Έτσι σε κουβαλώ
Μια διαφάνεια υδάτινη
Στον εγκόσμιο χρόνο μου
Εγώ
Γη από τη γη σου
Λιθάρι φθαρτό από το βράχο σου
“Επί πτερύγων ανέμων”
Το πολυσέλιδο έργο της Λημνίας συγγραφέως Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου καλύπτει τους βασικότερους τομείς της λογοτεχνίας: ένδεκα έως σήμερα εκδεδομένες ποιητικές συλλογές, δεκαεπτά μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια, μεταφράσεις, κείμενα ποιητικής πρόζας, λογοτεχνήματα που έγιναν ραδιοφωνικές εκπομπές, συνεντεύξεις και άλλα.
Κύριο χαρακτηριστικό της πολυσχιδούς αυτής δημιουργίας, που γνωρίζει αξιοσημείωτη απήχηση στο κοινό της Ελλάδας αλλά και προβολή στο εξωτερικό,1 είναι η κατάργηση κάθε είδους στεγανών, γεγονός που καθιστά τη γραφή της Λαμπαδαρίδου πρωτοποριακή: στην πεζογραφία της -που μας ενδιαφέρει εδώ- η λογοτέχνης καταλύει τα όρια μεταξύ των ειδών του λόγου, καθώς αφενός συνθέτει τα πεζογραφήματά της σαν ποιήματα και αφετέρου αξιοποιεί τη λυρική πρόζα, που αποτελεί συνύπαρξη πεζού και ποιητικού λόγου· συνδυάζει, εξάλλου, λογοτεχνικά ρεύματα μεταξύ τους (λ.χ. γράφει ιστορικά-ρεαλιστικά-ονειρικά πεζογραφήματα) και τεχνικές της αφήγησης (λ.χ. η ρεαλιστική αφήγηση γεγονότων, οι περιγραφές τόπων, η εμβάθυνση σε αίτια και αφορμές γεγονότων και κίνητρα πολιτικών επιλογών συνυπάρχουν με τον υπερρεαλιστικό ονειρικό κόσμο που αξιοποιεί τη χρησμολογική γλώσσα, τις προφητείες, τους θρύλους, τους καταδέσμους και τα μαγικά αντικείμενα· η αφήγηση στο μυθιστορηματικό παρόν διακόπτεται από αναδρομές στο παρελθόν και προοικονομίες του μέλλοντος· οι θεατρικού τύπου διάλογοι εναλλάσσονται με εκτενή αφηγηματικά ή περιγραφικά μέρη, ενώ ο εσωτερικός μονόλογος συντροφεύεται από την ετεροδιηγητική, μηδενικής εστίασης αφήγηση κ.λπ.). Η Λαμπαδαρίδου καταργεί, έτσι, τα όρια μεταξύ των διαφόρων χρονικών βαθμίδων καθώς θεωρεί ότι όλα τα έργα της -ακόμη και τα ιστορικά- είναι ποίηση και υπάρχουν σε ένα μαγικό και αέναο παρόν που εμπεριέχει το παρελθόν και το μέλλον. Όπως γράφει η ίδια: «Στόχος μου είναι να δώσω τη ζωή στις αθέατες διαστάσεις της, να βρω τη σχέση της ανθρώπινης ψυχής με το αόρατο, αυτό που περιρρέει σαν μαγεία το ορατό, δίνοντας άλλες οπτικές και σημασίες στα πράγματα. Πιστεύω πως από αυτή τη “σχέση”, από το “αόρατο”, ξανοίγονται οι δρόμοι της αυτογνωσίας, οι ψυχογραφικοί δρόμοι των μυθιστορημάτων μου».2
Σ’ αυτό το πλαίσιο κινούνται τα πέντε ιστορικά πεζογραφήματα της Λαμπαδαρίδου: Η Μαρούλα της Λήμνου (1986), Η Δοξανιώ (1990), Νικηφόρος Φωκάς (1992), Πήραν την Πόλη, πήραν την (1996) και Το Ξύλινο Τείχος (2006).3 Στο πρώτο η συγγραφέας παρουσιάζει την ανδραγαθία της Λημνίας ηρωίδας Μαρούλας που ηγήθηκε Λημνίων και Ενετών κατά την αποτυχημένη πολιορκία του νησιού από τους Τούρκους στα 1478· στο δεύτερο, την ηρωική αυτοθυσία της Λημνίας Δοξανιώς, κατασκόπου των Βυζαντινών, όταν ο Νικηφόρος Φωκάς απελευθέρωσε την Κρήτη από τους Σαρακηνούς στα 961, και στο τρίτο, την ιστορία του ίδιου του Νικηφόρου Φωκά μετά την κατάληψη της Κρήτης και έως το θάνατό του· στο τέταρτο μυθιστόρημα διεκτραγωδεί τις τελευταίες μέρες της Κωνσταντινούπολης πριν τη μοιραία Άλωση του 1453 με επίκεντρο τη μορφή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ενώ στο πέμπτο, το ενδιαφέρον της μεταφέρεται στην Αρχαία Ελλάδα της εποχής των Μηδικών πολέμων.
Στο ρεαλιστικό επίπεδο περιγράφονται τα γεγονότα και οι χαρακτήρες, πραγματικοί και φανταστικοί, που έλαβαν μέρος σε αυτά· έτσι ο αναγνώστης γνωρίζει τη Λήμνο, την Κρήτη και τη Βασιλεύουσα της Βυζαντινής περιόδου, καθώς και τη ζωή στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας στην Αρχαιότητα του 6ου αι. π.Χ.4 Βαθύτερα, ωστόσο, τα μυθιστορήματα συνιστούν ψυχογραφήματα,5 επίπονες και επίμονες «μυητικές πορείες» προς την ωριμότητα: οι κεντρικοί ήρωες αλλά και διάφοροι δευτερεύοντες προχωρούν στη ζωή «πάσχοντες», βιώνουν δοκιμασίες, ακραίες καταστάσεις έρωτα και πόνου, απώλειας και μοναξιάς, κάνουν οριακές επιλογές κρίσιμες για τους ίδιους και το σύνολο· στόχος τους είναι να ανυψωθούν ηρωικά πάνω από την καθημερινότητα, να προσφέρουν τη ζωή τους στην Ελλάδα και στο θείο εκτελώντας ένα μυστικά προκαθορισμένο χρέος, να ξαναενωθούν με αγαπημένα πρόσωπα νεκρά ή ζωντανά· επιδιώκουν να φθάσουν τελικά στην αυτογνωσία και να βρουν τη γαλήνη συνειδητοποιώντας το νόημα της ζωής τους, πραγματώνοντας την ανθρώπινη ποιότητά τους, συνδεόμενοι μυστικά με το πεπρωμένο των ανθρώπων άλλων εποχών και αναγόμενοι στη Μία Ψυχή του Κόσμου και του Ανθρώπου.6 Έτσι ο μυθιστορηματικός λόγος της επικής, θρηνητικής ή λυρικής περιγραφής και αφήγησης, γίνεται μέσο μύησης των ηρώων, του αναγνώστη αλλά και της ίδιας της πεζογράφου στον ιδιόμορφο κόσμο της: «[] καίτοι ιστορικό μυθιστόρημα, λέω πως το έγραψα μυητικά», γράφει για Το Ξύλινο Τείχος, «και κάθε μυητική περιπλάνηση είναι ταυτόχρονα και αναγωγή της ψυχής στον εαυτό της, στην πολλαπλότητα της αυτογνωσίας της».7
Σημαίνουσα παράμετρο στα ιστορικά πεζογραφήματα της Λαμπαδαρίδου συνιστά η παρουσία της Λήμνου. Στις σελίδες τους αναδεικνύεται η Λήμνος του μύθου, γη του Ηφαίστου και των Καβειρίων Μυστηρίων, τόπος βασανισμού και ίασης του Φιλοκτήτη· αλλά και η Λήμνος της ιστορίας, με τη στρατηγική της θέση μπροστά στην είσοδο των Δαρδανελίων, με την πανάρχαια πόλη της Ηφαιστία, με το θεραπευτικό χώμα, τη «Λημνία γη»· κληρουχία των Αθηναίων, κτήση των Ρωμαίων, των Βενετών, των Γενουατών και των Τούρκων, τάφος της Αικατερίνης, συζύγου του τραγικού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, και του αγέννητου παιδιού τους· η αγροτοκτηνοτροφική, τέλος, Λήμνος με το περίφημο κρασί της, τις υπέροχες ακρογιαλιές της, τους δυνατούς ανέμους της (εξ ου και το αρχαίο προσωνύμιο «Ανεμόεσσα»), την ελάχιστη, χαμηλή βλάστηση του θυμαριού και της ακόνιζας και την ήρεμη φιλοξενία των κατοίκων της.
