Η Μ.Λ.Π. απαντά στις ερωτήσεις της Ζωής Σαμαρά
κομμάτι κομμάτι σπάζω το θάνατο
να βρω μέσα του ένα κύτταρο από τη μνήμη σου
(Μαζεύω τα υπάρχοντά μου, σ. 244)
Η μνήμη παίζει σημαντικό ρόλο στο έργο σου, λ.χ. στον Άγγελο της Στάχτης. Τι ακριβώς είναι μνήμη;
Μνήμη του αίματος και μνήμη προγεννητική. Μνήμη αναδυόμενη από τον βιωμένο μας χρόνο και μνήμη από την πονεμένη άβυσσο του σώματος που φέρει τα αρχέγονα χαράγματα της πρώτης ώρας.
«Αυτό το μυαλό έχει κιόλας περιπλανηθεί μέσα στην ατέλειωτη νύχτα της αβύσσου», λέει ο Σάμουελ Μπέκετ, κι αυτό δηλώνει ακριβώς τη μνήμη την προϋπαρξιακή, διαδρομές χαμένες στην ομίχλη ενός χρόνου αναπόδεικτου. Όλη μας η ύπαρξη κινείται πάνω στα επίπεδα της μνήμης και της όρασης. Οι αιώνες που κουβαλά το σώμα είναι τα επίπεδα της μνήμης και της όρασης. Η όρασή μου είναι η μεταφυσική των πραγμάτων. Βλέπω αυτό που μου διαφεύγει. Αυτό το αδιόρατο που η μνήμη ανασύρει από τις διαδρομές της ψυχής μου.
Στον Άγγελο της Στάχτης η μνήμη είναι το αρχέγονο πεδίο όπου ηχεί το ορφικό τραγούδι. Ο ορφικός λόγος. Ο λυπημένος μου Άγγελος, που ο πόνος της λήθης τον μεταμορφώνει σε στάχτη και η μνήμη τον λευκαίνει, είναι η διαδρομή της μνήμης που κουβαλά η ψυχή από τις παλίρροιες του χρόνου. Θραύσματα μνήμης η ζωή μας. Θραύσματα από μνήμη και όνειρο ο υπερρεαλισμός της καθημερινότητάς μας.
Και για να μπω σε ένα άλλο επίπεδο: «Η μνήμη είναι μυρουδιά», λέει η Ρω ή Έρω στο μυθιστόρημά μου Σώμα θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες. Και το πιστεύω. Είναι το τσάι της αλθαίας του Προυστ. Και είναι το θυμάρι και η αλισάχνη του νησιού μου.
Κι αν θέλω να μπω ακόμα πιο βαθιά: «Το σώμα θυμάται, λέει η Έρω πάλι, θυμάται και προφητεύει». Και το πιστεύω κι αυτό. Θυμάται την αγάπη και τη μοναξιά, την άβυσσο που κουβάλησε από τη νύχτα του πόνου. Εκεί η μνήμη είναι κυτταρική, είναι ο μυστικισμός του σώματος.
Στο μυθιστόρημά μου Με τη Λάμπα Θυέλλης, μιλώ για τη μνήμη του νερού. Για τη σταγόνα που περιέχει όλα τα ποτάμια. Ίδια με την ψυχή μας που περιέχει ολόκληρη τη διαδρομή της ύπαρξης. «Σημαδεμένο νερό» την ονομάζω, αφού η μνήμη στην οντολογική της έννοια σημαδεύει την κοσμική σύστασή μας.
Στο τελευταίο μυθιστόρημά μου, Υγρό φεγγαρόφωτο, ο ήρωάς μου βιώνει την αρχέγονη μνήμη, τη μυθική, καθώς κουβαλά μέσα του το προμηθεϊκό δράμα. Αντίθετα, στο Ξύλινο Τείχος, ο ήρωάς μου βιώνει προφητικά τη μνήμη του μέλλοντος.
Όταν εισχωρήσεις μυητικά και διαισθητικά στην τελετουργία της ψυχής, δεν υπάρχει πια κανένας φραγμός για να πεις τα πιο τολμηρά πράγματα – που σίγουρα η συμβατική λογική θα αναιρέσει.
Η μεταφυσική είναι το θεμέλιο της σκέψης σου. Το υπερφυσικό στο έργο σου είναι τόσο φυσικό που ώρες-ώρες σκέφτομαι πως χρησιμοποιείς τον όρο με την αριστοτελική έννοια της «φιλοσοφίας» (Στα Άδυτα του σημείου γράφω: «Με τη λέξη μεταφυσική εννοώ μία θεώρηση του συνόλου της ύπαρξης και των πρώτων αιτιών της, όπως προσδιορίζει τη φιλοσοφία ο Αριστοτέλης στο Μετά τα φυσικά, Κ 1060 b36-37»). Μοιάζει να λες: η φύση δεν ολοκληρώνεται χωρίς το άρρητο, το αόρατο, τώρα που η Φύση μού έδωσε όσα χρειαζόμουν για να την κατανοήσω (γι’ αυτό και η σπουδαιότητα του τόπου στο έργο σου), εκείνη τη στιγμή δεν μου μένει παρά να ζήσω στους νέους δρόμους που μου υποδεικνύει η ίδια. Η Φύση είναι όπως ένα λογοτεχνικό κείμενο. Κρύβει βαθιά μέσα της το άρρητο για να το ανακαλύψουμε με μόχθο, και να ανατρέψει τη ζωή μας.
