Ο Στούρε Λιννέρ είναι γνωστός στο ελληνικό κοινό από το σημαντικό βιβλίο του “Μια Σουηδέζα στην Ελλάδα του 19ου αιώνα”, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Προσκήνιο, το 1998, και αναφέρεται στις οδοιπορικές και πνευματικές περιπλανήσεις, στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, μιας διανοούμενης και ανήσυχης φεμινίστριας, της Σουηδέζας Φρεντρίκα Μπρέμερ. Σχολιάζοντας τα πολύ ενδιαφέροντα αποσπάσματα από το ημερολόγιο της Μπρέμερ για την Ελλάδα της εποχής εκείνης, και μέσα από τη δική της κοινωνική ευαισθησία, ο Στούρε Λιννέρ με εξαιρετική διορατικότητα και οξυδέρκεια, αλλά και με περισσή αγάπη, πραγματοποιεί τις δικές του προσεγγίσεις στα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα που διαμόρφωσαν το σύγχρονο πρόσωπο της Ελλάδας.
Όμως πέρα απ’ αυτό, ο Στούρε Λιννέρ, επίτιμος καθηγητής της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Ουψάλας, θεωρείται από τους πλέον διαπρεπείς φιλέλληνες της Σουηδίας, όχι μόνο γιατί είναι ένας μεγάλος φίλος της Ελλάδας και του πολιτισμού της, αλλά γιατί μελέτησε σε βάθος την αρχαία ελληνική και βυζαντινή ιστορία και έγραψε σημαντικά έργα για τον Όμηρο, την Άννα Κομνηνή, τον Μιχαήλ Ψελλό, τον Αισχύλο και άλλα, μεταφέροντας το ελληνικό πνεύμα στον σκανδιναβικό βορρά. Την αγάπη του για την Ελλάδα υπερηφανεύεται να λέει ότι του την ενέπνευσε η Ελληνίδα γυναίκα του Κλειώ, που τον μύησε στο ελληνικό πνεύμα. Είναι γνωστή η συμβολή του στην απόφαση της Σουηδικής Ακαδημίας για την απονομή του Νομπέλ στον Σεφέρη. Επίσης, τα απειράριθμα άρθρα που έγραψε για την αρχαία και σύγχρονη Ελλάδα, για την ιστορία της και τον πολιτισμό της, απετέλεσαν, για πολλές δεκαετίες, πηγές γνωριμίας των σκανδιναβικών χωρών.
Στον παρόντα τόμο, “Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού”, επιχειρεί μια κάθετη τομή όχι μόνο στο ιστορικό γίγνεσθαι των ένδεκα αιώνων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά και στη γένεση του πολιτισμού ως έκφρασης ζωής και παιδείας, στα βαθιά θρησκευτικά ριζώματα που διαμόρφωσαν την θεοκρατική αντίληψη αλλά και τη συνείδηση της ισχύος. Με άξονα τον υψηλό πολιτισμό στις τέχνες και τα γράμματα που αναπτύχθηκε στους κόλπους της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ο Στούρε Λιννέρ επιχειρεί να διαχωρίσει τον πολιτισμό της αρχαιότητας, υποστηρίζοντας ότι το αρχαίο πνεύμα διαφυλάχθηκε εκεί για να δημιουργήσει την αναγεννησιακή άνθηση της Δύσης, με βασική επιρροή τις ιδέες του Πλήθωνα, μετά την πτώση του Βυζαντίου. “Αν εξαιρέσει κανείς τον γλωσσολογικό παράγοντα, γράφει, τι απομένει τότε στη βυζαντινή ποίηση από την αρχαία ποίηση, που να δημιουργεί τον ισχυρισμό μιας αρραγούς συνέχειας;” Πιστεύει πως μόνον στη γλώσσα δεν υπάρχει καμιά “διακοπή” από την αρχαιότητα μέχρι τις νεότερες εποχές. “Υπάρχει μια συνοχή που δεν έχει το αντίστοιχό της σε κανένα άλλο ινδοευρωπαϊκό λαό”. Και επισημαίνει: “Η ζωτική σημασία της γλώσσας σε έναν πολιτισμό είναι αδιαμφισβήτητη (…) μας βάζει στον πειρασμό να διακρίνουμε κάποιο είδος σχέσης ανάμεσα στις εποχές που δημιούργησαν τον Παρθενώνα και την Αγια Σοφιά”.