Κεντρικοί ήρωες των ιστορικών έργων της έχουν ένα βασικό χαρακτηριστικό, κοινό με τη συγγραφέα: τη λημνιακή καταγωγή και νοοτροπία.8 Αυτό το λογοτεχνικό εύρημα καθιστά τη Λήμνο παρούσα και στα πέντε έργα, με αποτέλεσμα ολόκληρη η υπόθεση (στη Μαρούλα της Λήμνου) ή μέρος της (στα υπόλοιπα τέσσερα) να εκτυλίσσεται στο γενέθλιο νησί. Η Λήμνος είναι, για τη Λαμπαδαρίδου, ο συγκαιρινός των γεγονότων τόπος, ο χώρος ως φορέας του μυθικού-ιστορικού παρελθόντος και των «σπόρων» του μέλλοντος, και, τέλος, οι ίδιοι οι επώνυμοι και ανώνυμοι Λήμνιοι της εκάστοτε εποχής που εξιστορεί. Στη Μαρούλα της Λήμνου το νησί κάνει την εμφάνισή του ήδη στον τίτλο του μυθιστορήματος, διατρανώνοντας, σε θέση γενικής κτητικής, την κατοχή της κεντρικής ηρωίδας. Στο βιβλίο, ωστόσο, οι δύο θηλυκές οντότητες του τίτλου «Μαρούλα-Λήμνος» προοδευτικά ταυτίζονται σε μια ενιαία ψυχή που περικλείει τον τόπο και τα πρόσωπα αποτελώντας η μία συμβολικό αντίστοιχο της άλλης. 9
Η Λήμνος -και ειδικότερα η περιοχή του Κότζινου με κύριες συνιστώσες το Κάστρο της, την τοποθεσία Αγιόχωμα με τον τάφο της Αικατερίνης και την ευρύτερη περιοχή του Πτέριν- εμφανίζεται σημασιακά πολύμορφη: χώρος πραγμάτωσης της ιστορίας συνδυασμένης, ωστόσο, άρρηκτα με το θρύλο,10 αλλά και τόπος σύμμετρος με τις αναζητήσεις των ηρώων, αρχέγονη μήτρα σύνδεσης των προσώπων μέσα στο χρόνο, πηγή μυστικής γνώσης του κόσμου, αυτογνωσίας και λύτρωσης· χώρος που, εν πολλοίς, «γεννά» μυθιστορηματικά τον ήρωα11 και όπου το «ιδιαίτερο», ευλογημένο από τη μοίρα άτομο, μελετώντας σε ατελείωτους περιπάτους την τοπογραφία,12 ζει το πέρασμα από την παιδική στην εφηβική ηλικία, τον έρωτα, την κατάκτηση της αυτοσυνείδησης και τον ηρωισμό.13 Με την αναφορά στην αρχαία Ηφαιστία η Λαμπαδαρίδου παρουσιάζει αναλυτικά μια αντίληψη βασικότατη για το σύνολο του έργου της: η «νεκρή πολιτεία» εξακολουθεί να ζει μυστηριακά ως έκφραση του μυστικού κώδικα των αριθμών και των σχημάτων, του νοήματος της ζωής, και περιμένει τη στιγμή να ξαναϋπάρξει, να καταργήσει το χρόνο όπως τον καταργεί η μνήμη, στη διάσταση της οποίας τα πάντα είναι ταυτόχρονα παρόντα.14 Έτσι υιοθετείται ένας ιδιόμορφος συνδυασμός ρεαλισμού και παγανιστικής-μυστικιστικής θέασης του νησιού ως χώρου αποκάλυψης των διαιώνιων μυστικών του κόσμου, της αλήθειας των γνωστικών, της ορφικής οδού που οδηγεί στο βάθος των πραγμάτων και στη γνώση του εαυτού.15
Σε αντίθεση με τον πληθωρικό λυρισμό των ποιημάτων της, η Λαμπαδαρίδου περιγράφει το λημνιό τοπίο με λιτότητα και με ένα μυστικιστικό ανιμισμό, ως σύμβολο του αδούλωτου φρονήματος των κατοίκων.16 Ο χώρος, μέτοχος και εκφραστής των ανθρώπινων συναισθημάτων, και οι απλοί άνθρωποι με τη φιλοξενία και την ευγένειά τους,17 τα έθιμα, τα ντόπια προϊόντα και τα αντικείμενα της καθημερινότητας αποδίδονται με συγκινητική τρυφερότητα, ενώ η σταδιακή αλλαγή του τοπίου με την προσθήκη καταυλισμών προσφύγων και την απώλεια της γαλήνης προοιωνίζεται με τους τρόπους της αρχαίας τραγωδίας την καταστροφή: το λημνιό παραδοσιακό πανηγύρι των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στις 21 Μαίου του 1478 στον Κότζινο, ως παγανιστική-χριστιανική γιορτή της άνοιξης, της ζωής και του έρωτα, γίνεται «ώρα θανάτου» κατά την τουρκική επίθεση, ενώ ο ίδιος ο χώρος ανθίσταται στη μετατροπή του σε φρικτό πολεμικό σκηνικό και τόπο κολάσεως.18 Τέλος, ο τόπος αποτελεί λίκνο του νεανικού πλατωνικού έρωτα και σύστοιχο των ερωτικών δοκιμασιών (το «γνώριμο αγαπημένο ακρογιάλι» γίνεται «νεκρό τοπίο» μπροστά στην απειλή του χωρισμού) που συνιστούν έναν ακόμη δρόμο επίπονης αυτογνωσίας· έτσι οι δύο ερωτευμένοι, η Μαρούλα και ο Μιχαήλ, φθάνουν κεκαθαρμένοι στην ένωση, έχοντας συνδεθεί, με τους σεφερικούς τρόπους της αφής της πέτρας και του μαρμάρου, με τη διαιώνια ψυχή του πάσχοντος ανθρώπου, αντιπροσωπευτικό σύμβολο της οποίας αποτελούν ο Φιλοκτήτης και η σπηλιά του.19
Το κατόρθωμα της Μαρούλας και η περήφανη άρνησή της να μεταβεί στη Βενετία ως σύζυγος Βενετού ευγενή προικοδοτημένη από την «αυτοκράτειρα των θαλασσών» -άρνηση στην οποία επανερχόμενες είναι οι αναφορές στον πεφιλημένο τόπο-20 επισφραγίζουν το δέσιμο με το νησί όπως φαίνεται από τους τίτλους που Λήμνιοι και Ενετοί τής αποδίδουν («Μαρούλα η Λημνία», «κόρη της Λήμνου», «Άγγελος του Κότζινου»). Το έργο τελειώνει κυκλικά: πεθαίνοντας ο Πορφύριος παραδίδει στο ζεύγος των Λημνίων ηρώων τα πολύτιμα χειρόγραφα με την ιστόρηση της Άλωσης της Πόλης και του ανδραγαθήματος της Μαρούλας·21 έτσι η Λήμνος γίνεται τελικά η κιβωτός της διαθήκης για την ανάσταση του Γένους.