Η μεταφυσική του λόγου και η μεταφυσική του πράγματος. Η μεταφυσική της ύπαρξης και η μεταφυσική του κόσμου. Στην ουσία, η μεταφυσική της όρασής μου. Υπάρχω σαν όραση στις διαδρομές του χρόνου μου. «Όραση δεητική» την αποκαλώ στην ποίησή μου: «εγώ που υπάρχω σαν όραση δεητική».
Είμαι εγώ και ο χρόνος. Ο κόσμος αποτελεί το σκηνικό όπου θα μαθητεύσει η όρασή μου. Όμως η όραση δεν είναι μόνον εξωτερική. Υπάρχει αυτό που βλέπω αλλά και αυτό που το διαισθάνομαι σαν βεβαιότητα. Που το βλέπω με τις μέσα οράσεις. Και τίποτε δεν είναι πιο βέβαιο από αυτό που διαισθάνεται το πνεύμα όταν βρίσκεται μπρος στην αλήθεια. Ε, λοιπόν, τα βιβλία μου τα έγραψα με αυτή τη βεβαιότητα της διαίσθησης που είναι μια ακλόνητη όψη της αλήθειας. Γι’ αυτό και δεν δίστασα να χρησιμοποιήσω υπερφυσικά φαινόμενα σαν φυσικά. Δεν δίστασα να χρησιμοποιήσω το υπέρλογο ως πραγματικό. Δημιούργησα έναν υπερρεαλισμό στα μυθιστορήματά μου που να μπορεί να λειτουργεί με τους νόμους που έχει το όνειρο. Να λειτουργεί με τα σύμβολα που χρησιμοποιεί η ψυχή για να εκφραστεί. Το πιστεύω ακράδαντα πια πως η ψυχή όπως και η Φύση – η Κτίση – λειτουργούν με σύμβολα. Πρέπει να τα βρεις για να αποκωδικοποιήσεις, να αποσυμβολίσεις κάποια μυστικά. «Η φύσις κρύπτεσθαι φιλεί» είπε ο Ηράκλειτος. Το ίδιο και η ψυχή μας. Υπάρχει το μυστήριο εκεί. Μυστήριο είναι το μυστικό, το κρυφό. Και ομολογώ πως δεν κατέκτησα αβασάνιστα τους τόπους όπου «ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα το Ασύλληπτο!», όπως είπε ο Ελύτης. Βλέπεις, η ποίηση δίνει το βάθος: «δρα» λέει. Πάει να πει, το Ασύλληπτο συμμετέχει ενεργά στην πραγματικότητα που ζούμε, την ανατρέπει, όπως το επεσήμανες κι εσύ. Είναι ακριβώς αυτό που λες: «η φύση δεν ολοκληρώνεται χωρίς το άρρητο». Μένει επίπεδη και φτωχή. Ελλιπής. Μια πραγματικότητα συμπαγής όπου μόνο η λογική έχει εξουσία και νόμο.
Στον Άγγελο της Στάχτης, ο χιλίων ετών ήρωάς μου γυρίζει πίσω το βέλος του χρόνου, για να σώσει ένα ποτήρι νερό, που το έχυσαν στις λάσπες, γιατί εκείνη τη στιγμή ξύπνησαν μέσα του οι αιώνες της δίψας. Και το πέτρινο δέντρο, χιλιόχρονο κι αυτό, άνθισε, όταν ο Κωνσταντίνος κατέκτησε τη μνήμη της περιπλάνησής του.
Πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια, όταν βήμα βήμα προχωρούσα στις μεταφυσικές αυτές αναζητήσεις, έλεγα σε διάφορες συνεντεύξεις: «Στόχος μου είναι να δώσω τη ζωή στις αθέατες διαστάσεις της, να βρω τη σχέση της ψυχής με το αόρατο, αυτό που περιρρέει σαν μαγεία το ορατό δίνοντας άλλες οπτικές και σημασίες στα πράγματα». Σήμερα λέω πως το Ορατό είναι μόνον ένα μέρος του πραγματικού που το συμπληρώνει το Αόρατο, κάτι που επιβεβαιώνεται απόλυτα από τον αριστοτελικό ορισμό που παραθέτεις. Ακόμα, θα έλεγα, πως η ζωή μας είναι μια επαλήθευση του Ανεξήγητου. Κι ας μη μας έχει αποκαλυφθεί το ίδιο το Ανεξήγητο. Το «ορατό» από μόνο του είναι ελλιπές, όπως το πρόσωπό μας χωρίς τη μεταφυσική του προέκταση. Ελλιπές και αδιάβατο.
Στο Υγρό Φεγγαρόφωτο, ο ήρωάς μου ρωτά τον μοναχό Θαβώρ «τι είναι ιερό». Και ο μοναχός Θαβώρ του απαντά: «Η συνάντησή σου με αυτό που σε υπερβαίνει». Ο λόγος αυτός με πάει κατευθείαν στο θαμμένο ιερό της ψυχής, αυτό το αρχέγονο στοιχείο του θεϊκού δέους. Δεν έχει σημασία αν όλα αυτά τα βιώνεις έξω από το μυθιστόρημα. Με έναν μυστηριώδη τρόπο διοχετεύονται στις σελίδες του, στα πρόσωπα που πλάθεις ή στον τρόπο που ενεργούν έξω από σένα.
