Από την πρώτη μου ακόμα νεότητα, παράλληλα με την ποίηση και την πεζογραφία, έγραφα θέατρο. Και ήταν αυτό που μου έδινε το πάθος να υπάρχω, το πάθος να γράφω. Άλλωστε, αυτό φαίνεται, και από την ποίησή μου και από τα μυθιστορήματά μου που, σχεδόν όλα, είναι γραμμένα με λόγο ψυχογραφικό, λόγο θεατρικό.
Αλλά και πέρα από τον λόγο, όταν στήνω τις σκηνές στα μυθιστορήματά μου, πάντα μοιράζω θεατρικά τον όγκο του εκάστοτε υλικού μου, πάει να πει, ισορροπώ τις καταστάσεις με θεατρικούς νόμους – αφού μέσα μου κυριαρχεί η θεατρική κίνηση των προσώπων.
Τα λίγα μου έργα που παίχτηκαν στις θεατρικές σκηνές λέω πως ίσως δεν ήταν τα πιο αντιπροσωπευτικά μου. Τα έργα που πίστευα πως με αντιπροσώπευαν δεν μπόρεσα ποτέ να τα δω στην σκηνή. Και το θεατρικό έργο χωρίς την σκηνή δεν σημαίνει τίποτα. Ακόμα και ο ίδιος ο συγγραφέας με δυσκολία εξελίσσεται χωρίς την βοήθεια της σκηνής. Πρέπει να ζήσεις αποστασιοποιημένο το πάθος που έδωσες για να γράψεις το έργο, να χτυπηθείς με τα πρόσωπα που έπλασες, να διδαχθείς από αυτά, για να κάνεις το επόμενο έργο σου πιο σωστό.
Όμως εγώ δεν είχα αυτή την τύχη. Και πάντα θυμόμουν τα λόγια του Αλέξη Σολομού. Ήταν, όταν του είχα δώσει να διαβάσει το Μικρό Κλουβί, το 1965. Μου έγραψε τότε: «…Με όμοια τα δικά σας ιδανικά, άρχισαν κι ο Τσέχωφ, κι ο Τένεσυ Ουίλιαμς, κι ο Ζενέ κι ο Πίντερ, που κάμποσα χρόνια έμειναν παραγνωρισμένοι, για να φωτίσουν κάποια στιγμή, ξαφνικά, τον θεατρικό ουρανό με ένα καινούριο φως. Όμοια μ’ εσάς, ωστόσο, άρχισαν και άλλοι πολλοί, που αναφέρθηκαν ίσως τιμητικά, μα που δεν κατέκτησαν το μεγάλο κοινό. Ποιός ξέρει ποιά θα είναι η δική σας τύχη μέσα στην παράξενη θεατρική μας πραγματικότητα…»
Σήμερα τριάντα χρόνια μετά, δεν γνωρίζω πια τι θα μπορούσα να είχα κάνει αν μου δίνονταν κάποιες ευκαιρίες ή αν αξιοποιούσα σωστά εκείνες που μου έτυχαν. Όμως, λέω, μπορεί και να μην είχα κάνει τίποτα περισσότερο από ό,τι έκανα. Τα έργα έχουν μια δική τους μοίρα, όπως και οι άνθρωποι. Και πάντα τα έργα του πνεύματος, μικρά ή μεγάλα, υπάρχουν σε μια δική τους μοναξιά, ανεξάρτητα με την όποια μοίρα τους.
Λοιπόν, πριν ακόμα γράψω ποίηση ή μυθιστόρημα, είχα γράψει θέατρο – από τα πολύ νεανικά μου χρόνια, όταν ακόμα ζούσα στην Λήμνο. Κάπου βρήκα ένα γράμμα που μου είχε στείλει ο Άγγελος Τερζάκης, με ημερομηνία 13 Απριλίου 1960. Τότε ακόμα δεν είχα δει καμιά θεατρική παράσταση. Ήταν πολύ μετά που ξεκινούσα με το καράβι της αγόνου, αφορμή πως θα δώσω τμηματικές εξετάσεις στην Πάντειο όπου φοιτούσα «δι’ αλληλογραφίας», αλλά που στην πραγματικότητα κατέβαινα στην Αθήνα για να δω μια δυο παραστάσεις στο Θέατρο Τέχνης.