Με το ταξίδι στη Λήμνο ενός μοναχού, του οσίου Αθανάσιου του Αθωνίτη, αρχίζει και η Δοξανιώ, που διαδραματίζεται στα χρόνια 956-961, 500 χρόνια πριν από τη Μαρούλα, και όπου ο χώρος της δράσης εμφανίζεται διευρυμένος: Λήμνος, Κρήτη και Βασιλεύουσα, οι τόποι του έργου – αλλά και οι τρεις πατρίδες της πεζογράφου.22
Τη Δοξανιώ, πρόσωπο του θρύλου, σύμβολο των ανώνυμων μαρτύρων του Βυζαντινού Μεσαίωνα,23 έπλασε και με τη βοήθεια της Λήμνου η Λαμπαδαρίδου, όπως και τη Μαρούλα.24 Γεννήτορας του ήρωα και συν-δημιουργός του μυθιστορηματικού του προσώπου, τόπος με την ιστορικο-θρυλική του διάσταση, χώρος μυστικών αποκαλύψεων25 και συνειδητοποίησης του ιερού χρέους,26 η Λήμνος είναι εδώ, επιπλέον, πρόξενος αγαπητικών σχέσεων με μη Λημνίους,27 συμβάλλοντας έτσι στη διεύρυνση του μυθιστορηματικού σύμπαντος. Οι Λήμνιοι χαρακτηρίζονται και εδώ από αδούλωτο φρόνημα, ευγένεια και ηρεμία, βρίσκονται ωστόσο σε κατάσταση υποτέλειας στους γαιοκτήμονες, είναι βασανισμένοι, συμβιβασμένοι ή οργισμένοι «κολίγοι». Η έφηβη Δοξανιώ, με τη σφραγίδα του τραγικού χρέους, περνά από παρεμφερείς με τη Μαρούλα δρόμους περιπλανήσεων στο νησί όπου ανακαλύπτει τον εαυτό της και τον άτυχο έρωτα για τον τραγικό Φοίβο. Με ανάλογους τρόπους υμνείται το λημνιό τοπίο και προετοιμάζεται η καταστροφή: «Στέκεται ο μοναχός μπρος στο χαμηλό πλινθόχτιστο σπίτι, με το κυκλικό προαύλιο, και μια μυρουδιά κυδωνιού κι αλεσμένου σιταριού και ξινής μυζήθρας τον συνεπαίρνει. Από τα χοντρά δοκάρια της στέγης κρέμονται με σχοινιά δυο τάβλες. Στη μια είναι το ψωμί, πάνω στην πινακωτή, και στην άλλη αρμαθιές τα κρεμμύδια και τα σκόρδα, το φλασκί με το ξινόγαλο, μια κομμένη κόκκινη κολοκύθα κι ένας ξύλινος κάδος με μούστο, που κρέμεται από το σχοινί»: 28 η ωραιότατη εικόνα του σπιτιού της Δοξανιώς είναι η Λήμνος της ειρήνης, η οποία θα καταλυθεί σε λίγο μέσα στο κούρσεμα που με αλλεπάλληλες αναφορές προετοιμάζεται.
Το φωτεινό, ήρεμο τοπίο της γιορταστικής Λήμνου όπου συνυπάρχουν οι θρησκείες και οι διαστάσεις του χρόνου κυοφορώντας, ωστόσο, την καταστροφή, αντιτίθεται τόσο με τις εικόνες του «βιασμού» του και της ερήμωσης που ακολουθούν όσο και με το αιματοβαμμένο τοπίο της Κρήτης και το αμαρτωλό παρασκήνιο των γεγονότων, τη Βασιλεύουσα, τόπο ραδιουργιών και ερωτικών μηχανορραφιών. Μετά το κούρσεμα και τη μεταφορά της δράσης στα άλλα κέντρα, η Λήμνος θα λειτουργήσει διαφορετικά: το νησί, μέσω της μνημονικής λειτουργίας και της φαντασίας και ταυτισμένο με το γονιό -ιδίως τη μάνα- συνιστά για τους σκλαβωμένους ήρωες κίνητρο αντίστασης, φιλοπατρίας και ηρωισμού, λόγο διατήρησης της προσωπικής και εθνικής συνείδησης και τρόπο περήφανου αυτοπροσδιορισμού.29 Μέσα στη σκλαβωμένη Κρήτη, η Λήμνος-πατρίδα-μάνα-ευεργέτιδα ταυτίζεται με ένα δισκίο Λημνίας Γης, με ένα γράμμα που αποστέλλουν κρυφά στους δικούς τους τα πρόσωπα, με τους ήρωες τους ίδιους·30 η επιστροφή σ’ αυτήν γίνεται ιερό χρέος που, μολονότι η Δοξανιώ και ο Βασίλειος δεν θα μπορέσουν να επιτελέσουν, θα το κάνουν άλλοι, Λήμνιοι και μη, για χάρη τους.31 Οι Λήμνιοι ήρωες, η Δοξανιώ, ο Θεοδόσιος, ο Βασίλειος, ο Λύκιος, ο Φοίβος, στέκονται επάξια δίπλα στη μεγάλη μορφή του Νικηφόρου Φωκά και η Λήμνος, τελικά, αναγορεύεται σε συνελευθερωτή της Κρήτης.
Στον πρόλογο του Νικηφόρου Φωκά υπογραμμίζεται ότι πρόκειται για συνέχεια της Δοξανιώς: έτσι, μολονότι πρόκειται για το βίο και την πολιτεία του μεγάλου στρατηλάτη στα έτη μετά την πτώση της Κρήτης και έως το θάνατό του, το έργο είναι, παράλληλα, η ιστορία του αδελφού της Δοξανιώς, του Λήμνιου Θεοδόσιου Σγουρομάλλη.