Στο μήνυμα που μου έστειλες, επισημαίνεις τη σπουδαιότητα του τόπου στα μυθιστορήματά μου. Η παρατήρησή σου μ’ έβαλε σε σκέψη. Μ’ έκανε να ανατρέξω στους τόπους όπου διαδραματίζονται οι ιστορίες των μυθιστορημάτων μου και να τις παρατηρήσω. Ναι, ο τόπος είναι η σκηνή όπου θα παιχτεί το δράμα της ύπαρξης. Είναι ένα κομμάτι ζωντανό που αντιπροσωπεύει ολόκληρη την κοσμική σκηνή. Μια αναγωγή στο όλον (στο ακέραιο). Όταν ένας μικρός τόπος καταστρέφεται «πάσα η Κτίσις συνοδύνει», έγραψα στην Έκτη Σφραγίδα, και ο λόγος αυτός του ψαλμωδού αποτελεί κεντρικό άξονα στο μυθιστόρημα. Η ηρωίδα μου Αδριανή δεν μπόρεσε να σώσει τον τόπο από την καταστροφή και τότε ο ίδιος ο τόπος ορθώθηκε να αμυνθεί με τις δικές του δυνάμεις. Αλλά και στη Λάμπα Θυέλλης ο τόπος είναι ένα παλιό αλώνι με θαμμένους θεούς και νερά. Τόπος τελετουργιών, θα έλεγα, όπως και στην Έκτη Σφραγίδα.
Το τελετουργικό στοιχείο υπάρχει πάντα στο υπερφυσικό. Η μεταφυσική θα μπορούσε να νοηθεί ως μία τελετουργική αίσθηση, καθώς ξεδιπλώνει με κινήσεις τελετουργικές το άρρητο και το αθέατο και μας προσκαλεί – αλλά και μας προκαλεί – να αποσυμβολίσουμε το νόημά τους. Για να μπορέσουμε να δούμε την πραγματικότητα της ζωής μας από τις διαστάσεις που δεν φαίνονται.
Όμως αυτά όλα για να τα χωνέψεις μέσα στο μυθιστόρημα πρέπει πρώτα να τα βιώσεις εσύ ο ίδιος, να τα κατακτήσεις με μύηση και με άσκηση. Με πόνο. Κανείς δεν κατακτά ανώδυνα τους απαγορευμένους τόπους. Τώρα τι παίρνει ο αναγνώστης απ’ όλα αυτά. Πώς επικοινωνεί. Λαβαίνω γράμματα που με εκπλήσσουν. Και λέω πως η ψυχή επικοινωνεί με τις δικές της κεραίες. Έξω από τη νοηματική διαδικασία. Θυμάμαι, όταν κυκλοφόρησε Ο Άγγελος της Στάχτης, έλαβα ένα γράμμα από μία νοσηλεύτρια σε Νοσηλευτικό Ίδρυμα (ψυχιατρείο). Τι πήρε από το μυθιστόρημα; Έγραφε πως διάβασε το βιβλίο τρεις φορές γιατί τη βοηθούσε, λέει, στη θεραπεία των ασθενών της. Της έδινε τρόπους, ψυχική ενέργεια, να τους βοηθήσει. Και άπειρα άλλα τέτοια. Όταν είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο μου Σάμουελ Μπέκετ – Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης, κάποια αναγνώστρια μου έγραψε ότι τη βοήθησε να βγει από μια τρομακτική απώλεια που ζούσε εκείνον τον καιρό. Και ποια σχέση μπορεί να έχει ο Μπέκετ με τον πόνο της απώλειας. Όμως εδώ είναι το περίεργο. Όταν εγώ έγραφα τα δοκίμια του βιβλίου, η σκέψη του Μπέκετ, αυτή με την καμπύλη άβυσσο την ανυπέρβατη, με βοηθούσε να βγω από τον πόνο μιας δικής μου απώλειας. Και η αναγνώστρια με αυτό ακριβώς επικοινώνησε. Με την ψυχή. Το μυαλό μπορεί να επικοινωνεί με το νόημα του λόγου. Η ψυχή όμως επικοινωνεί με αυτή την εσωτερική ενέργεια που κρύβει ο λόγος.
Όταν έγραφα τη Λάμπα Θυέλλης, που ήταν και το πρώτο μου υπερρεαλιστικό, μεταφυσικό μυθιστόρημα, ο ήρωάς μου κάποια στιγμή αισθάνθηκε πως ήταν «σαν τα πλάσματα εκείνα τα εφήμερα τα προορισμένα για ένα μόνο καλοκαίρι, που ξέμειναν και ζούνε το φθινόπωρο που δεν είναι γι’ αυτά». Θυμάμαι πως κάπως έτσι αισθανόμουν κι εγώ τότε. Κάπως έτσι βίωνα τον κόσμο. Ήταν το πρώτο άνοιγμα που είχα κάνει προς το χώρο της μεταφυσικής.
