Μια σχέση γοητείας με τη φθορά
Η τελευταία κίνηση του χεριού αργή
η τελευταία μοναξιά του καθώς
τυλίγεται την καταιγίδα
«Και θέα προς το Αμίλητο»
Αυτό που αθωώνεται μέσα στη μνήμη έχει πάντα μια ευτυχία του παραδείσου. Μια αγάπη ή ένα τοπίο που ζήσαμε σε ώρα ποίησης. Μπορεί να ξεχάσουμε την αγάπη ή το τοπίο, όμως θα μείνει για πάντα μέσα μας εκείνη η αίσθηση από την ποίηση και τη μαγεία που ζήσαμε. Σαν μια αναφορά σ’ εκείνο που λάμπει μέσα μας και μας καλεί να το αναγνωρίσουμε, να το αθωώσουμε και να αθωωθούμε μαζί του.
Ο πόνος της εφημερότητάς μας είναι η σχέση μας με τον χρόνο. Μια σχέση αγωνίας. Μια σχέση του πεπερασμένου της ύπαρξής μας. Πάει να πει, μια σχέση υπαρξιακή.
Κάπου, στην ποίησή μου, στο Μυστικό Πέρασμα, έγραφα:
Ο χειμώνας θα με βρει γυμνή
σ’ ένα ερειπωμένο δωμάτιο
με το χρόνο ν’ αναβλύζει από τα τρύπια πατώματα
Ο χειμώνας θα με βρει να σκαλίζω τη στάχτη από την ποίησή μου
μια φούχτα λέξεις όπως άστρο ή αίμα
Όπως οδοιπορώ ή όρκος – όπως
Αι ψυχαί οσμώνται
Τις καίω να ζεσταθώ.
Πέρα από την ποιητική εικόνα, είναι η πραγματικότητα. Ο χρόνος; Μας σκεπάζει σιγά σιγά, μας γεμίζει ρυτίδες, σημάδια της επέλασής του πάνω στο σώμα μας. Κι ας προσπαθεί η επιστήμη να του προσδώσει ποιότητες και ιδιότητες στηριγμένες στις δικές της θεωρίες. Είναι η χαμένη διάσταση των πραγμάτων, λέει. Μια έννοια του χάους, της κβαντικής θεωρίας, λέει.
Προτιμώ την ποίηση, είναι πιο κοντά στην αγωνία της εφημερότητάς μου:
Τ’ όνειρο θα ξεριζωθεί τελευταίο ή εγώ
εγώ
ένα χέρι θα με ξεριζώσει απ΄ τ’ όνειρο
όπως λουλούδι που το πάτησε ο Καιρός
Τι ονειρεύτηκα; Τι ονειρεύτηκα;
δεν θα θυμούμαι πια.
Σε όλα τα μυθιστορήματα που έγραψα, στα θεατρικά μου ακόμα, στην ποίησή μου, κυριαρχεί ο χρόνος, σε μια σχέση αγωνίας με τη φθορά, μια σχέση υπαρξιακή, υποστασιακή, μια ανάγκη αναγωγής του εφήμερου σε μιαν απατηλή αιωνιότητα της μίας έστω μοναχικής στιγμής. Ωστόσο, όταν αναρωτιέμαι ποια είναι η δική μου σχέση με τον χρόνο, δεν ξέρω να πω ακριβώς.
Είναι σαν να έχεις περπατήσει σε σαγηνευτικά μισοσκόταδα και ξαφνικά κοιτάζεις γυμνό το πρόσωπό σου στον καθρέφτη, με τις ρυτίδες να κατεβαίνουν ως χαμηλά, να το ζώνουν αξιοθρήνητο, κι εσύ να προσπαθείς να συμφιλιωθείς με αυτές, για να μπορέσεις να αποδεχτείς την αξιοπρέπεια της αλήθειας σου.
Σίγουρα, χρειάζεται τόλμη και αρετή για να μπορέσεις να δημιουργήσεις μια σχέση αξιοπρέπειας με τις ρυτίδες, πάει να πει με τον χρόνο, μια σχέση γοητείας με τη φθορά.