Και πάλι οι τόποι εκτύλιξης του μυθιστορήματος είναι τρεις (Μ. Ασία με κέντρο τη Βασιλεύουσα, Άθως, Λήμνος). Η Λήμνος ως τόπος της δράσης έχει μικρή παρουσία, εσωτερικοποιείται ωστόσο μετατρεπόμενη σε «σημάδι ψυχής»: είναι η ευλογία της μητέρας του Θεοδόσιου, το σημάδι της ώχρας στο μέτωπο του ήρωα, η σφραγίδα της δωρεάς – ο Θεοδόσιος πλέον, μετά το θάνατο της μητέρας του φεύγει από το νησί κουβαλώντας το στα κύτταρά του.32 Στο εξής ο ρόλος του «ιδιαίτερου» Λημνιού -πάντοτε ως Λήμνιος από τον Άγ. Αλέξανδρο αυτοπροσδιορίζεται- στο πλάι τού Νικηφόρου Φωκά διαγράφεται σημαντικότατος σε όλα τα γεγονότα της ζωής του στρατηλάτη, καθώς είναι υποστηρικτής και στρατιώτης του αλλά και φωνή της συνείδησής του, ο χαρισματικός απεσταλμένος του πνευματικού του πατέρα Αθανάσιου· ο Θεοδόσιος αναδεικνύεται σε μεγάλο νεο-ρομαντικό ήρωα με ευγενική ψυχή και αντιπολεμικά αισθήματα, που κέρδισε την εκτίμηση ακόμη και του Διγενή Ακρίτα. Η Λημνιακή ρίζα του Θεοδόσιου θα ενωθεί με την Κρητική και Ισλαμική καταγωγή της συζύγου του, της Ρόδο, φέρνοντας στον κόσμο τον Πορφύριο Σγουρομάλλη, με το σημάδι στο μέτωπο και την ευωδιά της μητέρας του, μια σύνθεση φυλών και πολιτισμών, έναν Διγενή· και ο μόνος κατάλληλος τόπος για να μεγαλώσει αυτό το σπάνιο παιδί ώστε να μην γίνει πολεμιστής, είναι η Λήμνος, στην οποία επιστρέφει ο Θεοδόσιος με το γιο του μετά τη δολοφονία του Νικηφόρου Φωκά.33 Έτσι το νησί γίνεται φορέας του ανθρωπιστικού φιλειρηνικού μηνύματος της ένωσης των λαών· γίνεται, όμως, και τόπος επανεκκίνησης της περιπέτειας όταν η επιστροφή, στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, οδηγεί σε εκούσιο ταξίδι του νέου Πορφύριου για τη γνωριμία του με τον κόσμο.34
Ο Μοναχός Νικώνιος-Πορφύριος Σγουρομάλλης από τον Άγ. Αλέξανδρο της Λήμνου είναι ο αφηγητής των γεγονότων των τελευταίων ημερών πριν από την Άλωση του 1453 στο εκτενές μυθιστόρημα Πήραν την Πόλη, πήραν την Απόγονος του Θεοδόσιου και της Ρόδο -οι γονείς του, όπως και ο ίδιος, φέρουν τα ονόματα των μακρινών προγόνων τους- έχει το ίδιο σημάδι της ώχρας στο μέτωπο και την ευωδία στο σώμα με τον Πορφύριο του Νικηφόρου Φωκά 500 χρόνια αργότερα, ώστε γίνεται «μάρτυρας του αίματος» -γι’ αυτό και συγγράφει το χρονικό της Άλωσης- αλλά και πατέρας του ελευθερωτή της Πόλης Κωνσταντίνου σύμφωνα με τις προφητείες. Η εξιστόρηση του «τότε», των γεγονότων της Άλωσης, διαπλέκεται πυρετικά με το «τώρα» της αφήγησης, το μοναχικό βίο του Πορφυρίου στη Λήμνο. Η εφηβική του ηλικία στο νησί με τη γνωστή μας, πλέον, τοπογραφία (Άγ. Αλέξανδρος, Ηφαιστία, Καβείριο, σπηλιά Φιλοκτήτη, Μύρινα κ.λπ.) ως κατοπτρισμό τού επέκεινα κόσμου αλλά και του βάθους της συνείδησης, τοποθετείται στην αρχή του έργου.35 Η Λήμνος γίνεται για άλλη μια φορά τόπος της μοίρας, αφού ο αφηγητής-ήρωας συναντάται με τον ήρωα της αφήγησής του, το μαρτυρικό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, κατά την ταφή της Αικατερίνης και του πατέρα τής μετέπειτα συζύγου του Ελένης Σοφού στο Αγιόχωμα τη μέρα της εξόρυξης της «Λημνίας Γης», και ταυτίζεται, μέσα από την απώλεια της μητέρας του, με τον αυτοκράτορα.36 Έτσι, όπως και στον Νικηφόρο Φωκά, το έργο γίνεται συγχρόνως η ιστορία του Παλαιολόγου αλλά και του Πορφύριου Σγουρομάλλη. Εραστής της λημνιακής γης, που ταυτίζεται με την ηλικία της αθωότητας και τη νεκρή μητέρα του, την εγκαταλείπει εκούσια προκειμένου να στρατευθεί εναντίον των εχθρών στο πλάι του Παλαιολόγου, μεταφέροντας, ωστόσο, το νησί μέσα του και μέσα στον αυτοπροσδιορισμό του.37 Και πάλι, στη Λήμνο επιστρέφει και μονάζει μετά την Άλωση,38 στο χώρο των Καβειρίων, με την ψυχολογία του εγκαταλελειμμένου Φιλοκτήτη, του πάσχοντος ανθρώπου· η Λήμνος είναι ο τόπος όπου πρέπει να μεταφερθεί και να φυλαχθεί ο γιος του, ο «εκλεκτός», μετά την Άλωση, ο τόπος επανένωσης της ιερής οικογένειας· είναι το σπίτι-σύμβολο του χαμένου οικογενειακού παραδείσου και της μάνας,39 είναι ο τόπος του μαρτυρίου και της λύτρωσης του ήρωα, η μυστηριακή γη της ίασης με τη συμπαντική δύναμη των Καβειρίων μυστηρίων, η πατρίδα του ελευθερωτή της Πόλης. Στο έργο «ανακεφαλαιώνονται» οι «ρόλοι» της Λήμνου των πεζογραφημάτων που προσεγγίσαμε, και επανεμφανίζονται, ονειρικά ή πραγματικά, τα περισσότερα πρόσωπα που συναντήσαμε από τη Δοξανιώ έως τη Μαρούλα.40