Στο σημείο αυτό, και όσο καλοπροαίρετη και αν είναι η πρόθεση του Στουρε Λιννέρ, θα ήθελα να σημειώσω και την άποψη πως το Βυζάντιο αποτελεί μια ιστορική συνέχεια που συνδέει την αρχαιότητα με την σύγχρονη Ελλάδα. Όσο διαφορετική και αν ήταν η αντίληψη του πολιτισμού που αναπτύχθηκε στις δύο περιόδους, η γλώσσα ήταν η δύναμη της συνοχής του, αυτή η ενιαία και συνεχιζόμενη γλώσσα από τον Όμηρο έως τις μέρες μας. Γιατί η γλώσσα συμβαδίζει με τον πολιτισμό, τον διαμορφώνει και διαμορφώνεται από αυτόν. Κι εξάλλου, μην ξεχνάμε πως η Αγια Σοφιά πάνω στα ερείπια του ναού του Απόλλωνα κτίστηκε, σημάδι που δείχνει την μυστική διαλεκτική της “συνέχειας”.
Το πρώτο μέρος του τόμου αναφέρεται στην περίοδο από τον Μ. Κωνσταντίνο τον ιδρυτή του Βυζαντινού κράτους, έως την εποχή που το Ισλάμ γίνεται ισχυρή δύναμη, γύρω στα 650 μ.Χ., και επιχειρεί τις πρώτες σημαντικές κατακτήσεις των βυζαντινών κτήσεων. Με τον γενικό τίτλο “Η μετάβαση από την κοινωνία της ύστερης αρχαιότητας στην κοινωνία του Μεσαίωνα”, το πρώτο μέρος αναφέρεται στη δημιουργία του προσώπου του βυζαντινού αυτοκράτορα, που λειτουργούσε ως “εκπρόσωπος του Χριστού”, αλλά και ως “κοσμικό σύμβολο”. Και με πολλή γλαφυρότητα περιγράφει εικόνες της αυλικής τελετουργίας. Στη συνέχεια επισημαίνει την αποδοχή της κλασικής διδασκαλίας από τον Βασίλειο και τους άλλους Καππαδόκες Πατέρες, και το γεγονός ότι η εκκλησία δεν απέσυρε τα κλασικά κείμενα από το πρόγραμμα διδασκαλίας, με αποτέλεσμα, για διακόσια χρόνια χριστιανοί και μη χριστιανοί να σπουδάζουν στα σχολεία μαζί χωρίς προστριβές. Στην περίοδο αυτή αναπτύχθηκε και ο μοναχισμός, ως διαμαρτυρία της κοσμικοποίησης του χριστιανισμού, όταν έγινε επίσημη θρησκεία του κράτους.
Είναι γνωστό πως η τέχνη που αναπτύχθηκε στο Βυζάντιο ήταν κατά το πλείστον αγιογραφική. Και ο Στούρε Λιννέρ με δεξιοτεχνία μιλά για τη γένεση αυτής της μεγάλης τέχνης, για το πόσο ήταν σύμφυτη της μυστικοπάθειας που υπήρχε στον δημόσιο και καθημερινό βίο των βυζαντινών, για το πόσο λάμπρυνε την αυτοκρατορία και της έδωσε μοναδικό γόητρο και αίγλη. Οι νεοπλατωνικοί και ιδιαίτερα οι θεωρίες του Πλωτίνου ήταν “οι κυριότεροι ανταγωνιστές του χριστιανισμού”, που όμως επιβλήθηκαν και έδωσαν στην ιδέα του κάλλους τη διάσταση των αιώνιων αξιών. Με μεγάλο θαυμασμό και σεβασμό μιλά για την εκκλησιαστική ποίηση που αναπτύχθηκε τον πέμπτο και έκτο αιώνα, ιδιαίτερα για την ποίηση του Ρωμανού του Μελωδού και για τον Ακάθιστο Ύμνο. Και επισημαίνει πως όταν ο Οδυσσέας Ελύτης έγραψε το Άξιον Εστί, “του έδωσε τη μορφή της λειτουργικής σύνθεσης στο πνεύμα του Ρωμανού του Μελωδού”, για να αποδείξει ότι μέχρι σήμερα η μεγάλη εκείνη ποίηση επηρεάζει τους ποιητές.
Αντίθετα με την εκκλησιαστική, η κοσμική ποίηση δεν αναπτύχθηκε εξαιρετικά. Ο Γεώργιος Πισίδης, που έζησε τον καιρό του αυτοκράτορα Ηράκλειου, προσπάθησε να συγκεράσει το ιερό στοιχείο με το κοσμικό. Η αρχαία διάκριση ανάμεσα στην επική, τη λυρική και τη δραματική ποίηση, που είχε αρχίσει να χάνεται από την αλεξανδρινή εποχή, τώρα εξαφανίζεται τελείως.
