι έτσι δεν θα μάθουμε ποτέ πόσο επώδυνη ήταν η δοκιμασία του αίματος, πόσο σκληρά τις τιμώρησε η θεά Άρτεμη, μόνο και μόνο γιατί πρόδωσαν τη λατρεία της.
“Άθως σκιάζει νώτα λημνίας βοός”. Είναι ο μοναδικός στίχος που σώθηκε από την τραγωδία εκείνη. Ο Πλούταρχος τον ονόμασε “πολυθρύλητο ιαμβείο”, και ο Πλίνιος τον επαλήθευσε. Μία φορά το χρόνο, στο θερινό ηλιοστάσιο, η σκιά του Άθου πέφτει στην αγορά της Μύρινας.
Κότζινος, Ηφαιστία, Καβείριο, Πολιόχνη.
Τα βήματά μου με φέρνουν στο ήρεμο Πτέριν. Οι ασημένιες αμμουδιές του Μπουρνιά στο βάθος, και το ενετικό κάστρο του Κότζινου ερειπωμένο δίπλα μου, αυτό το σιωπηλό σύμβολο της θυσίας, με τα λευκά θαλασσοπούλια πάνω του, μάρτυρες μιας δόξας χαμένης.
Εδώ, σ’ ετούτη τη μαγευτική περιοχή έζησε η ηρωική Μαρούλα, η Κόρη της Λήμνου, που την τραγούδησαν ποιητές. Αφαιρώ το χρόνο, να τη δω. 1478. Ο τούρκος ζυγώνει εφιαλτικά το νησί. Οι άμυνες έχουν εξαντληθεί. Ο διοικητής του νησιού, πατέρας της Μαρούλας, πέφτει λαβωμένος, ψυχορραγεί. Ο αγώνας μοιάζει χαμένος. Όμως, όχι! Η Μαρούλα ζώνεται τα όπλα του και σαν άγγελος Κυρίου ή σαν άλλη Ιωάννα της Λωραίνης οδηγεί τους Ενετούς και τους Λήμνιους πολεμιστές να κατατροπώσουν τον τούρκο εχθρό.
Αυτό το άστρο της, το μισοσβησμένο από τους αιώνες, από παιδί με γοήτευε. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη γη εκείνη, όπου η Μαρούλα, πεντακόσια χρόνια πριν, έζησε το δικό της ανθρώπινο πεπρωμένο. Λίγες αράδες μόνο κι ένα ποίημα στα στρατιωτικά αρχεία της Βενετιάς. Όμως τα πλάσματα που υπήρξαν ωραία δεν πρέπει να χάνονται. Και το μυθιστόρημά μου, “Η Μαρούλα της Λήμνου”, ήταν η πιο ευτυχισμένη συγγραφική μου στιγμή.
Ανεμόεσσα, Αμιχθαλόεσσα, Πυρόεσσα, Αιθάλεια, Λευκή.
Απασέων γαιάων φιλτάτη.
Ήσουν εσύ η αγαπημένη του Ομήρου. Η φιλτάτη απασέων γαιάων. Η Ανεμόεσσα και η Λευκή. Εκείνος που σ’ έχει ζήσει, ξέρει για τους αγέρηδες που φυσούν εκεί, αυτούς που κατεβαίνουνε από το Βόσπορο, σηκώνοντας στη ράχη τους άναρθρα τα ιωνικά οράματα και τις κατοπινές νύχτες του θρήνου. Ξέρει για το λευκό σου φιλντισένιο κόκαλο τις νύχτες της πανσέληνος, όταν μονάχη σε φιλεί της Σαπφώς η “Σελάνα”.
Προχωρώ πιο κάτω. Εδώ γινόταν η εξόρυξη της Ιερής Γης. Ήταν η φημισμένη “Terra Lemna”, ή “Terra Siggillata”, “Η Εσφραγισμένη Γη”, που θεράπευε πυρετούς και δαγκώματα, και που για τρεις χιλιάδες χρόνια υπήρξε το μοναδικό επίσημο φαρμακευτικό παρασκέυασμα, που πουλιόταν στην τιμή του χρυσού. Από όλον τον κόσμο κατέφταναν οι ξυλόγλυπτες γαλέρες. Κι η Λήμνος, από τη βαθιά αρχαιότητα, ήταν το ευλογημένο νησί στο σταυροδρόμι των λαών, στο πέρασμα Ανατολής και Δύσης.