Κι ύστερα, θέλω να σου πω για τα ιστορικά μου μυθιστορήματα. Όταν έγραψα την τριλογία Μαρούλα, Δοξανιώ, Νικηφόρο Φωκά δεν είχα ακόμα «μυηθεί» στην έννοια της μεταφυσικής των πραγμάτων. Δεν είχα προσχωρήσει.
Χρησιμοποιώ τη λέξη μύηση πολύ προσεκτικά. Κλείνει μέσα της μια απίστευτη δυναμική και ταυτόχρονα είναι εύθραυστη στο άγγιγμά της, αδιάβατη γνωστικά. Μόνο βιωματικά την κατακτάς ύστερα από συνεχή και επώδυνη άσκηση.
Η ιστορική τριλογία, λοιπόν, καθώς και τα πρώτα μου μη ιστορικά μυθιστορήματα, γράφτηκαν με ρεαλιστικές δομές, και με κάποιες μόνο αναλαμπές μεταφυσικής ή υπερρεαλισμού. Η μεταφυσική όρασή μου (την αποκαλώ έτσι γιατί μόνο με αυτόν τον τρόπο την εννοώ) διαμορφώθηκε στα χρόνια που έγραφα το Πήραν την Πόλη, πήραν την. Το μαγικό στοιχείο που υπήρχε στους θρύλους σε σύμμειξη με το καθαρά ιστορικό ήταν μια συναρπαστική εμπειρία που με μυούσε στα μυστικά μιας συλλογικής έννοιας του μεταφυσικού όπως γεννιόταν από τη λαϊκή βίωση. Αυτή ήταν και μια αιτία που λίγο μετά στράφηκα στο δημοτικό τραγούδι στο «Τραγούδι του νεκρού αδερφού» και έγραψα το καθαρά μεταφυσικό μυθιστόρημά μου, τον Άγγελο της Στάχτης, που τον είπα επαλήθευση της ζωής μου.
Επαναλαμβάνεις τη λέξη μύηση ακόμη και όταν μιλάς για τα ιστορικά σου μυθιστορήματα. Η λέξη μύηση μου θυμίζει τελετή, τελώ, τέλος, αλλά και την ικανότητα να ξεπεράσει ο άνθρωπος την ανθρώπινη κατάσταση. Εκείνο που με γοητεύει στη δική σου σκέψη είναι ότι ο μυητικός θάνατος δεν οδηγεί στο υπερπέραν αλλά σε μια εμπνευσμένη ζωή του θνητού πάνω στη γη. Ο μυημένος δεν γίνεται αναγκαστικά άγιος αλλά πιο ανθρώπινος.
Όταν κυκλοφόρησε το Ξύλινο Τείχος, η Ελένη Γκίκα μου πήρε μια συνέντευξη για την εφημερίδα Έθνος, και η πρώτη ερώτηση που έκανε ήταν πάνω σε μια φράση μου πως: «Αν και ιστορικό μυθιστόρημα, λέω πως το έγραψα μυητικά».
Η «μύηση» είναι μια λέξη που δεν ερμηνεύεται, βιώνεται μόνο σε απόλυτα προσωπική εμπειρία. Θα μπορούσα να πω ότι είναι μια εσωτερική άσκηση ή εσωτερική γνώση, η συμμετοχή στο αόρατο ή ορατό «γίγνεσθαι» των πραγμάτων. Θα μπορούσα να πω ακόμα ότι είναι η κατάκτηση της γνώσης του απόκρυφου, του μυστηριακού. Και όταν λέω πως γράφω τα μυθιστορήματά μου «μυητικά» ή και διαισθητικά, εννοώ την καταβύθιση μέσα μου, σε εκείνη την εσωτερική όραση ή διόραση. Είμαι «ο μύστης των φύλλων της ελιάς» λέει ο Ελύτης, πάει να πει, γνωρίζω ή μαντεύω το μυστικό «γίγνεσθαι» της δημιουργίας του φύλλου της ελιάς. Κάπως έτσι. Και, ναι, τα μυθιστορήματα μου τα γράφω «μυητικά» και διαισθητικά, όμως αυτό δεν ερμηνεύεται. Εξάλλου, πώς αλλιώς θα μπορούσα να μπω στην αντίληψη του αρχαίου κόσμου, στη διαφορετικότητά του, να βρω τη σαγήνη που κρύβει αυτή ακριβώς η διαφορετικότητα, αν δεν είχα βυθιστεί μέσα της, να ανασύρω «μυητικά» τη χαμένη μνήμη του αίματος, ή αλλιώς, τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν μια συλλογική αρχετυπική μνήμη πάνω στον ίδιο τόπο, στην ίδια γη, αυτή που ο σαλαμινομάχος Αισχύλος την είπε «σύμμαχο».
Πιστεύω πως ένα ιστορικό μυθιστόρημα μόνον αυτή η μυητική ανίχνευση της αλήθειας του μπορεί να το φέρει στους δικούς μας καιρούς, μέσα από την ανθρώπινη περιπέτεια, από τις αγωνίες, τους φόβους, την υπαρξιακή βίωση των γεγονότων. Και αυτή την τελετουργία της καθημερινότητας του μακρινού εκείνου κόσμου, του καταργημένου αλλά και μαγικά παρόντα» όπως τον είπα, μόνο η ποιητική – που είναι μυητική – καταβύθιση θα μπορούσε να την ανασύρει από τα βάθη της, ή, αλλιώς, να την κάνει να «αναδυθεί», όπως θα έλεγε ο Μπασλάρ, από τα αρχέτυπα της μνήμης, για να γίνει μια διάσταση του δικού μας χρόνου αλλά και να αγγίξει τα ενδιαφέροντα του σημερινού αναγνώστη.
