«Ειμαι ενα αστρο που κλαιει μοναχο»
Θέατρο της ονειροπόλησης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυτή η συλλογή των έντεκα θεατρικών μονολόγων με τίτλο Είμαι ένα άστρο που κλαίει μονάχο. Με πρωταγωνιστή τον Άνθρωπο, μυθική φιγούρα, και συμπρωταγωνιστές, τη Μοναξιά και τη Μνήμη, η Λαμπαδαρίδου συναρμολογεί «σαν πολύτιμα ψηφιδωτά»1 τις εσωτερικές της φωνές, τις συνδέει με το σύμπαν και τις εγγράφει στην κοσμική διαχρονικότητα.
Με κληρονομιά, ίσως ακόμη και με πεπρωμένο, τη μαθητεία της στο μπεκετικό στοχασμό, η συγγραφέας καταδύεται ως Ποιητής στην «εγκόσμια μοίρα»2 του ανθρώπου, ανασύροντας μνήμες αρχέγονες, διασωσμένες από την τυραννία του χρόνου, «του ανοιγμένου σαν πελώρια τρύπα»3. Πρόκειται γι’ αυτές τις «φωνές» του παρελθόντος που η συγγραφέας θεωρεί «πιο ζωντανές και από την αλήθεια της ζωής μας»4 και τις αναμοχλεύει, ως άλλη Γουίνι, αδιαφορώντας για τα «πτώματα» και τους «σκελετούς»5 στο πέρασμα της απόλυτης τραγικότητας.
Στην αστρική ψυχογραφία της Λαμπαδαρίδου τα πρόσωπα της συλλογής, οχυρωμένα στο περίκλειστο σκοτεινό παρόν, διαλέγονται με την Απουσία, ανακαλώντας το παρελθόν σ’ ένα ανοιχτό, ολόφωτο τοπίο. Μοιάζουν με τους «ονειροπόλους της ονειροπόλησης»6 του Bachelard, ο οποίος ορίζει την ονειροπόληση ως «μια ονειρική δραστηριότητα μέσα στην οποία υπάρχει μια λάμψη συνείδησης»7.
Πράγματι, στους μονολόγους της Λαμπαδαρίδου, οι ήρωες διατυπώνουν ένα “cogito”8 και είναι παρόντες στη διαδικασία της ονειροπόλησης, στην αναζήτηση «μιας ρομαντικής ψευδαίσθησης», όπως την αποκαλεί η συγγραφέας9. Οι ήρωές της, συνδυάζοντας εξαιρετικά τo «cogito» του ονειροπόλου, αλλά και την ποιητική ανάταση, καταφέρνουν να στοχαστούν, να αναστηθούν, να συγκινηθούν, να συμπάσχουν μέσα από μια περιπλάνηση σε παρηγορητικές κοσμικές εικόνες. Διεισδύουν σ’ αυτό που ο Bachelard ορίζει ως «το βάθος των πραγμάτων»10, με άλλα λόγια, «οι εικόνες αυτές μεγαλώνουν από μόνες τους μέχρι το επίπεδο του σύμπαντος»11. Συνεπώς, τα πρόσωπα, συντροφιά με τη νοσταλγία, στήνουν σκηνικά αλλοτινών καιρών με σπαράγματα αναμνήσεων από «νερό σκοτεινό σαν φλόγα», «άρωμα από πευκοβελόνες», «νερολούλουδα», «ένα μικρό τρυφερό χώρο από κοιμισμένα πουλιά και πυρωμένο τοπίο», από «χώμα που πονεί», «ανέμους που κουρνιάζουν μέσα τους». Ο Bachelard θεωρεί ότι στη διαδικασία της ονειροπόλησης «ξαφνικά μια εικόνα βρίσκεται στο κέντρο τού είναι μας που φαντάζεται. Μας κρατάει, μας καθορίζει. [] Ένα λουλούδι, ένα φρούτο [] εκλιπαρούν ξαφνικά να τα σκεφτούμε [], να τα βοηθήσουμε να αξιωθούν τον τίτλο του συντρόφου του ανθρώπου»12.