Μια μικρή φλέβα γης έβγαζε τον κόκκινο σαν αίμα πηλό, που θεράπευε, “γη κεκαυμένη”. Δυο φορές ήρθε στη Λήμνο ο Γαληνός, να εξετάσει το φαινόμενο, “έπλευσα δε και εις Λήμνον, γράφει, ίσασι δε οι θεοί, δι’ ουδέν άλλο ή διά την Λημνίαν, είτε γην εθέλει τις ονομάζει είτε σφραγίδα”. Και όπως οι άνθρωποι συνδέουν το ανεξήγητο θαύμα με τη θρησκευτική δοξασία, λένε πως εκεί ήταν το σημείο όπου έπεσε ο Ήφαιστος και έγινε Ιερό. Υπήρχε και το Ιερό του Ηφαίστου, ένας περικλεής ναός στην Ηφαιστία. Κι ο Φιλόστρατος, που έζησε τον 2ο αιώνα, αναφέρει ότι γι’ αυτό άφησαν τον Φιλοκτήτη στη Λήμνο “ιαθήναι αυτόν αυτίκα υπό της βώλου της λημνίας”. Ακόμα και η περιοχή όπου έζησε ο Φιλοκτήτης ονομάστηκε Άκεσα, από το ακέομαι, που σημαίνει θεραπεύω.
Η εξόρυξη της Ιερής Γης γινόταν με τελετουργία. Ιέρειες έπαιρναν σε ακριβά κάνιστρα τον ιερό πηλό. Στην αρχαιότητα 6 Μαϊου, ημέρα λατρευτική της θεάς Άρτεμης. Στους χριστιανικούς χρόνους, 6 Αυγούστου, ημέρα του Σωτήρος. Και το ενδιαφέρον για τη Λημνία Γη συνεχίστηκε αμείωτο έως τις αρχές του περασμένου αιώνα. Έτσι, η Λήμνος, το μοναχικό νησί με τις σμαραγδένιες ακρογιαλιές και την αρμονία των γραμμών, γινόταν, ολοένα και περισσότερο, σημείο έλξης των λαών, των περιηγητών, των επιστημόνων. Όμως τα θαύματα πεθαίνουν. Γίνονται οι “αζήτητες δωρεές” του ποιητή. Κι όλα αυτά είναι πια παρελθόν. Ένα παρελθόν όπου ο άνθρωπος χάραξε την ιστορία του πολιτισμού του με τελετουργία αλλά και με μεγαλοπρέπεια, ατενίζοντας με μυστικισμό και υπέρβαση τα μυστήρια της φύσης που τον ευεργέτησαν.
Μούδρος, Ρωμανού, Πρόπολη, Ατ(σ)ική, Κάσπακας, Κορνός.
Προχωρώ στα θερισμένα χωράφια. Ο ήλιος κάνει το τοπίο χρυσό, και τη σαύρα μεταξωτή. Πάνω από την αρχαία πόλη της Ηφαιστίας, κείτεται, εδώ και 22 αιώνες, το αρχαίο θέατρο της Λήμνου. Σε εγκατάλειψη, βέβαια. Σαν περιφρονημένο. Αυτό που ακόμα κρατά στη χαραγή της πέτρας τα λόγια του Φιλοκτήτη “Τι φης; Σιωπάς; Ουδέν είμ’ ο δύσμοιρος…” Ένα σμάρι ερημοπούλια σηκώνονται πάνω από τις χορταριασμένες κερκίδες.
Τόπος ιερός ένα αρχαίο θέατρο. Τόπος τελετουργίας της υπάρξεως.
Λίγο πιο κει η άλλοτε περίλαμπρη Ηφαιστία, όπου αν ακουμπήσεις το μάγουλο πάνω στην πέτρα θ’ ακούσεις τη φωνή: “Αθηναίων των εν Ηφαιστία την Βουλήν την εξ Αρείου Πάγου αρετής ένεκεν”.
Κωπευστές, Υψιπύλη, Κάβειροι, Λήμνιαι, Φιλοκτήτης.
Πέντε τραγωδίες ενέπνευσε η Λήμνος στους τραγικούς μας ποιητές. Ήταν η αγαπημένη Μούσα από τους μυθικούς χρόνους, από τα ομηρικά έπη, που μιλούσαν για τα ωραία κρασιά της, πώς από την Τροία έστελναν οι Αχαιοί να τα προμηθευτούν με αντάλαγμα όπλα και δούλους.
Αγγίζω την πωρολιθική πέτρα των κερκίδων, τον σπασμένο μαρμάρινο βωμό. Σιωπή και ερημιά το καλύπτει. Κι ίσως, περιμένει ένα χέρι να το βγάλει από τη μοναξιά του χρονου, από τη λήθη, να το ζωντανέψει, για ν’ ακουστεί ξανά η φωνή του ποιητή. Γιατί η φωνή του ποιητή δεν πεθαίνει με το θάνατο των καιρών. Κοιμάται στη χαραγή της πέτρας, πλάι στα ερημοπούλια, περιμένει τη δική μας συμμετοχή. Κι ίσως ο Ελύτης μια παρόμοια πέτρα να είχε στο νου, όταν έγραφε: “Το τραχύ το μάγουλο έθεσα στο τραχύτερο της πέτρας αιώνες κι αιώνες”.