Κάθε τόπος στο έργο σου μεταμορφώνεται σε μια στιγμή του κόσμου. Υπάρχει στην πεζογραφία σου «μια διαλεκτική της αντανάκλασης και του βάθους», όπως θα έλεγε ο φαινομενολόγος Bachelard. Η συνάντηση χώρου και χρόνου προκαλεί τη συγκρότηση ενός νέου σύμπαντος, συνάμα ορατού και αόρατου. Έτσι, κάθε τοπίο που (περι)γράφεις έχει μια δική του δυναμική που οδηγεί σε νέα βάθη.
Η παρατήρησή σου αυτή πως «κάθε τόπος στο έργο μου μεταμορφώνεται σε μια στιγμή του κόσμου», μ’ έκανε και πάλι να σκεφτώ. Στο προηγούμενο μήνυμά μου σου είχα γράψει πως μ’ έκανες να ανατρέξω στους τόπους που χρησιμοποίησα, να τους δω ξανά. Όμως εσύ επανέρχεσαι, που σημαίνει, δίνεις ιδιαίτερη σημασία. Και ο τρόπος με τον οποίο συνδέεις αναγωγικά τον τόπο με τη χρονική στιγμή, με πάει ακόμα πιο βαθιά. Λες «ο τόπος μεταμορφώνεται», και παρακάτω αναφέρεις τον Bachelard, για να με κάνεις να σκεφτώ πως μόνο με Bachelard θα μπορούσα να σου απαντήσω.
Βρίσκω δύσκολη την απάντηση. Δεν είχα συνειδητοποιήσει τη σημασία που εγώ η ίδια έδινα κάθε φορά στον «τόπο». Όμως τώρα εξηγώ γιατί οι τόποι εκείνοι έμειναν μέσα μου ιεροί. Όταν με τη σκέψη μου πηγαίνω εκεί – και το κάνω πολύ συχνά – είναι σαν να τους έζησα άπειρα πιο πραγματικά από τους πραγματικούς τόπους της ζωής μου.
Όμως τώρα πρέπει να κάνω την καταβύθισή μου με την ποιητική μέθοδο του Bachelard (μόνο με την ποίηση μπορείς να φτάσεις στα ακρότατα βάθη της ψυχής, είπε) για να δω τι θα φέρει.
Και λέω. Στα μυθιστορήματά μου υπάρχει πάντα ένα σπίτι που γίνεται σύμβολο – πολύ μετά έμαθα πως το σπίτι είναι ένα αρχετυπικό σύμβολο της ψυχής. Σε κάποια νεανικά μου μυθιστορήματα, το σπίτι αυτό έρχεται στα όνειρα της ηρωίδας μου πότε φλεγόμενο να το ακούει που περπατά πίσω της με κάτι πελώριες πατημασιές. Πότε λυγισμένο στα δυο, ν’ απλώνει τα πέτρινα χέρια του προς εκείνη. Και σίγουρα τα όνειρα αυτά παίδευαν τα δικά μου νεανικά χρόνια όταν έφυγα από την ιδιαίτερη πατρίδα μου, τη Λήμνο.
Στα κατοπινά μυθιστορήματα, το σπίτι είναι πάντα ταπεινό, ένα σπίτι σαν αυτά που περιγράφει ο Ρίλκε, της πρώτης μοναξιάς και της πρώτης ονειροπόλησης, όπου οι ήρωές μου ψάχνουν να βρουν την ψυχή τους. Και πάντα ζωντανό. Οι αναμνήσεις που κρέμονται από τους τοίχους ή οι κινούμενες σκιές τη νύχτα.
Πρέπει να μείνω στη λέξη «ζωντανό». Πέρα από το σπίτι, οι τόποι που διάλεξα για τα μυθιστορήματά μου, σχεδόν όλοι, είναι ζωντανοί. Οι περισσότεροι είναι τόποι τελετουργιών, όπως στην Έκτη Σφραγίδα, όπως στον Άγγελο της Στάχτης, όπως στη Λάμπα Θυέλλης. Κι ακόμα, όπως στον Ιερό Ποταμό και όπως στο νέο μου μυθιστόρημα Υγρό φεγγαρόφωτο.
Είναι τόποι τελετουργιών και έχουν νερά. Άσπρα καθαρά νερά – να θυμίζουν «τον άσπρο ποταμό, την άσπρη πέτρα» – ζωντανά κι αυτά. Για παράδειγμα, στην Έκτη Σφραγίδα, τα νερά σηκώθηκαν όρθια τη νύχτα της πανσέληνος που ήταν νύχτα των τελετουργιών, όρθια, χωρίς να έχει εξουσία πάνω τους ο νόμος της βαρύτητας. Κι ύστερα, όταν έριξαν φάρμακο να καταστρέψουν τη γύρω βλάστηση, η αρχαία πηγή «αυτοκτόνησε». Τα νερά κύλησαν στα έγκατα της γης, χάθηκαν.