Μπορεί όλα αυτά να τα προσπάθησα μόνον στα μυθιστορήματά μου, από ανάγκη να υπερβώ τον δικό μου φόβο, τη δική μου υπαρξιακή αγωνία, τη δική μου μοναξιά – πάντα πίστευα πως η πρώτη σχέση μας με τον χρόνο είναι μια βαθιά μοναξιά. Και τώρα που ο χρόνος στενεύει, τώρα που δεν είμαι νέα πια, λέω, δεν θα προφτάσω να πω αυτό που έχω να πω, αυτό που δεν το βρήκα ακόμα, λέω, ο χρόνος θα με κουκουλώσει και δεν θα προφτάσω να γράψω τον ένα λόγο, τον αληθινό, τον γυμνό, τον περιούσιο, αυτόν που θα περιέχει όλους τους άλλους, έναν λόγο που να είναι η ψυχή μου. Αυτή η αγωνία με κατέχει πια, όχι οι ρυτίδες, όχι η φθορά.
Η σιωπή μόνο, αυτή η Μετά.
Και είναι άλλες φορές, που λέω, ποτέ δεν ήμουν πιο νέα, λέω, ποτέ πιο εικοσιπέντε, όταν γράφω βέβαια, ποτέ με πιο καθαρή σκέψη.
Στα εικοσιπέντε μου ένιωθα κιόλας πως είχα γεράσει, ενώ στην εφηβεία μου, έτσι τραυματική και έρημη που ήταν στις δύσκολες δεκαετίες της Λήμνου, ζούσα μέσα στην απουσία, μιαν απουσία όπου ο χρόνος βιώνεται πιο οδυνηρά – αυτό το έμαθα πολύ μετά.
Πόσο υποκειμενική είναι η έννοια του χρόνου το μαθαίνεις στο μάκρος της ζωής σου, μόνος.
Υπάρχει ένας στίχος του Ελύτη, που εμένα μου έδινε πάντα μια σχέση δική μου με τον χρόνο, αλλά και με βοηθούσε να βρω μέσα μου μια νεότητα σαν αυτή του Πλωτίνου, που πάει αντίστροφα με τις ρυτίδες, μέσα από τη διαφάνεια του γηρασμένου σώματος.
” Το φως δουλεύοντας τη σάρκα”, λέει ο Ελύτης.
Και μ’ αρέσει να μένω σε αυτή τη νεότητα της διαφάνειας, που απελευθερώνει τις μέσα οράσεις της ψυχής.
Αυτή τη νεότητα προσπαθώ τώρα να δώσω στο μυθιστόρημα που γράφω.
Σε αυτή τη νεότητα πιστεύω, όσο γερνώ.
Γιατί είμαι σίγουρη πως μόνο με τις μέσα οράσεις της «διαφάνειας» μπορείς να δεις τις αλήθειες που κείνται λίγο πιο πέρα από τα ορατά, σ’ εκείνον τον κόσμο τον αθέατο όπου ξυπόλυτη η ψυχή τριγυρνά ερήμην μας, στα όνειρά μας.
Κι ύστερα, μ’ αρέσει να σκέφτομαι πως το φως «δουλεύοντας τη σάρκα» σαν να είναι πολύτιμο κόσμημα, θα με φέρει πιο κοντά στις αλήθειες που αναζητώ.
Ναι, αυτή τη νεότητα περιμένω, γι’ αυτήν προετοιμάζω την ψυχή μου. Για να μπορώ να αγαπώ τις ρυτίδες μου και τις «δαχτυλιές του χρόνου» πάνω μου.
Να μπορώ να τις συγχωρώ.
Και για να θυμούμαι τον λόγο του ποιητή:
«Με μια ρυτίδα περισσότερο στο πρόσωπο μια ρυτίδα λιγότερο στην ψυχή αυτό είναι εκείνο που περιμένω, την απόλυτη αντιστροφή, τη διαφάνεια».
Ας χαιρετήσουμε λοιπόν τον Καινούριο Χρόνο με τις μέσα οράσεις της ποίησης που ακυρώνει τον φόβο και τη φθορά.
Έθνος της Κυριακή, 4 Ιανουαρίου 1998
Το θέμα ήταν «Η φθορά»