Στα παρόντα κείμενα η κίνηση ευεργετημάτων στους δύο κόσμους των ηρώων, του ατομικού και του συλλογικού, είναι αμφίδρομη. Η ψυχική ένδεια αιμοδοτείται από τη σύνδεση της μνήμης με τη δύναμη των «τεσσάρων στοιχείων»13 και της ανταποδίδει το μεγαλείο συμπαντικής διάστασης, σηκώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την αυλαία μιας κοσμικής παράστασης, αρχής γενομένης από τον τίτλο. Η Luce Irigaray στις μελέτες της μιλάει για πάθη που «μεταμορφώνονται σε φαινόμενα υδάτινα, ουράνια, ηλιακά, ηφαιστιώδη, φωτισμένα ή σκοτεινά»14, όπως ακριβώς περιγράφει η Λαμπαδαρίδου τα πάθη των δικών της ηρώων, μεταγγίζοντας στην ψυχή και το σώμα τους την ουσία του σύμπαντος. Αυτή η εκλεκτική συγγένεια παθών και κοσμικών στοιχείων απογειώνει τις αισθήσεις και συνακόλουθα τη λογοτεχνική δεινότητα της δημιουργού.
Αν συνδέσουμε τη φιλοσοφική θεώρηση των «τεσσάρων στοιχείων» του Bachelard με τον αντικατοπτρισμό τους στο ανθρώπινο σώμα, όπως το οραματίζεται η Irigaray ως ένα «σώμα ρευστό, πάντα ασταθές, που κουβαλάει αίμα και γάλα, αέρα και νερό και φως»15, τότε έχουμε την Ποιητική της συμπαντικής ύπαρξης στο έργο της Λαμπαδαρίδου. Σταχυολογώ ενδεικτικά:
Με έσφιξες πάνω σου και το σώμα σου μοσκοβολούσε δρόμο μακρινό και άνοιξη που κοιμάται στις ρίζες, μοσκοβολούσες χρυσαφένιο σπέρμα και ιώδιο του βυθού. []. Οι άνεμοι [] κουρνιάζουν μέσα μου πια. [] Μια σιωπή από άβυσσο, που σπάζει ένα γύρω [] ν’ αναβλύσει μαύρο σκοτεινό νερό16.
Είναι λίγος καιρός, μέσα στο μυαλό μου φυσάει ένας άνεμος. [] Και με παρασέρνει [] σαν φρύγανο πάνω στα νερά. [] Και το νερό μπαίνει από παντού. Ένα νερό σκοτεινό σαν φλόγα17.
Γίνομαι γη καμένη. [] Κι η μνήμη διαλύεται σαν σταγόνες ήλιος σε νερό. [] Επιστρέφω στη σκοτεινή, πυρωμένη νύχτα. [] Αυτός ο κόσμος ήταν ωραίος, με το φεγγάρι να λιώνει μέσα στο φόβο. [] Είμαι ένα άστρο που κλαίει μονάχο στην άκρη του πλανήτη18.
Ο υπαρξιακός προβληματισμός της Λαμπαδαρίδου μοιάζει κατά συνέπεια να συνταυτίζεται και με τη φιλοσοφική σκέψη του Bachelard, όταν υπογραμμίζει τη θετική όψη της ονειροπόλησης, αυτής που «ποιεί», καθιστώντας την ικανή να «δεχθεί την ετυμολογική έννοια της λέξης ποιητική»19. Κάθε μονόλογος της συλλογής αποτελεί μια ξεχωριστή συνάντηση με τη μνήμη και το συναίσθημα, μια ιδιαίτερη συνοδοιπορία με τον κόσμο. Αυτή η πάλλουσα ποιητική φλέβα δεν θα μπορούσε να αγνοήσει τα μικρά οικεία σημάδια ευτυχίας που συνδέουν τους ήρωες με την απελθούσα ελπίδα. Εξάλλου, αν κάτι χαρακτηρίζει κατ’ εξοχήν τη γραφή της είναι η ένταση των εκφραστικών της μέσων, το πάθος που σιγοκαίει μέσα στις λέξεις, η ηδονή που μεταλλάσσεται σε αγωνία, η σκέψη που μετουσιώνεται σε τελετουργία. Ο Bachelard τονίζει εύστοχα ότι «η ποιητική έκφραση που κερδίζεται μέσα στην ονειροπόληση αυξάνει τον πλούτο της γλώσσας»20.