Στη Λάμπα Θυέλλης πάλι, που ο τόπος ήταν το σπίτι και το μεγάλο κτήμα με το παλιό αλώνι και τους θαμμένους θεούς, υπήρχαν τα νερά της πηγής όπου καθρεφτιζόταν η ξεστρατισμένη ψυχή του νεκρού στρατιώτη.
Επίσης, στον Ιερό Ποταμό, ήταν τα άσπρα καθαρά νερά που πότε ήταν γλυκά, μιλητικά, και πότε θύμωναν και γύριζαν πίσω. Αυτά τα περίεργα νερά που έρχονταν στα όνειρα του ήρωά μου πότε με λουρίδες αίμα και πότε με το φιλντισένιο κορίτσι να περπατά πάνω τους.
Θα επιμείνω στη λέξη ζωντανός. Η παρατήρησή σου μ’ έκανε να δω ότι: οι τόποι που χρησιμοποίησα στα μυθιστορήματά μου είναι σχεδόν όλοι ζωντανοί και κρύβουν ένα μυστήριο μέσα τους, σαν περίεργη έννοη φόρτιση, μια δύναμη. Τόποι που συμμετέχουν στη ζωή των ανθρώπων, συμμετέχουν στις πράξεις τους και κάποτε τις ανατρέπουν. Ο τόπος της Έκτης Σφραγίδας αμύνθηκε μόνος του ενάντια στην καταστροφή που ετοίμαζαν οι άνθρωποι, έγινε καμένο του κεραυνού.
Στον Άγγελο της Στάχτης ήταν η «ποιητική γεωγραφία του Άδη μετατοπισμένη στο τοπίο των ζωντανών». Έτσι το πέτρινο δέντρο που άνθισε και οι διψασμένες ψυχές «συν δυο συν τρεις» που ψάχνουν για νερό μεταφέρονται στο τοπίο των ζωντανών σαν να είναι ενιαίο. Αναρωτιέμαι αν, με κάποιο τρόπο, απάντησα στο μήνυμά σου.
Λες: «Η συνάντηση χώρου και χρόνου προκαλεί τη συγκρότηση ενός νέου σύμπαντος, συνάμα ορατού και αόρατου. Έτσι, κάθε τοπίο που (περι)γράφεις έχει μια δική του δυναμική που οδηγεί σε νέα βάθη».
Δεν ξέρω να απαντήσω σ’ αυτό. Αν έτσι είναι, αισθάνομαι πολύ δικαιωμένη από αυτό που έδωσα. Όμως δεν μπορώ να το κρίνω ως εκεί. Μπορώ να το αναλύσω, αλλά όχι να το κρίνω.
Το βλέμμα σου, η ματιά σου πάνω στα πράγματα, μου θυμίζει συχνά ιμπρεσσιονιστική ζωγραφική, π.χ. στο Σώμα θυμήσου… «το χειμωνιάτικο τοπίο λιώνει μέσα στη μνήμη» (σ. 19).
Παρατηρείς πράγματα που δεν τα είχα δει. Μ’ αρέσει αυτό που λες, όμως δεν μπορώ να το κρίνω. Εκείνο που μπορώ να πω είναι ότι ο λόγος μου, όταν γράφω, είναι ζωγραφικός. Τον βλέπω. Ή, για να το πω αλλιώς: Αυτόματα, γράφοντας, εικονοποιώ το λόγο. Αυτές οι υπερρεαλιστικές εικόνες που υπάρχουν στα κείμενά μου είναι ζωγραφικά σχήματα που λιώνουν μέσα στο λόγο, αποτυπώνονται. Αποτύπωμα. Αυτή είναι η λέξη. Το βλέμμα αποτυπώνει την εικόνα. Εικόνα πραγματική και εικόνα ονειρική. Αναδυόμενες μια μέσα από την άλλη. Θραύσματα μόνο. Ένα θραύσμα από την εικόνα. Αυτό που βλέπω στη συγκεκριμένη στιγμή σε μια σχέση πάντα με το χρόνο και το πρόσωπο. Τις καταστάσεις, τα πρόσωπα, την κίνηση, τα βλέπω. Γι’ αυτό μίλησα παραπάνω για τη σημασία της όρασης στην προσωπική μου διαδρομή.
Στο νέο σου μυθιστόρημα ένας ήρωας είναι άστεγος. Η μεταφυσική σου έμπνευση δένεται με ένα βαθύ κοινωνικό προβληματισμό. Δηλαδή, η
αποστολή του ποιητή (του «ποιούντος») είναι να εμπνέει και να καθοδηγεί, να διαβάζει μέσα στο χώμα της γης ουράνια μηνύματα.