Τα βήματα με φέρνουν στη σπηλιά του Φιλοκτήτη, πάνω από το έρημο Καβείριο.
“Ω σχήμα πέτρας δίπυλον!”
Ο στίχος του Σοφοκλή στη σκέψη μου. Ήξερε εκείνος πως η σπηλιά ήταν “δίπυλη”, στο βάθος ενός πελώριου άσπρου θαλασσόβραχου, αυτή που φιλοξένησε το πληγωμένο σώμα του Φιλοκτήτη. Έξω μυρίζει καμένο φως, άρωμα θυμαριού και φρυγμένης γης. Κι εδώ, μέσα στη σπηλιά, μια αψιά μυρουδιά αρμύρας. Αγγίζω τις πέτρες, λείες και υγρές από την αλισάχνη του χρόνου. Και σκέφτομαι πως πάνω τους είναι η αφή από τα δάχτυλα του Φιλοκτήτη. Μπορεί κι ο βόγκος του να πλανιέται ακόμα στο έρημο τοπίο, “παπαί, απαπαπαί…”
Βγαίνω πάλι στο φως. Ανηφορίζω το λόφο, περνώντας από το ερειπωμένο Ιερό των Καβείρων, με τις οργιακές νύχτες χαραγμένες στη μνήμη της πέτρας. Η μυρουδιά του θυμαριού και της καλαμιάς με ζαλίζει. Κι ο στεναγμός του Φιλοκτήτη με ακολουθεί: “Αιαί αιαί, δαίμων δαίμων/ απόλωλ’ ο τάλας…”
Σίντιες, Μινύες, Πελασγοί.
Τα βήματά μου με φέρνουν στην Πολιόχνη. Πάνω σε μιαν απρόσιτη από τη θάλασσα περιοχή, ο παλαιολιθικός οικισμός, που σώθηκε ως τις μέρες μας, ν’ αγναντεύει τις μελαγχολικές ακτές της Τροίας. Το αναρτημένο σχεδιάγραμμα σού δείχνει τις ζώνες των χιλιετιών, που πέρασαν από πάνω του. Προέλληνες, που έθεσαν τα πρώτα σπέρματα του πολιτισμού. Περπατώ ανάμεσα στους στενούς διαδρόμους. Ελάχιστοι χώροι, κατοικίες ανθρώπινες, κοντά η μια στην άλλη, με τείχη χοντρά ένα γύρο, με σιτοβολόνες και γούρνες για νερό. Και στη μέση του προελληνικού οικισμού, το Βουλευτήριο. Ένα παραλληλόγραμμο κτίσμα, με πρωτόγονα καθίσματα στις άκρες και στην κεφαλή η έδρα του αρχηγού. Είπαν πως είναι το πρώτο Βουλευτήριο στην ιστορία του ανθρώπου.
Αντωνιάδης, Παντελίδης, Μοσχίδης, Παπα-Μιχέλης, Αρβανιτάκης
Ονόματα χαμένα και τωρινά. Το χτες και το σήμερα, ο μύθος και το φως του ήλιου πάνω στην ώχρα των παλιών αρχοντικών, σε ταξιδεύουν στο παρελθόν και στο παρόν με την ίδια σαγήνη. Πίνεις τον καφέ σου στο Τεραίν ή στη Νεφέλη και κοιτάζεις τον ήλιο που βασιλεύει πίσω από τον Άθω, βάφοντας μαλαματένιες τις προσόψεις των σπιτιών στον Ρωμέικο Γιαλό. Ή κάθεσαι στο Γλάρο, και κοιτάζεις τα ελάφια πάνω στους βράχους του κάστρου, που κυνηγιούνται πίσω από τις αιωνόβιες τάπιες. Προτιμότερο να περπατάς.
Έτσι, θα δεις χαραγμένα πάνω στην πέτρα, στο πρόθυρο των σχολείων, του μητροπολιτικού μεγάρου, των εκκλησιών, τα ονόματα των μεγάλων ευεργετών της Λήμνου, του Αντωνιάδη και του Παντελίδη, θα δεις την προτομή του Μοσχίδη στα Καμίνια, του τιμημένου ιστορικού της Λήμνου, θα δακρύσεις μπρος στο άγαλμα του Αρβανιτάκη στο Μούδρο, αυτού του περήφανου παλικαριού της αντίστασης, κι αν τύχει και περάσεις από το Διαπόρι, θ’ ακούσεις τα ίδια τα λόγια του Κουντουριώτη να παίζουν ακόμα με τον άνεμο, “Πλέω μεθ’ ορμής ακαθέκτου…”
Πρώτη η Λήμνος! Πρώτη και στη σημαία της λευτεριάς.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Ολυμπιακής Αεροπορίας “κίνηση / motion”, 1999-2000