Η Λαμπαδαρίδου, ως πολυπλάνητος οδοιπόρος της ψυχικής περιπέτειας, προσφέρει στους ήρωές της το προνόμιο να ταξιδεύουν ελεύθερα σ’ αυτόν τον ονειρικό χώρο, μεταλαμπαδεύοντας άρωμα ζωής στο αμετάκλητο του θανάτου. Είναι προφανής αυτή η αντιστικτική διάθεση των υπάρξεων που ακροβατούν ψυχικά και σωματικά μεταξύ ζωής και θανάτου μέσα σ’ έναν καμβά ιστοριών απουσίας και «αγρυπνίας του πόνου»21. Εκκρεμείς ερωτικές υποσχέσεις, οριστικοί αποχωρισμοί, υπογραμμένοι από το θάνατο, απέλπιδες κινήσεις στα όρια της τρέλας, μητρικός σπαραγμός, απροσπέλαστες σχέσεις, ανέκκλητη δόξα, φθινοπωρινά αδιέξοδα, καυτές προδοσίες, «ραγισμένες μνήμες», «ομολογίαι ενοχών», έντεκα αφηγηματικές καταθέσεις με λεπτοφυείς εσωτερικές διακυμάνσεις δομούν τη σκηνική τοπογραφία και παραπέμπουν έκδηλα σ’ ένα «τεράστιο ψυχικό τοπίο, όπου έρχονται αντιμέτωπες δυνάμεις, οι ψυχικές δυνάμεις του εγώ»22.
Αν ο αναγνώστης-θεατής καταφέρει να ακούσει προσεκτικά τη φωνή των ηρώων, έχει την οξύμωρη αίσθηση ότι διαδραματίζεται ένα είδος «ενδόμυχης επανάστασης»23, επικαλυμμένης από οδύνη. Έχοντας ως δάνειο τον όρο αυτό από τη φιλόσοφο Kristeva, στα κείμενα της Λαμπαδαρίδου επιβεβαιώνεται, κατά τη γνώμη μας, ο επαναπροσδιορισμός της ανάκλησης της μνήμης, πέρα από τη διασταύρωση του τραύματος με την κοσμικότητα, ως μια αναγέννηση, «μια ατελείωτη ανα-δημιουργία» 24, «μια ψυχική ανα-δόμηση»25. Και δεν περιορίζεται αυτή η «ενδόμυχη επανάσταση» στα πλαίσια μιας φαντασιακής ανάτασης. Διευρύνεται και μετουσιώνεται σε ποιητική έκκληση μέσα από την αντίστοιχη «ενδόμυχη επανάσταση» της δημιουργού της. Ο λόγος της, όμοιος με «κοινωνική εκδήλωση της ψυχικής ζωής»26, διατρέχει ένα μυητικό ταξίδι, σαν αυτό που αποκαλεί η Kristeva, «παράδοξη συν-χώρεση»27, δηλαδή «ένα συλλογικό λόγο που μετατρέπει το κακό και το θάνατο σε αφήγηση μιας ζωής, μιας καινούριας ζωής»28. Εξάλλου, στις προσωπικές της εξομολογήσεις εκ βαθέων η Λαμπαδαρίδου καταθέτει συγκινητικά:
Έζησα σε μια μοναχικότητα που εγώ την επέλεξα. Μια ανασφάλεια πάντα με παίδευε, μια αγωνία υπαρξιακή δε μ’ άφηνε να ησυχάσω. Γινόταν ενοχή σκοτεινή. [] Ωστόσο στα βιβλία μου υμνώ τη χαρά της ζωής. [] Αυτό που κάποτε λάμπει μέσα μου. Λάμπει σκοτεινό και απρόσιτο, σαν «νύχτα από τις άλλες μου ζωές»29.