«Να διαβάζει μέσα στο χώμα της γης ουράνια μηνύματα!» Ευλογημένος εκείνος που το μπορεί. Που έχει αυτό το θείο δώρο. Κι ας είναι ο πιο ταπεινός. Στο καινούριο μου μυθιστόρημα, που το λέω Υγρό φεγγαρόφωτο, ναι, ο ήρωάς μου είναι άστεγος για ένα μεγάλο διάστημα. Είναι ένα θέμα που με βασάνισε πολλά χρόνια. Αυτή η αναλγησία της πολιτείας, η αγνόηση των ανθρώπων αυτών (τα τελευταία χρόνια υπάρχει κάποια ευαισθησία, κάποια μέριμνα). Κι απ’ την άλλη πλευρά, η ερημιά του άστεγου, η απόρριψή του από το συμπαγές σύστημα, η περιθωριοποίησή του. Η απέραντη σιωπή μέσα στην οποία βουλιάζει. Έκανα μεγάλη έρευνα, διάβασα τυχαίες συνεντεύξεις τους, γνώρισα τα λημέρια τους, τη δυσπιστία τους, την άλλη όψη της περιφρόνησης για κείνους που τους αγνοούν. Οι περισσότεροι είναι άνθρωποι με αξιοπρέπεια, με μόρφωση, άνθρωποι πονεμένοι, εγκαταλειμμένοι. Ζουν με σκυφτό κεφάλι και κάποιοι φιλοσοφούν. Ένας από τους άστεγους που στήριξε τον ήρωά μου φιλοσοφεί. «Τώρα πρέπει να βρεις το θάρρος που γεννά η έσχατη απελπισία», του είπε. Κι ύστερα: «εκείνος που διαμόρφωσε το πρόσωπό του μέσα στην αγωνία, δεν φοβάται το πεπρωμένο του». Λόγια που βοήθησαν τον ήρωά μου να βγει από την προσωπική του απελπισία. «Η έσχατη απελπισία ως εμμονή ύπαρξης», αυτή η φράση του Σπινόζα ήταν το πιστεύω του.
Αναρωτιέμαι ποια απήχηση θα έχει το μυθιστόρημα. Όμως, ξέρεις, λέω πως το έγραψα για μένα. Κι ύστερα, δεν υπάρχει σ’ αυτό μόνο η περίπτωση του άστεγου. Είναι μια προμηθεϊκή ιστορία που κι αυτή με βασάνιζε χρόνια. Ένας σύγχρονος Προμηθέας που με κίνδυνο της ζωής του διασώζει και παραδίδει στους ανθρώπους ένα κειμήλιο αρχέγονης γνώσης, όμως οι άνθρωποι τον σταυρώνουν. Μια περιπέτεια σύγχρονης ζωής, ο αρχαίος μύθος μεταφερμένος στις μέρες μας.
«Η μεταφυσική έμπνευσή σου, γράφεις, δένεται με ένα βαθύ κοινωνικό προβληματισμό». Με ευχαριστεί που το επισημαίνεις. Όμως, πώς θα μπορούσε ένας συγγραφέας να είναι άσχετος από τη μοίρα του τόπου του και του καιρού του;
Πώς λειτουργεί η έμπνευση στο έργο σου; Γράφεις σαν να είναι ένας άλλος που γράφει ή ελέγχεις ανά πάσα στιγμή το λόγο σου;
Όπως σου έγραψα και σε ένα άλλο μήνυμά μου, γράφω μυητικά και διαισθητικά. Όμως και δεν παύω να έχω ανά πάσα στιγμή τον απόλυτο έλεγχο του λόγου μου. Ποτέ δεν αφήνω να με παρασύρει αυτό που λέμε έμπνευση. Αρκεί εκείνο που γράφω να είναι έτοιμο μέσα μου. Να έχει κυοφορηθεί. Γι’ αυτό και γράφω μόνον γι’ αυτά που με ενδιαφέρουν. Αυτά που με βοηθούν στην αυτοενδοσκόπηση, στην αυτογνωσιακή διαδικασία. Το κάθε μυθιστόρημά μου, στη χρονική στιγμή που το έγραφα, αντιπροσώπευε αυτά που πίστευα, όπως τα πίστευα. Αφιέρωσα δυο χρόνια από τη ζωή μου για να γράψω το βιβλίο μου Σάμουελ Μπέκετ – Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης. Κι άλλα δυο χρόνια για το βιβλίο μου Οδυσσέας Ελύτης – Ένα όραμα του κόσμου. Όμως αυτό ήθελα να κάνω τότε. Αυτό είχα ανάγκη. Ζούσα την έννοια της αβύσσου στο έργο του Μπέκετ, της ανυπέρβατης αβύσσου. Κι ύστερα από αυτό είχα ανάγκη να βρω την υπέρβαση στην ποίηση του Ελύτη. Για μένα τα έγραψα και τα δύο βιβλία. Θέλω να πω, δεν γράφω κάτι που το σχεδιάζω με το μυαλό. Το κάθε έργο γεννιέται από την εσωτερική ανάγκη. Και δουλεύεται χρόνια μέσα μου σε μια δική του σιωπή και παράλληλα με όσα άλλα γράφω στον τρέχοντα χρόνο.
Στις 24 Ιουνίου 2008 σε κάλεσαν στον Κορυδαλλό να μιλήσεις με κατάδικους που είχαν διαβάσει το μυθιστόρημά σου Με τη λάμπα θυέλλης. Φαντάζομαι ότι ήταν μια μοναδική εμπειρία που έκανε τη μεταφυσική έμπνευσή σου να συνδέσει τη φυλακή με το πλατωνικό σώμα ως «δεσμωτήριον της ψυχής».
Μια μοναδική εμπειρία, όπως το λες. Μόνο που, την πλατωνική έννοια του σώματος ως «δεσμωτηρίου της ψυχής», αλλιώς την εννοείς στο δωμάτιό σου, περιτριγυρισμένος από τα βιβλία σου, και αλλιώς τη βιώνεις στον παγωμένο χώρο της φυλακής.