Έγραφε ο Τερζάκης: «…το θεατρικό έργο σας έχει πολλές αρετές. Μου αρέσει ο πυρετός που διαπνέει την δραματική σας σύλληψη και που έχει κάτι το πιραντελικό…» Στο γράμμα του αναφέρει πως το έργο λεγόταν Ο Τρελός. Μα όσο και αν έψαξα δεν το βρήκα στα χαρτιά μου.
Το πρώτο έργο μου που ανέβηκε στην σκηνή ήταν Οι Σχεδίες, το 1969, στο Πειραματικό της Ριάλδη. Ένα έργο που ανήκει στο Θέατρο του Παραλόγου και είχε μια θερμή υποδοχή από τους κριτικούς και το κοινό.
Το 1971, καρδιά χούντας, παίχτηκε το έργο μου Ο Χορός της Ηλέκτρας στην Νέα Σκηνή του Εθνικού, έργο που απεικόνιζε το στρατιωτικό καθεστώς. Η λογοκρισία το είχε χαρακτηρίσει «αναρχικό και επικίνδυνο», και ο Διονύσης Φωτόπουλος είχε ντύσει τον Αίγισθο-τύραννο «συνταγρματάρχη». Όμως το έργο αυτό είχε γραφτεί μόνο για να αποδώσει το παράλογο καθεστώς. Εκτός απ’ αυτό, το Εθνικό μου ανέβασε και το μονόπρακτο Γυάλινο Κιβώτιο. Κι ύστερα, σκέφτομαι κάποιες σημαντικές ευκαιρίες, που μου παρουσιάστηκαν και που τις προσπέρασα. Όπως, όταν τα έργα μου είχαν εγκριθεί στο Odéon του Παρισιού και η Madeleine Renaud μου έγραψε: «Οι καλλιτεχνικοί σύμβουλοι άφησαν τα έργα σας στο γραφείο μου για να τα βρω μόλις επιστρέψω, γιατί τα βρήκαν ενδιαφέροντα… Για την ώρα διάβασα μόνο το Μικρό Κλουβί και το βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον…» Ή όπως, όταν ο Samuel Beckett μου έγραψε πως είχε βρει ενδιαφέρον το Γυάλινο Κιβώτιο και το είχε στείλει ο ίδιος στον Zan Lui Barreau.
Ο καθηγητής μου της σκηνοθεσίας στην Σορβόνη, Charles Antonetti, τότε ακόμα που φοιτούσα με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, είχε διδάξει στο Πανεπιστήμιο το Γυάλινο Κιβώτιο και στην συνέχεια το δημοσίευσε στο περιοδικό Education et Theatre.
Τότε υπήρχε εκεί ένα ενδιαφέρον για τα έργα μου. Ο σκηνοθέτης Jean Gilibert μου είχε ζητήσει γραπτή άδεια για να ανεβάσει την Αντιγόνη μου στο θέατρο Antony του Παρισιού, και ο André Barsacq για να ανεβάσει το Μικρό Κλουβί στο Theatre de l’ Atelier. Και έγραψε για το Μικρο Κλουβί: «Αυτό το έργο, κατά την γνώμη μου, είναι σχεδόν τέλειο: έχει μια σκηνική δομή πολύ ενδιαφέρουσα και ένα διάλογο πάνω στην δυσκολία της ύπαρξης που πρώτη φορά είδα να εκφράζεται με μια γλώσσα ποιητική και καθαρή συγχρόνως.» Όλες αυτές τις ευκαιρίες δεν μπόρεσα να τις εκμεταλλευτώ. Όμως φαίνεται πως μου έλειπε και λίγη τύχη.