Με ένα χρονολογικό άλμα η Λαμπαδαρίδου παρουσιάζει τα γεγονότα των Περσικών πολέμων και τη ζωή στην αρχαία Ελλάδα στο Ξύλινο Τείχος, αλλά και τη ζωή του αφηγητή, του δούλου από τη Λήμνο Αλκαμένη, γιου του Λυκία και της Χρυσηίδας, από το βασιλικό οίκο των Ευνηιδών, που, σαν τη Δοξανιώ, τον αιχμαλώτισαν παιδί οι Πέρσες κατά την κατάκτηση του νησιού. Στο αφήγημα ο Αλκαμένης περιπλανιέται στις βασικές ελληνικές πόλεις, σε μια απομάκρυνση από το αγαπημένο νησί για να εκδικηθεί τους Πέρσες και να βρει τον δίδυμο αδελφό του Θόα και την αγαπημένη του Ιππολύτη με το γιο τους – τότε μόνο θα μπορέσει να επιστρέψει.41 Η Λήμνος τής αρχαιότητας, με την τοπογραφία, την καθημερινότητα και την ιστορία της, υπάρχει διά της μνήμης και της νοσταλγίας, πατρίδα της ψυχής, τελευταία παρήγορη σκέψη πριν το θάνατο,42 παρούσα διά του μαρτυρίου της μέσα σε ανάδρομη αφήγηση,43 τρόπος αυτοπροσδιορισμού, ταυτισμένη για πολλοστή φορά με τη νεκρή μητέρα -αλλά και με τον αδελφό- του ήρωα. Κυριότατα, όμως, είναι ταυτισμένη με τη Λημνιακή τριήρη «Ανεμόεσσα», που, κατά την ιστορική μαρτυρία του Ηροδότου, ήταν η μόνη που αυτομόλησε από τον περσικό στόλο στο στόλο των Ελλήνων, και, με τριήραρχο το χαμένο αδελφό τού Αλκαμένη και επικεφαλής τον παιδικό του φίλο Αντίδωρο, γίνεται σύμβολο της γενναιότητας των Λημνίων.44 Τελικά, ο περιπλανώμενος, «άπολις» ήρωας, παιδί του καιρού του και μάρτυρας της ιστορίας,45 εγκαταστημένος στην Αθήνα, δεν επιστρέφει στη Λήμνο· επισκέπτεται, όμως, το Νεκυιομαντείο για να επικοινωνήσει με τους αγαπημένους του Λήμνιους νεκρούς – δεν είναι άραγε και αυτό ένα είδος επιστροφής;
Χώρος αυτο-συνείδησης των προσώπων, σκηνικό εξέλιξης των γεγονότων, ομηρική Ιθάκη, σύμβολο της ευρύτερης ελληνικής πατρίδας, ορφικός προορισμός ή έκφραση της αληθείας των γνωστικών, μυθιστορηματικός τόπος δικαίωσης και ανα-βίωσης των ηρώων,46 η Λήμνος αναδεικνύεται σε κεντρική σημαίνουσα για την οποία αξίζει να θυσιαστούν ή στην οποία τείνουν να επιστρέψουν, πραγματικά ή διά της νοσταλγίας και του ονείρου, οι χαρακτήρες των ιστορικών έργων της Λαμπαδαρίδου. Η Δοξανιώ, ο Θεοδόσιος, ο Πορφύριος-Νικώνιος, η Μαρούλα, ο Αλκαμένης και οι υπόλοιποι Λήμνιοι ήρωες «επιστρέφουν» με διάφορους τρόπους στη Λήμνο διατρανώνοντας την αγάπη τους για την ιδιαίτερη πατρίδα· ακόμη και όσοι δεν είναι Λήμνιοι, διά του ερωτικού ή φιλικού δεσμού με τους Λήμνιους ήρωες, συνδέονται αγαπητικά με το νησί. Πίσω και διαμέσου όλων αυτών των φορέων του νόστου αυτός που «επιστρέφει» τελικά διά της Τέχνης είναι η ίδια η συγγραφέας, η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, η «Μαίρη» της Λήμνου· αυτή, που άφησε στη νεότητά της το νησί για να ζήσει -«ιδιαίτερο άτομο» κι εκείνη σαν τα πρόσωπα των έργων της- την περιπέτεια της ζωής, του έρωτα, της γνώσης και της ανθρώπινης και καλλιτεχνικής ολοκλήρωσης· δεν έπαυσε όμως ποτέ να φέρει στα κύτταρά της την «φιλτάτην νήσον», να ταυτίζεται μαζί της, μύστης και πρωθιέρειά της, και να την μεταστοιχειώνει ποιητικά, πεζογραφικά και θεατρικά:47
Σε είδα, Λήμνος / Μαρμαρυγή από μνήμες που αναδεύονται / [] / Την εγκοσμιότητά μου περιφέροντας στα εφήμερα τοπία σου / Κύκλια κίνηση του αιώνιου! // Σε είδα, Λήμνος / Των αιμάτων τη μοίρα να τυλίγεσαι / Και περήφανη το θάνατο να καταργείς / Όρθια πάνω στη χαίτη των κυμάτων / Ξανά και ξανά το θάνατο αναιρώντας / Κύκλια ανάβαση στης φυλής μου τη δόξα. // Σε είδα / Μούσα ξανά να υψώνεις καιρούς νέους / [] / Εγώ που κύλησα αιώνες μέσα στη γη σου / Να βρω τα βουλιαγμένα λόγια / [] Εγώ που έζησα στην καρδιά του ήλιου σου / Και στη νύχτα του μύθου // Σε είδα/ Λευκή και κυματόζωστη / Από τη νύχτα του θρύλου σου ν’ αναδύεσαι / [] // Έτσι σε κουβαλώ / Μια διαφάνεια υδάτινη / Στον εγκόσμιο χρόνο μου / Εγώ / Γη από τη γη σου / Λιθάρι φθαρτό από το βράχο σου / Και τις νύχτες οι καιροί κυλιόμενοι στα μάτια μου / Την ψυχή σου / Μνήμες ακοίμητες / Ξεδιπλώνουν. // [].48
Δημοσιεύτηκε στο Αφιέρωμα, Θέματα Λογοτεχνίας, τεύχος 39, 2008
Η Δέσποινα Ι, Δούκα είναι πανεπιστημιακή διδάκτωρ και κριτικός λογοτεχνίας
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Για τις αλλεπάλληλες εκδόσεις έργων της βλ. τους ενημερωτικούς πίνακες στα βιβλία της.
2. Εσώφυλλο του οπισθοφύλλου τού: Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Πήραν την Πόλη, πήραν την Μυθιστόρημα, 16η έκδοση, Κέδρος, χ.χ. [= Αθήνα 2007, 1η έκδ. 1996].
3. Οι παραπομπές μας στο εξής θα γίνονται στους τόμους: α) Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Η Μαρούλα της Λήμνου, Μυθιστορηματική Βιογραφία, Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών, 20η χιλιάδα, Κέδρος, χ.χ. [= 14η έκδ., Αθήνα 2007, 1η έκδ. 1986], β) , Η Δοξανιώ, Ιστορικό Μυθιστόρημα, 13η χιλιάδα, Κέδρος χ.χ. [= 11η έκδ., Αθήνα 2006, 1η έκδ. 1990], γ) , Νικηφόρος Φωκάς, Μυθιστορηματική Βιογραφία, 7η έκδοση, Κέδρος, χ.χ. [= 2003, 1η έκδ. 1992], δ) , Πήραν την Πόλη, πήραν την, ό.π., ε) , Το Ξύλινο Τείχος. Η στρατηγική ευφυΐα του Θεμιστοκλή στη ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ., Μυθιστόρημα, 13η χιλιάδα, Κέδρος, χ.χ. [= 7η έκδ., Αθήνα 2007, 1η έκδ. 2006]. Η Μαρούλα της Λήμνου και ο Νικηφόρος Φωκάς χαρακτηρίζονται στα εξώφυλλά τους και ως «ιστορικά μυθιστορήματα».