Η Λαμπαδαρίδου μετουσιώνει αριστοτεχνικά την παλίρροια της ανθρώπινης ψυχής σε αισθητική εμπειρία, στοχεύοντας «στο θαύμα μιας αναρχίας υπαρξιακής, μεταφυσικής, ερωτικής»30, λυτρωμένης από το χρόνο και το χώρο. Με λόγο παρηγορητικό και αποκαλυπτικό ταυτόχρονα, υψώνει το δικό της άστρο στον ουρανό, ποιώντας ποίηση που αναβλύζει από «το πιο καθαρό αίμα της ψυχής»31. Μέσα σ’ αυτήν τη συλλογή η συγγραφέας σταλάζει τον πόνο ως απόσταγμα μεταφυσικής αναζήτησης, χαρίζοντας στους ήρωές της μέσα από τη γραφή της «τη γνώση [], αντλώντας από τη σοφία που κρύβει ο καθένας αιώνες μέσα του. Η γραφή ανάγει έτσι τη μύηση στα μυστήρια της Γνώσης και ενεργοποιεί την απόλυτη αλήθεια (α-λήθη), που μας προσκαλεί να ενωθούμε μαζί της»32.
Δημοσιεύτηκε στο Αφιέρωμα, Θέματα Λογοτεχνίας, τεύχος 39, 2008
Η Καλλιόπη Εξάρχου είναι καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, «Την άλλη φορά» στο Είμαι ένα άστρο που κλαίει μονάχο, Αθήνα, Άγκυρα, 2000, σ. 28.
2. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Σάμουελ Μπέκετ. Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης, Αθήνα, Φιλιππότη, 1980, σ. 16.
3. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, «Ω, η νύχτα που έρχεται!» στο Είμαι ένα άστρο που κλαίει μονάχο, σ. 39.
4. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Σάμουελ Μπέκετ, σ. 35.
5. Samuel Beckett, En attendant Godot, Paris, Les Editions de Minuit, 1952, σ. 90.
6. Gaston Bachelard, La Poetique de la reverie, Paris, Quadrige/PUF, 1960, σ. 129.
7. Gaston Bachelard, στο ίδιο.
8. Στο ίδιο.
9. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, «Εισαγωγή» στο Είμαι ένα άστρο που κλαίει μονάχο,
σ. 10.
10. Gaston Bachelard, σ. 151.
11. Στο ίδιο.
12. Στο ίδιο, σ. 132.
13. Στο ίδιο, σ. 151.
14. Luce Irigaray, Sexes et parentes, Paris, Editions de minuit, 1987, σ. 70.
15. Luce Irigaray, Passions elementaires, Paris, Editions de minuit, 1982, σ. 30.
16. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, «Μονόλογος της απουσίας» στο Είμαι ένα άστρο που κλαίει μονάχο, σσ. 49, 50.
17. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, «Μυρουδιά από πρωτοβρόχι», στο ίδιο, σσ. 64, 65.
18. Στο ίδιο, σσ. 67, 68, 69.
19. Στο ίδιο, σ. 131.
20. Στο ίδιο, σ. 137.
21. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, «Θέλω να ξενυχτίσω τη μοναξιά μου απόψε», στο ίδιο,
σ. 13.
22. Anne Ubersfeld, Lire le theatre, Paris, Editions sociales, 1982, σ. 155.
23. Julia Kristeva, La Revolte intime, Paris, Fayard, 1997.
24. Στο ίδιο, σ. 13.
25. Στο ίδιο, σ. 16.
26. Στο ίδιο, σ. 21.
27. Στο ίδιο, σ. 24.
28. Στο ίδιο, σ. 44.
29. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Μαζεύω τα υπάρχοντά μου, Αθήνα, Κέδρος, 2007, σσ. 10-11.
30. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, «Θέλω να ξενυχτίσω τη μοναξιά μου απόψε» στο Είμαι ένα άστρο που κλαίει μονάχο, σ. 14.
31. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Μαζεύω τα υπάρχοντά μου, σ. 9.
32. Ζωή Σαμαρά, «Ο Ιερός Ποταμός», Κριτική του μυθιστορήματος, Το Βήμα της Κυριακής, 14-3-2004.