Στην Ελλάδα τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα. Πάντα είναι πιο δύσκολα. Κάποια έργα μου παρουσιάστηκαν από το ραδιόφωνο της ΕΡΤ: Ο Χορός της Ηλέκτρας, Χάρτινο Φεγγάρι, Αντιγόνη Ή νοσταλγία της τραγωδίας, Το Αίμα της Αντίστασης, Το Κόκκινο Τριαντάφυλλο, Νύχτες της Μοναξιάς, Το Μπλόκο και άλλα.
Κάποια άλλα έργα μου παρουσιάστηκαν από την τηλεοπτική εκπομπή της ΕΡΤ «Το θέατρο της Δευτέρας»: Ένας Δημόσιος Υπάλληλος, Χάρτινο Φεγγάρι, Το Γυάλινο Κιβώτιο. Και κάποια έργα μου, λίγα, ανέβηκαν στο ελεύθερο θέατρο: Οι Σχεδίες στο Πειραματικό της Ριάλδη, Παιχνίδι με τον Χρόνο στο Θέατρο Βεργή του Χρήστου Φράγκου και Σ’αποχαιρετώ με το φθηνοπωρινό πρωτοβρόχι στο θέατρο Ζέριγγα. Ο Γιώργος Χριστοφυλλάκης ανέβασε στο θέατρό του Μάσκες το έργο μου Είμαι ένα άστρο που κλαίει μονάχο, σε σκηνοθεσία δική του και μουσική του Κώστα Λιάκουρη. Ένα έργο που αποτελείται από επτά ιστορίες της εσωτερικής καθημερινότητας, όπου κυριαρχεί η δύναμη του χαμένου, η εξουσία που έχει πάνω στον Χρόνο.
Έργα μου παρουσιάστηκαν και στο εξωτερικό. Στο Buffalo της Νέας Υόρκης, στα πλαίσια του Πρώτου Διεθνούς Συνεδρίου Γυναικών Θεατρικών Συγγραφέων, το 1988, παρουσιάστηκε το Γυάλινο Κιβώτιο. Και στην συνέχεια, στα πλαίσια του Δεύτερου Συνεδρίου, τρία χρόνια μετά, στο Τορόντο του Καναδά, παρουσιάστηκε το Σ’ αποχαιρετώ.
Στο Βέλγιο, σε μια ημικρατική σκηνή, παίχτηκε το έργο μου Αντιγόνη Ή νοσταλγία της τραγωδίας, το 1971, σε μετάφραση στα Φλαμανδικά και σκηνοθεσία του Berten De Belles. Το ίδιο έργο πάιχτηκε στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο Hayward της Καλιφόρνιας, τον Φεβρουάριο το 1996, μετά από εισήγηση της καθηγήτριας Δραματολογίας Rhoda Kaufman και σε σκηνοθεσία του καθηγητή Edgardo de la Cruz. Αποσπάσματα από την παράσταση του έργου παρουσιάστηκαν στο Τέταρτο Συνέδριο Γυναικών Θεατρικών Συγγραφέων, τον Ιούνιο του 1997, στο Galway της Ιρλανδίας από κλιμάκιο του Πανεπιστημίου.
Πώς έφτασα στο θέατρο του παραλόγου
Γράφοντας αυτό το κείμενο, έψαξα μέσα μου να βρω τι ήταν εκείνο που με ώθησε να γράψω θέατρο του παραλόγου, να μάθω κι εγώ η ίδια τις διαδρομές που έκανε η ψυχή μου για να φτάσει εκεί. Γιατί μέχρι τότε, το 1966, που πήγα με υποτροφία στο Παρίσι, τα έργα που έγραφα ήταν πάνω σε παραδοσιακές αρχές, όπως το πολύ νεανικό μου Χάρτινο Φεγγάρι και όπως το Μικρό Κλουβί, που μου έδωσε την γαλλική υποτροφία, ή κάποια άλλα, που ακόμα υπάρχουν στην σιωπή του Χρόνου.