4. Στη γοητευτική παρουσίαση τόπων και γεγονότων συμβάλλει αναμφίβολα το γεγονός ότι η Λαμπαδαρίδου, παρά την έμφαση που δίνει στη διαισθητική προσέγγιση, μελετά ευσυνείδητα το ιστορικό πλαίσιο των συμβάντων που μεταπλάθει λογοτεχνικά.
5. Έτσι τα χαρακτηρίζει και ο Λ.Δ. Βελιαρούτης στο βιβλίο του: Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου. Η ζωή και το έργο της, Αθήνα 1995, σελ. 147-153 και 165-171.
6. Το ίδιο και η συγγραφέας: «Εκείνο που μ’ ενδιαφέρει πρώτα είναι να μάθω τι σημαίνει η ύπαρξή μου μέσα στον κόσμο []. Όσο γερνώ τόσο περισσότερο μ’ ενδιαφέρει να μάθω τι σημαίνει η εφημερότητά μου, ποιο είναι το όνειρο, αυτό το μεταφυσικό όνειρο που αποτελεί το υλικό της ύπαρξής μου. Ένα “υλικό” φορτισμένο αιώνων μυστικισμό. Είναι μαγικό και μαζί επώδυνο να προσπαθείς να αποσυμβολίσεις, να απομαγνητίσεις αυτόν τον μυστικισμό []». (Συνέντευξη στον Αστέριο Λουκά, εφ. Αγγελιοφόρος, Θεσσαλονίκη, 1999· βλ. τώρα, Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Μαζεύω τα υπάρχοντά μου, Έντεκα ποιητικές συλλογές και τέσσερα συν τέσσερα ανέκδοτα ποιήματα, Κέδρος χ.χ. [= Αθήνα 2007], σελ. 103-104).
7. Το Ξύλινο Τείχος, ό.π., σελ. 607, «Ιστορικές πηγές και ευχαριστίες».
8. Στην πρωτεύουσα του νησιού Μύρινα γεννήθηκε και έζησε την εφηβεία και τη νεότητά της η Λαμπαδαρίδου.
9. Ως έμψυχη έκφραση του νησιού συνήθιζαν πάντοτε να βλέπουν οι κάτοικοι της Λήμνου τη Μαρούλα – «κανόνας» στον οποίον έδωσε λογοτεχνική μορφή η Λαμπαδαρίδου εκφράζοντας την τοπική ψυχή.
10. Με παρεμβολές η Λαμπαδαρίδου ενδύεται το μανδύα του αντικειμενικού παρόχου ιστορικών πληροφοριών αλλά και του μυστικιστή, όταν περιγράφει λ.χ. τα κάστρα της Λήμνου -στην αρχιτεκτονική των οποίων αξιοποιήθηκε κατά τη συγγραφέα ο μυστικιστικός εξάκτινος αστήρ και ο τριγωνισμός του χώρου ως έκφραση της αναλογίας της υπερβατικής πραγματικότητας του σύμπαντος- ή ακόμη και του προφήτη των εξελίξεων διά στόματος κεντρικών ηρώων, που αφηγούνται γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας του νησιού συνάγοντας δυσοίωνα συμπεράσματα για το μέλλον (βλ. λ.χ. Η Μαρούλα της Λήμνου, ό.π., σελ. 45-47, 65-66, 85-86, 134-135 κ.λπ.).
11. Βλ. την εξομολόγηση της Λαμπαδαρίδου: «Τα στοιχεία που είχα ήταν ελάχιστα. Έπρεπε να σεβαστώ την ιστορία. Προσπάθησα να πλάσω μυθιστορηματικά το πρόσωπό της, να το ζήσω, να το δω, να περπατήσω πάνω στο ίδιο ερειπωμένο κάστρο του Κότζινου» (Η Μαρούλα της Λήμνου, ό.π., εσώφυλλο του οπισθοφύλλου).
12. Βλ. Η Μαρούλα της Λήμνου, ό.π., σελ. 18. Αξιοπρόσεκτη είναι η ομοιότητα των σχετικών χωρίων με εξομολογήσεις τής Λαμπαδαρίδου για τη δική της εφηβεία στη Λήμνο στον αυτοβιογραφικό τόμο Μαζεύω τα υπάρχοντά μου, ό.π., passim.
13. Πέρα από την ιστορική του διάσταση, το έργο μπορεί εμφανώς να διαβαστεί ως μυθιστόρημα εφηβείας – το ίδιο ισχύει και για τη Δοξανιώ και για τον Νικηφόρο Φωκά (σε σχέση με τον ήρωα του έργου Θεοδόσιο). Προφανώς αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι εκδόσεις «Κέδρος» ενέταξαν τα τρία πεζογραφήματα, ως τριλογία, στη σειρά της Εφηβικής Λογοτεχνίας.
14. Η Μαρούλα της Λήμνου, ό.π., σελ. 76-82. Με τη μυστικιστική διάσταση της Ηφαιστίας ασχολείται η Λαμπαδαρίδου και στο ομώνυμο ποίημα από τη συλλογή Μικροί Κόσμοι· βλ. τώρα: Μαζεύω τα υπάρχοντά μου, ό.π., σελ. 100-101.
15. Για τη σχέση της Λαμπαδαρίδου με τη διδασκαλία του Ηράκλειτου, του Πλάτωνα και των ορφικών πολλά έχουν γραφεί από την ίδια και από τους μελετητές της· βλ. δικές της εξομολογήσεις και αποσπάσματα κριτικών στον τόμο Μαζεύω τα υπάρχοντά μου, ό.π., passim, και Βελιαρούτης, ό.π., passim. Για τη σχέση της με τους γνωστικούς, όπως διαφαίνεται και από την ενασχόλησή της με τον Μπέκετ, βλ. Μαζεύω τα υπάρχοντά μου, ό.π., σελ. 222-223.
16. Λ.χ. η Μαρούλα λέει για το Κάστρο του Κότζινου διαισθανόμενη το ρόλο που θα παίξει στη ζωή του νησιού και στη δική της, αφού εκεί θα γίνει η σύγκρουση με τους Τούρκους όπου θα χάσει τον πατέρα της και θα αναδειχθεί ηρωίδα αλλά και όπου θα της προτείνουν και θα αρνηθεί το γάμο με Βενετό ευγενή: «Έχει δεθεί πια με τη ζωή μας. Με τη μοίρα του τόπου» – «Είναι δεμένο με την ψυχή του τόπου. [] Δυνατό. Κρύβει μια άγρια ψυχή, που δε θ’ αφήσει τον Τούρκο να το πατήσει» (Η Μαρούλα της Λήμνου, ό.π., σελ. 18 και 63-64).