Ας τελειώσουμε όπως αρχίσαμε με τον Άγγελο της Στάχτης. Μου μιλάς τόσο συχνά γι’ αυτό το έργο σου που ξέρω πια ότι είναι το αγαπημένο σου. Μου είπες μάλιστα κάποτε πως όλα τα βιβλία που έγραψες, ιδιαίτερα τα ποιητικά, προετοίμασαν το δρόμο μόνο για τον Άγγελο. Και ακόμη πως αποτελεί την πιο καθαρή ποίηση – την επαλήθευση της ζωής σου.
Λίγα κείμενα με συγκλόνισαν στη ζωή μου όσο το “Τραγούδι του νεκρού αδερφού”, η δύναμη του όρκου που έκανε τον Κωνσταντίνο να σηκωθεί από το μνήμα και να πάει να φέρει την αδερφή. Ένα τραγούδι που ενσωματώνει όλη την ποίηση του λαού μας στον τρόπο που αντιμετώπισε τη μεταφυσική του. Χρόνια με προκαλούσε σαν συγγραφέα αλλά και με τρόμαζε. Περίμενα να αισθανθώ έτοιμη γι’ αυτό, να κυοφορηθεί μέσα μου σ’ έναν καινούριο μύθο. Δεν ήταν εύκολο. Βήμα βήμα περπάτησα με τον Κωνσταντίνο τα μοναχικά μονοπάτια της καταχνιάς, στην αντίπερα όχθη, να βρω τον άλλο πόνο, την άλλη γνώση, τους δρόμους ενός νέου Ορφέα, μέσα από τη συλλογική συνείδηση, από τη συλλογική μνήμη του αίματος.
Η εύθραυστη πραγματικότητα όπου έζησαν τα πρόσωπα αυτού του μυθιστορήματος, με το υπερφυσικό να εισχωρεί στη λογική και να την ανατρέπει, ήταν μια μοναδική εμπειρία, ένα ταξίδι αναρχικό και σαγηνευτικό από εκείνα που οδηγούν την ψυχή στον μεγάλο πόνο της γνώσης.
Όποια τύχη κι αν είχε Ο Άγγελος της Στάχτης στις περίεργες μέρες μας, εγώ ξέρω πως έγραψα ένα μυθιστόρημα με μια δύναμη μέσα του, ένα μυθιστόρημα ποίηση, που μεγάλυνε την ψυχή μου, την έφερε πιο κοντά στην αλήθεια της. Ήταν η αγάπη που κράτησε χίλια χρόνια και έκανε το πέτρινο δέντρο ν’ ανθίσει. Ήταν ο όρκος που νίκησε τον σκοτεινό θεό. Ήταν η μουσική του Φοίβου που ανέτρεψε το άβατο του Άδη. Ήταν ο ίδιος ο Κωνσταντίνος που μπήκε στην προϋπαρξιακή διαδρομή του και έζησε την περιπέτεια της ευφυϊας του. Δυο πρόσωπα μαγικά που συναντιούνται στο λυκόφως της ζωής και του θανάτου. Κουβαλούν έναν διαφορετικό κόσμο το καθένα, μια άλλη μνήμη, μια άλλη εκδοχή της κοσμικής αλήθειας.
Η περιπλάνηση της ψυχής πριν από τον πόνο της εφημερότητάς της. Ο λυπημένος Άγγελος της Στάχτης που νίκησε το Έρεβος. Ο ορφικός εραστής, ο γητευτής των ψυχών. Σήμερα λέω, μια ποιητική γεωγραφία του Άδη μετατοπισμένη στο τοπίο των ζωντανών. Φαντασία και διαίσθηση και στοιχεία ζωντανά από το δημοτικό τραγούδι, από την ομηρική νέκυια, από τα ορφικά, από την Παλατινή Ανθολογία, από τις παραδόσεις μας τις τόσο πλούσιες για το ταξίδι της ψυχής και τον άλλο κόσμο.
Σε μια εποχή που ο θάνατος έγινε η πιο ευτελής πράξη, θέλησα να δώσω ένα μυθιστόρημα που να ανιχνεύει το άδυτο της ψυχής. Την ψυχή. Ένα μυθιστόρημα από την ψυχή προς την ψυχή.
Και ένα υστερόγραφο. Η «συνομιλία» μας έγινε με ηλεκτρονική επικοινωνία και όχι στο σπίτι σου, στην Αθήνα ή στη Μύρινα, ενώπιος ενωπίω. Οι ήρωές σου δεν διστάζουν να έχουν το ένα πόδι στη σύγχρονη τεχνολογία και το άλλα σε ιερά εδάφη. Θέλησα για λίγο να γίνω ηρωίδα σου.
Οι παρατηρήσεις σου κόβουν κι απ’ τις δυο μεριές. Πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να τα πούμε όλα αυτά που γράφτηκαν – κι άλλα τόσα που δεν γράφτηκαν – μέσα σε ένα δωμάτιο όπου κάθε δέκα λεπτά θα χτυπούσε το τηλέφωνο! Και, νομίζω, από τη σύγχρονη τεχνολογία προτιμούμε τα «ιερά εδάφη».
Θέματα Λογοτεχνίας, τεύχος 39, 2008