Όμως τότε κατάλαβα πως έπρεπε ν’ αρχίσω από πολύ μακριά, από την παιδική μου ηλικία, γιατί πριν μυηθώ, ως συγγραφέας, στο θέατρο του παραλόγου, είχα ζήσει την αίσθηση του παραλόγου. Παιδί της Κατοχής, έζησα τον πρώτο φόβο και την πρώτη επαφή με το παράλογο μιας τεράστιας ανθρώπινης εξόντωσης. Τα παιδικά μου χρόνια σημάδεψαν ολόκληρη την ζωή μου και το έργο μου. Τα τραύματα εκείνα, αλλοιωμένα από τον χρόνο και την μνήμη, από την μυθοποίηση της φαντασίας, αυτή την μεταμορφωτική λειτουργία που είναι η άμυνα του μυαλού μπρος στο παράλογο της ζωής, τα κουβαλώ σε όλα μου τα βιβλία. Κάποτε είχαν γίνει όνειρα. Όνειρα που μεταποιούσαν την τραυματική εκείνη πραγματικότητα με έναν θαυμαστό τρόπο. Κι εγώ, για χρόνια, βυθιζόμουν μέσα τους να βρω τα θρύψαλα από τον βιωμένο μου χρόνο, να βρω το συμβολικό νόημα της κάθε μεταμόρφωσης. Σήμερα πιστεύω πως το μεγαλύτερο μέρος της αλήθειας μας είναι στα όνειρα.
Από αυτήν την ψυχική διεργασία – όνειρα και αυτοανάλυση της τραυματικής εμπειρίας – έμαθα πως ο υπερρεαλισμός είναι ένας θρίαμβος της πραγματικότητας. Υπάρχουμε σε παράλληλα επίπεδα, σε παράλληλες πραγματικότητες, αναδυόμενες μια μέσα από την άλλη, θραύσματα από μνήμες και όνειρα, από λάμψεις του βιωμένου μας χρόνου.
Λοιπόν, το δικό μου θέατρο του παραλόγου, τα έργα που έγραψα (ακόμα και ο υπερεαλισμός που υπάρχει στα μυθιστορήματά μου), βγήκαν μέσα από εκείνη την «μεταμορφωτική λειτουργία» του Εγώ. Με αφετηρία, σαν ακατέργαστο υλικό: τα χαλάσματα της γειτονιάς, στην Λήμνο, με τις σπασμένες οβίδες και το αυλάκι το αίμα. Ο φόβος της βάναυσης πραγματικότητας, που το παιδικό μυαλό έπρεπε να υπερβεί, με μοναδικό όπλο την μεταποίησή της, την μυθοποίησή της, όπως έγινε με τα όνειρα.
Από τότε ξέρω πως το όνειρο έχει μια καταλυτική δύναμη. Εισδύει μέσα στην πραγματικότητα και την αποσυνθέτει. Γι’ αυτό, λέω πάλι, προσωπικά πιστεύω πως εκεί βρίσκεται το μεγαλύτερο μέρος από τις αλήθειες μας: σ’ αυτήν την μεταμορφωτική, την υπερρεαλιστική λειτουργία του Εγώ μας.