17. Χαρακτηριστικός ο λαϊκός οιωνοσκόπος μπαρμπα-Τσέλιος με τη λημνιά ιδιωματική του έκφραση.
18. Η Μαρούλα της Λήμνου, ό.π., σελ. 143-172, 176-180.
19. Η Μαρούλα της Λήμνου, ό.π., σελ.253-258, 260-261. Ευδιάκριτος είναι ο συγκεκριμένος συμβολισμός του Φιλοκτήτη στο ποίημα «Φιλοκτήτης» από τη συλλογή Συναντήσεις· βλ. τώρα: Μαζεύω τα υπάρχοντά μου, ό.π., σελ. 23.
20. «Να είμαι αντάξιο τέκνο της πατρίδας μου», «το καθήκον μου προς την ιερή πατρίδα μου»· πρβλ. και τα σχόλια για την απάντηση της Μαρούλας: «Δεν ήθελε να εγκαταλείψει την πατρίδα της, τους τάφους των προγόνων της, τη γη της, για να ξενιτευτεί, να ζήσει πλούσια και επιλήσμων Κι ίσως, ούτε ήθελε να παντρευτεί έναν ξένο κατακτητή του τόπου της», «Κι ίσως, στο πρόσωπο της Μαρούλας, μετρούσε το μέγεθος της υπερηφάνειας και του ήθους, που έβγαινε μέσα από αιώνων πνευματική κληρονομιά» (Η Μαρούλα της Λήμνου, ό.π., σελ. 244-245).
21. Η Μαρούλα της Λήμνου, ό.π., σελ. 267-269.
22. Πατρίδα του πατέρα της Λαμπαδαρίδου είναι η Ιωνία· από εκεί ήλθε πρόσφυγας στη Λήμνο όπου δημιούργησε οικογένεια με τη Λημνία σύζυγό του. Η Κρήτη είναι η πατρίδα του συζύγου τής λογοτέχνιδας Μίνωα Πόθου, για την οποία επίσης διαφαίνεται η αγάπη της Λαμπαδαρίδου.
23. Η Δοξανιώ, ό.π., σελ. 10, Πρόλογος.
24. «Για τα νησιά και τα ελληνικά παράλια είναι αυτή η πιο αιματηρή περίοδος, η πιο άγρια, για την οποία πολύ λίγα στοιχεία μάς άφησε η Ιστορία. Κι εγώ θέλησα να ζωντανέψω τούτο ακριβώς το κομμάτι του χρόνου, το σκοτεινό και άγριο, να βυθιστώ μέσα στον καιρό, ν’ ανασύρω το θρήνο και το μεγαλείο, τα πρόσωπα εκείνα, τα ανώνυμα, που υπήρξαν πριν από μένα στη δική μου γη» (Η Δοξανιώ, ό.π., σελ. 9-10, Πρόλογος).
25. Το κέντρο των γεγονότων, η πολίχνη Άκεσα και η κωμόπολη Άγ. Αλέξανδρος, η αρχαία Ηφαιστία, το Καβείριο και η πηγή του Λύκιου Απόλλωνα συνδυάζουν την αρχαία με τη βυζαντινή ιστορία εξασφαλίζοντας μυστικά τη συνέχεια στο χρόνο και τη σφραγίδα της ελληνικότητας του νησιού. Εξάλλου, οι παγανιστικο-χριστιανικές τελετουργίες αφενός κατά την εξόρυξη της Λημνίας γης στη γιορτή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα στις 6 Αυγούστου και αφετέρου στη γιορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στις 21 Μαΐου λειτουργούν σε τραγική αντιθετική σχέση με την καταστροφή που ακολουθεί, όπως προσημειώσαμε. Μάλιστα, κατά τη γιορτή των Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης συμβαίνει τόσο η απόβαση των Τούρκων στη Μαρούλα της Λήμνου όσο και το κούρσεμα από τους Σαρακηνούς στη Δοξανιώ!
26. Μπροστά στο εξαίσιο δειλινό της Μύρινας με φόντο τον Άθωνα ο Αθανάσιος ο Αθωνίτης αντιλαμβάνεται το «χρέος» του να κάνει τον Άθωνα «Ιερό Όρος» (Η Δοξανιώ, ό.π., σελ. 25).
27. Λ.χ. ο Αθανάσιος Αθωνίτης συνδέεται με αδελφική φιλία με το Λήμνιο ιερέα και κολίγο Βασίλειο Σγουρομάλλη, ο ερωτευμένος με τη Δοξανιώ Αλέξιος δένεται με το νησί μέσω του έρωτά του κ.λπ.
28. Η Δοξανιώ, ό.π., σελ. 24.
29. «Είμαι από τη Λήμνο» δηλώνουν κατ’ επανάληψη με περηφάνια οι Λήμνιοι ήρωες.
30. «Ο Λύκιος! [] λέει πάλι, ξαφνιασμένος, η Λήμνος στο στρατόπεδο του Νικηφόρου!» (Η Δοξανιώ, ό.π., σελ. 279).
31. Το τελευταίο κεφάλαιο του έργου επιγράφεται «Ο Γυρισμός» (ό.π., σελ. 333-340) όπου όλοι οι επιβιώσαντες ήρωες, μαζί και ο μοναχός Αθανάσιος, επιστρέφουν στη Λήμνο – με το γνωστό μας από τη Μαρούλα της Λήμνου κυκλικό σχήμα της αφήγησης.
32. Νικηφόρος Φωκάς, ό.π., σελ. 23-27. Την ίδια «κυτταρική μνήμη» διαθέτει και η συγγραφέας: «Όμως εγώ νοσταλγώ το θαλασσόβραχό μου και τη μυρουδιά της αλισάχνης. Η νοσταλγία είναι αβάσταχτη. Νόμιζα πως όλα αυτά τα έχασα για πάντα. Και δεν ήξερα [] πως, φεύγοντας από το νησί, θα το έπαιρνα μαζί μου. Για πάντα» (Μαζεύω τα υπάρχοντά μου, ό.π., σελ. 49).
33. Νικηφόρος Φωκάς, ό.π., σελ. 260-261.
34. Νικηφόρος Φωκάς, ό.π., σελ. 271-274.
35. Πήραν την Πόλην, πήραν την, ό.π., σελ. 11-15.
36. Πήραν την Πόλην, πήραν την, ό.π., σελ. 16-18. Το μυστικό βάθος αυτής της ταύτισης αποκαλύπτει από άλλους δρόμους το ποίημα «Μοναχού Πορφυρίου Μάρτυρος Θρήνος», Μαζεύω τα υπάρχοντά μου, ό.π., σελ. 408-412.
37. Πήραν την Πόλην, πήραν την, ό.π., σελ. 18-20. Στην αιματοβαμμένη Βασιλεύουσα η Λήμνος υπάρχει σαν θύμιση και παρουσία της νεκρής μητέρας του Πορφύριου και σαν όνειρο μετάβασης που βοηθά τον Πορφύριο και τον Ιουστινιάνη να επιβιώσουν.