“Η Ευρώπη σώθηκε γιατί η δύναμη του Ισλάμ στράφηκε προς την Ανατολή”, γράφει ο Στούρε Λιννέρ. “Χάρη στο γεγονός ότι η ισορροπία μετατοπίστηκε μ’ αυτόν τον ριζικό τρόπο, η Δυτική Ευρώπη μπόρεσε, σ’ έναν κόσμο πιο σταθερό, να δημιουργήσει τη δική της ταυτότητα”. Έτσι, παράλληλα με τις ιστορικές οσμώσεις που δημιούργησαν τον χιλιόχρονο βυζαντινό πολιτισμό, παραθέτει τα βήματα της Δύσης στη δημιουργία του δικού της προσώπου, και παρατηρεί ότι στο Βυζάντιο δεν αναπτύχθηκε ένα ανεξάρτητο ουμανιστικό πνεύμα όπως στον δυτικό κόσμο. Ακολουθούν τα κεφάλαια “Οι “σκοτεινοί αιώνες”, που καλύπτει την περίοδο έως το 850 και αναφέρεται στην επικράτηση της ιδέας της θρησκευτικής κοινωνίας έναντι της κλασικής αντίληψης. “Ανόρθωση και ενοποίηση”, που καλύπτει την περίοδο έως το 1000, “Ανατολή και Δύση – το κράτος της Νικαίας” έως το 1261, και τελειώνει με το κεφάλαιο “Η τελική κατάρρευση”.
Βέβαια ο πολιτισμός του Βυζαντίου είναι γνωστός, η γένεση και η πορεία της ακμής του. Και οπωσδήποτε ο Στούρε Λιννέρ φωτίζει το εσωτερικό του γίγνεσθαι με την δική του ευφυϊα και διορατικότητα. Εκείνο όμως που κάνει το βιβλίο ξεχωριστό είναι η θέση του έναντι της μοίρας αυτού του πολιτισμού, που για αρκετούς αιώνες γνώρισε την αγνόηση ή και την περιφρόνηση των δυτικών, όπως αυτή του Lecky στην “Ιστορία των Ευρωπαϊκών Ηθών”. Ο Στούρε Λιννέρ επισημαίνει την επίδραση που είχε ο βυζαντινός πολιτισμός στις χώρες της Ευρώπης έως τον μακρινό βορρά της πατρίδας του. Μπορεί να θεωρεί “εύθραυστη” τη συνέχειά του από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, όμως δεν μπορεί κανείς, γράφει, παρά να τον δει “σαν μια ενότητα”. Επισημαίνει τους ποιητές και συγγραφείς που εμπνεύστηκαν από το Βυζάντιο, όπως ο Γέητς, ο Σουηδός Γκούναρ Έκελεφ, ο Φιλανδός Πάαβο Χάαβικκο. Οι “διά Χριστόν σαλοί”, οι ιεροί τρελοί, δεν ενέπνευσαν μόνον τον Ντοστογεύσκι και τον Τολστόι και τον Γκόγκολ, γράφει, αλλά και τον Σουηδό συγγραφέα Λαρς Γύλλενστεν. Επισημαίνει ακόμα την επιρροή του νομοθετικού corpus του Ιουστινιανού στον δυτικό κόσμο, αλλά και το πνεύμα πλήθους άλλων λογίων όπως του Ιωάννη Δαμασκηνού, του Γεωργίου Πλήθωνα Γεμιστού, του μεγάλου ποιητή Συμεών του Θεολόγου, του Βησσαρίωνα και άλλων. Και με αυτή την έννοια, θεωρεί πως ο βυζαντινός πολιτισμός αποτελεί μέρος της ιστορίας της Ευρώπης. “Ήταν για μένα πιο σημαντικό, γράφει, να φωτίσω ένα άλλο είδος συνέχειας, αυτήν που εκφράζεται, όταν σε μεταγενέστερες εποχές λαοί σε διάφορα μέρη, λίγο πολύ συνειδητά ενστερνίστηκαν στοιχεία του βυζαντινού πολιτισμού και τα ενσωμάτωσαν στις δικές τους παραδόσεις. Ακόμα και στα δικά μας μέρη, εδώ στον απόμερο βορρά. Όμορφα ανθίζουν τα δικά μας σούρουπα, όμως πολλοί από τους προγόνους μας ονειρεύτηκαν τη γοητευτική Πόλη των Βαράγγων…”
Η Καθημερινή 11 Φεβρουαρίου 2001
Δημοσιεύτηκε με τίτλο: Ο βυζαντινός πολιτισμός και η Ευρώπη