‘Οταν λοιπόν έφτασα στο Παρίσι, ήμουν ήδη έτοιμη για το Θέατρο του Παραλόγου. Βέβαια, με βοήθησαν τα έργα του Beckett, του Ιονέσκο, η φιλοσοφία των έργων αυτών, καθώς και η υπαρξιακή φιλοσοφία του Σάρτρ και του Αλμπέρ Καμύ, ο θεατρικός στοχασμός του Αρτώ, αλλά και τα μαθήματα στην Σορβόννη με τον Bernard Dort και τον Henri Gouiller. Θυμάμαι, η πρώτη εργασία που έκανα στην Σορβόννη, ήταν μια ομιλία με θέμα «Το σύγχρονο τραγικό στοιχείο στα έργα του Samuel Beckett, σε αντιπαράθεση με την αρχαία τραγωδία”. Και έφτασα στην προσωπική μου απομυθοποίηση. Η μεταφυσική του κόσμου και τα επίπεδα της ύπαρξης, η τραγικότητα του υπαρξιακά μόνου, όλα αυτά οδηγούσαν στην βεβαιότητα πως ο άνθρωπος είναι τραγικά μόνος πάνω στην γη, στέκεται μπρος στο πεπρωμένο της ζωής του γυμνός και απρόσωπος, απομυθοποιημένος.
Η δική μου υπαρξιακή ώρα
Αυτή η αντίληψη με είχε οδηγήσει στην δική μου υπαρξιακή ώρα. Ήταν η στιγμή που βίωνα κατακόρυφα την έννοια της ύπαρξης, σαν μια τομή κάθετη μέσα στην συνείδηση. Γιατί, για να φτάσεις στην βίωση του παραλόγου ως θεμελιακού νόμου της ζωής, πρέπει να έχεις ζήσει ο ίδιος την γυμνότητα της ύπαρξης, την μεταφυσική του λόγου και του πράγματος, να βρεις πως η σχέση σου με τον χρόνο και τον χώρο είναι μια λειτουργία της δικής σου νόησης, πως εσύ μόνος υπάρχεις στο κέντρο του κόσμου, πως το πεπρωμένο του είναι και δικό σου, και πως δεν γίνεται να ξεφύγεις από αυτό, πως είναι παγίδα. Και τότε συνειδητοποιείς πως είσαι παγιδευμένος μέσα σε αυτή την άγνωστη μεταφυσική παγίδα.
Από το σημείο αυτό αρχίζει η μεταμορφωτική λειτουργία της σκέψης: Ο υπερρεαλισμός. Και το Θέατρο του Παραλόγου είναι ένας υπερρεαλισμός καταστάσεων, όπως η ποίηση είναι υπερρεαλισμός του λόγου. Γι’ αυτό και το Θέατρο του Παραλόγου δεν δίνει προκατασκευασμένες συγκινήσεις, αλλά ανασύρει από τον θεατή τα προσωπικά του βιώματα, τον φέρνει μπρος στις δικές του αλήθειες, μπρος στον δικό του υπαρξιακό τρόμο.
Έτσι όταν βρέθηκα στο Παρίσι, σχεδόν κατευθείαν από τα ερημικά βράχια του νησιού μου, έζησα αυτή την ανάδυση των ψυχικών πεδίων απο την τραυματική παιδική μου ηλικία, και αισθάνθηκα έτοιμη να γράψω θέατρο του παραλόγου. Και το πρώτο που έγραψα ήταν το Γυάλινο Κιβώτιο.
Το παράλογο της εξουσίας
Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, από την υποτροφία μου στο Παρίσι, το 1968, έζησα από κοντά, ως υπάλληλος της Νομαρχίας Αττικής, τον φόβο και το παράλογο μιας εξουσίας εξοντωτικής από την δικτακτορία που υπήρχε. Τότε έγραψα τις νουβέλες μου Χάρτινα Πρόσωπα, από τις οποίες βγήκε και το θεατρικό έργο Σ’αποχαιρετώ με το φθηνοπωρινό πρωτοβρόχι.