38. «[] μόνον αυτός ο τόπος υπήρχε μέσα στην καρδιά μου, αυτή η μακρινή πατρίδα η χρυσαφένια, που στα ευγενικά τοπία της κρατούσε ανέγγιχτες τις μνήμες τις γλυκιές της εφηβείας μου []» (Πήραν την Πόλην, πήραν την, ό.π., σελ. 88).
39. Εντυπωσιακές είναι οι ομοιότητες στις αναφορές του Πορφύριου στο σπίτι του με τις ανάλογες της Λαμπαδαρίδου στο δικό της σπίτι σε πεζά και ποιητικά της κείμενα.
40. Γι’ αυτό θα προτείναμε στον αναγνώστη των τεσσάρων πεζογραφημάτων της Λαμπαδαρίδου να τα διαβάσει ακολουθώντας τη χρονολογική σειρά των γεγονότων που διαδραματίζονται στα έργα και όχι τη σειρά συγγραφής των έργων. Διαβάζοντας τη Δοξανιώ, τον Νικηφόρο Φωκά, το Πήραν την Πόλη, πήραν την και τη Μαρούλα της Λήμνου θα διαπιστώσει πως πρόκειται, από πολλές πλευρές, για μια τετραλογία όπου η Λήμνος έχει σημαίνοντα ρόλο: η Δοξανιώ εξαναγκάζεται να φύγει από το νησί, ο Θεοδόσιος και ο Πορφύριος-Νικώνιος αγωνίζονται να επιστρέψουν σ’ αυτό, η Μαρούλα αποφασίζει να αγωνιστεί και να παραμείνει στη Λήμνο. Εκτός από την πολύσημη παρουσία της Λήμνου στα τέσσερα έργα, ως υποστηρικτικούς της πρότασής μας λόγους θεωρούμε: α) το ότι αυτά «καλύπτουν» τη Βυζαντινή Ιστορία της Ελλάδας -και της Λήμνου- μιας συνεχόμενης περιόδου, των ετών 957-1478, β) το ότι ήρωες, απόγονοι ή συγγενείς τους εμφανίζονται σε περισσότερα του ενός έργα εξασφαλίζοντας την αίσθηση της συνέχειας των μυθιστορημάτων, γ) το ότι πρόσωπα με αξιοπρόσεκτες ομοιότητες εμφανίζονται σε αυτά όπως η Δοξανιώ και η Μαρούλα (μάλιστα, η πρώτη γίνεται πρότυπο ηρωισμού για τη δεύτερη, βλ. Η Μαρούλα της Λήμνου, ό.π., σελ. 52-53, το κεφ. «Η Δοξανιώ»), ο πατέρας της Δοξανιώς, πατήρ Βασίλειος Σγουρομάλλης, και ο πατέρας της Μαρούλας, Ισίδωρος Κομνηνός, ή οι μοναχοί Πορφύριος Νοταράς στη Μαρούλα της Λήμνου και Πορφύριος-Νικώνιος Σγουρομάλλης στο Πήραν την Πόλην, πήραν την, δ) το ότι όλα διαπνέονται από τα ιδεώδη της φιλοπατρίας, του αγνού και απόλυτου έρωτα, των αγαπητικών σχέσεων του ζεύγους και της οικογένειας, κ.λπ., ε) το ότι υιοθετούνται παρεμφερείς τρόποι έναρξης-λήξης (λ.χ. Η Μαρούλα της Λήμνου, Η Δοξανιώ και το Πήραν την Πόλην, πήραν την ξεκινούν με την εμφάνιση και τον εσωτερικό μονόλογο ενός μοναχού), στ) το ότι όλα -όπως και το Ξύλινο Τείχος- αφιερώνονται στο γιο της λογοτέχνιδας Εμμανουήλ, κ.ά.
41. Το Ξύλινο Τείχος, ό.π., σελ. 16-21.
42. Το Ξύλινο Τείχος, ό.π., σελ. 30.
43. Το Ξύλινο Τείχος, ό.π., σελ. 32-35.
44. «Η Λήμνια Ανεμόεσσα αναστατώνει τη σκέψη μου. Είσαι εδώ, λοιπόν, λέω. Η μακρινή ξεχασμένη πατρίδα ήρθε να πολεμήσει με τους συμμάχους, περιφρονώντας τον δυνάστη βάρβαρο» (Το Ξύλινο Τείχος, ό.π., σελ. 256).
45. Το Ξύλινο Τείχος, ό.π., σελ. 356.
46. «Να ζητάς να ανασύρεις τα πρόσωπα που υπήρξαν πριν από σένα στη δική σου γη, για να τους δώσεις το αίμα σου, το πάθος, το ρίγημα της ψυχής σου. Κι ύστερα, για να ζήσεις μαζί τους τη θυσία, το μεγαλείο της πράξης. [] Οι ψυχές αγρυπνούν στη μοναξιά του χρόνου. Περιμένουν» (Η Δοξανιώ, ό.π., εσώφυλλο του οπισθοφύλλου).
47. «Γιατί ο δεσμός μου με τη Λήμνο είχε ρίζες βαθιές, οργανικές, υπαρξιακές, ακόμα, θα έλεγα, οντολογικές. Σήμερα που προσπαθώ να δω αυτόν το “δεσμό” από μιαν απόσταση, λέω πως, αναζητώντας τη Λήμνο, στην πραγματικότητα αναζητούσα τον εαυτό μου. [] Αισθάνομαι υπερήφανη που γεννήθηκα στη Λήμνο. Υπερήφανη που την αγάπησα. Που αποτελώ λιθάρι δικό της» (Μαζεύω τα υπάρχοντά μου, ό.π., σελ. 292).
48. Αποσπάσματα από το ποίημα «Ανεμόεσσα», με υπότιτλο «Της πατρίδας», το οποίο γράφτηκε τον Οκτώβριο του 1985 με αφορμή εκδήλωση των Λημνίων της Θεσσαλονίκης για το έργο της Λαμπαδαρίδου και κλείνει τη συλλογή Επί Πτερύγων Ανέμων· βλ. Μαζεύω τα υπάρχοντά μου, ό.π., σελ. 366-367. Το συγκεκριμένο ποίημα – που εμφανίζει σαφείς διακειμενικές συγγένειες με ποιήματα του Οδ. Ελύτη και την Κυρά των αμπελιών του Γ. Ρίτσου και συνιστά, μεταξύ άλλων, μια ποιητική «αποκάλυψη» του τρόπου με τον οποίο βλέπει και μεταστοιχειώνει τη Λήμνο η Λαμπαδαρίδου στα έργα της – δηλώνει για άλλη μια φορά την ταύτιση της συγγραφέως με τους Λήμνιους ήρωές της: απόσπασμα του ποιήματος έχει συμπεριληφθεί στη Μαρούλα της Λήμνου σαν το πιο αγαπημένο από τα ποιήματα που έχει συνθέσει η ίδια η ηρωίδα και φυλάει ευλαβικά μέσα στο ημερολόγιό της! (Η Μαρούλα της Λήμνου, ό.π., σελ. 138)
Δημοσιεύτηκε στο Αφιέρωμα, Θέματα Λογοτεχνίας, τεύχος 39, 2008
Η Δέσποινα Ι, Δούκα είναι πανεπιστημιακή διδάκτωρ και κριτικός λογοτεχνίας