Οι νουβέλες εκείνες ανέσυραν από μέσα μου καφκικές καταστάσεις. Εκείνον τον καιρό διάβαζα τα βιβλία του Κάφκα, αυτά είχα ανάγκη, γιατί το κλίμα εκείνο το μυστηριώδες και το παράλογο μού ήταν αφάνταστα οικείο. Μου ήταν βιωματικά γνωστό, και με γοήτευε. Ο φόβος που ζούσα στην Νομαρχία, ξυπνούσε μέσα μου έναν άλλο φόβο, εκείνον της παιδικής μου ηλικίας. Και όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, οι κριτικοί είπαν πως είχα επηρεαστεί από τον Κάφκα, πως τον είχα μιμηθεί.
Όμως κανείς δεν μπορεί να μιμηθεί τον Κάφκα, κι ούτε μπορούν να σε επηρεάσουν τα μυθιστορήματά του σε βαθμό δημιουργικό, εάν δεν υπάρχουν μέσα σου ανάλογες καφκικές καταστάσεις.
Σε όλα τα θεατρικά έργα που έγραψα στο είδος αυτό, υπάρχει η έννοια της παγίδας, αλλά και η έννοια μιας απρόσωπης άγνωστης και εξοντωτικής εξουσίας. Στο Σ’αποχαιρετώ, το σύμπαν ολόκληρο έγινε μια άγνωστη μεταφυσική παγίδα. Και η απειλητική εξουσία κυριάρχησε σε όλα τα επίπεδα της αγωνίας. Η πρώτη μορφή του έργου, αυτή που γράφτηκε στα χρόνια της δικτακτορίας, είχε τίτλο Η Ανάκριση. Ύστερα ξαναπλάστηκε και πήρε τον τίτλο Κόκκινο τριαντάφυλλο. Τέλος, όταν μου ζήτησαν το έργο για να το ανεβάσουν το 1986, πήρε την τελική του μορφή και παρουσιάστηκε με τον τελευταίο του τίτλο.
Σήμερα θα έλεγα πως είναι ένα ποιητικό, υπαρξιακό έργο, που εν μέρει μόνον ανήκει στο Θέατρο του Παραλόγου, από το γεγονός ότι: Η σκηνή είναι ένα «πλεούμενο» μέσα στο σκοτεινό σύμπαν – κι ας έχει όλα τα γνωρίσματα μιας ανακριτικής αίθουσας. Κι ύστερα, τα πρόσωπα δεν έρχονται στην σκηνή χωρίς κοινωνική ένταξη και χωρίς ιστορία, αλλά με χαμένη την μνήμη, πράγμα που τα κάνει να αναζητούν με πάθος μια ιστορία οποιαδήποτε, να την κάνουν δική τους.
Όσο για το παιχνίδι των μεταμορφώσεων, θα έλεγα πως κι αυτό ανήκει εν μέρει μόνο στο θέατρο του παραλόγου. Περισσότερο θα μπορούσα να πω πως ξεκινά από τις υποσεινήδητες μεταποιήσεις που ζει το άτομο σε ονειρικές καταστάσεις ή εξαιτίας κάποιου παράλογου φόβου. Κι εξάλλου, τα έργα αυτά δεν μπορεί κανείς να τα ερμηνεύσει με λογικούς κανόνες, ακριβώς γιατί λειτουργούν έξω από την λογική.
Όπως και να ‘ναι, στο έργο αυτό, όπως και στο Γυάλινο Κιβώτιο και στις Σχεδίες, το παράλογο λειτουργεί ως θεμελιακός νόμος της ζωής. Εκεί το ανθρώπινο πλάσμα γυμνό και αντιφατικό, μονάχο του, βαδίζει οριακά την αμφισβήτηση της ύπαρξης και αναζητά την κοσμική του αλήθεια. Ή αυτό ήθελα να δώσω θεατρικά.
Κριτικές – Μελέτες
“Ο χορός της Ηλέκτρας”, κριτική μελέτη για το έργο από την καθηγήτρια Αφροδίτη Σιβετίδου
Η χοϊκή μαγεία της ορφικής αφήγησης” της Ζωής Σαμαρά
Πώς γεννήθηκε το Θέατρο του Παραλόγου, Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου, Διαβάζω