Σ’ εσένα επιστράφω μία μία τις στροφεγγιές
που αξιώθηκα
κι εκείνα τα δωρεάν φθινόπωρα
τα πρωτοβρόχια της αγάπης
τη θέα του Αμίλητου
Σ’ εσένα τη Μαρία
από χρόνο ερειπωμένο
που τον κατάφαγαν τα δάκρυα
και τους παλιούς φεγγίζει παραδείσους.
Κι η άβυσσος μού ανήβηκε ως το γόνατο
Σαν τύχει και βρεθείς στην άκρη του χρόνου, όλα σου φαίνονται διαφορετικά. Σάμπως τα πράγματα να βγαίνουν από τον όγκο τους – αυτόν τον μαγικό όγκο που μια ζωή τον κουβαλούσες στο μυαλό σου από πέτρα και φως – να γίνονται ψυχή. Κι εγώ, που πατώ πια άκρη άκρη του χρόνου, έχω μπροστά μου μια Μύρινα ψυχή. Ψυχή διάφανη και λευκασμένη σαν το σεληνιακό τοπίο της. Ψυχή άδηλη και άρρητη να χωράει όλες τις μνήμες τις δικές μου, όλες τις δικές της, σαν τη μία μοναχική στιγμή που χωράει ολόκληρο το χρόνο του θνητού.
Απλώνω το χέρι να την αγγίξω. Ένα κατάρτι από παλιό ναυάγιο που έμεινε έξω απ’ τον καιρό. Αυτό είμαι. Και προσπαθώ να διακρίνω μέσα από τις υδάτινες επιφάνειες τη ζωή μου. Πατημασιές πάνω στο χρόνο. Με το σεληνόφωτο στην άκρη. Πατημασιές πάνω στο σεληνόφωτο. Αυτή η ιδιαίτερη σχέση μου με την ψυχή της Μύρινας – Κάστρο παλιά – είναι μια σχέση σεληνόφωτου και αναδυόμενου λευκού. Έτσι αναδυόμενη τη συναντώ κάθε φορά, κι όταν έγραφα το στίχο «τοπία αναδυόμενου λευκού», τη Μύρινα είχα στη σκέψη μου. Ό,τι έζησα στη ζωή μου, ό,τι έγραψα, όπου ταξίδεψα, το καθετί που με άγγιξε ήταν αναφορά στη σχέση μου με τον τόπο αυτόν τον μαγικό τον γεμάτο από τις αντηχήσεις του βιωμένου μου χρόνου.
Θα μπορούσα να γράψω μνήμες ατέλειωτες, για τα χρόνια της Κατοχής – όταν παιδιά ζήσαμε το φόβο και το παράλογο της ανθρώπινης βίας – να γράψω για τη στερημένη εφηβεία μας και για τα σκληρά νεανικά χρόνια της άγονης γραμμής, για τα όμορφα μαθητικά μας χρόνια και για τα πρώτα μας όνειρα. Θα μπορούσα να γράψω για τον πατέρα μου, τον Κλεόβουλο, που ήρθε πρόσφυγας από το Πραστειό του Μαρμαρά και έμεινε σε όλη του τη ζωή ένας ονειροπόλος νοσταλγός της χαμένης του πατρίδας, και για τη μητέρα μου, την Αθηνά, που κεντούσε δαντέλες στο φεγγαρόφωτο. Ο πατέρας των ψαλμών και των ατέλειωτων διηγήσεων για τα πικρά χρόνια της εξορίας και του διωγμού. Και η μητέρα από τον Κορνό, με τα τρεχούμενα νερά και το μαγευτικό κτήμα της Χαρκιάς και την πηγαία δύναμή της σε δύσκολα χρόνια.
Προτιμώ να γράψω για την ποίηση. Αυτή τη διάχυτη ποίηση που αναδύεται από την κάθε γωνιά της Μύρινας, από το κάθε σοκάκι της, από τους ήρεμους χρυσαφένιους λόφους της. Ποίηση από τις ιδιαίτερες οσμές της, θυμάρι και ακόνιζα και αλισάχνη του θαλασσόβραχου και ρίγανη και πέτρα πυρωμένη στον ήλιο και θυμωνιά. Ποίηση από τις αντηχήσεις ενός παρελθόντος μυθικού που είναι και δικό μου αφού είμαι λιθάρι από το βράχο της.
Προτιμώ να γράψω για της Σαπφώς τη «σελάνα» που την κάνει μαγική και μοναδική, με το λευκό της διάφανο κόκαλο να φεγγίζει την άλλη ζωή. Να γράψω για την έμπνευση που σε μεθά τις νύχτες του σεληνόφωτου και σε ταξιδεύει στον μυθικό της χρόνο. Να πω πόσο ζωντανός είναι ο τόπος αυτός, πόσο ζωντανός είναι ο μύθος των τεσσάρων χιλιάδων χρόνων που φέρει πάνω της.
Ανεμόεσσα την είπε ο Όμηρος. Αμιχθαλόεσσα. Πυρόεσσα. Απασέων γαιάων φιλτάτη. Ήταν από τότε η φιλτάτη απασέων γαιάων. Η ανεμόεσσα και η λευκή. Εκείνος που έχει ζήσει τις μυστικές της ώρες, ξέρει για το λευκό της φιλντισένιο κόκαλο στις νύχτες του φεγγαριού. Ξέρει για τους αγέρηδες που φυσούν εκεί, αυτούς που κατεβαίνουνε από το Βόσπορο, σηκώνοντας στη ράχη τους άναρθρα τα ιωνικά οράματα και τις κατοπινές νύχτες του θρήνου.
Ανεβαίνω στο Ιερό της Άρτεμης. Πέτρες ερριμμένες γύρω μου, ανάμεσα στο τουριστικό τσιμέντο που πονεί. Ακουμπώ στην ιερή πέτρα, στο Άδυτο, και κοιτάζω τη θάλασσα. Είναι αυτή που έφερε τους Αργονεύτες στις ακρογιαλιές της, τον μυθικό Ιάσωνα, να αγαπήσει την Υψιπύλη, να την κάνει ηρωίδα των τραγικών μας ποιητών.
Το χτες και το σήμερα, ο μύθος και το φως του ήλιου πάνω στην ώχρα των παλιών αρχοντικών, σε ταξιδεύουν στο παρελθόν και στο παρόν με την ίδια σαγήνη. Πίνεις τον καφέ σου στο Τεραίν ή στη Νεφέλη και κοιτάζεις τον ήλιο που βασιλεύει πίσω από τον Άθω, βάφοντας μαλαματένιες τις προσόψεις των σπιτιών. Ή κάθεσαι στο Γλάρο και κοιτάζεις τα ελάφια πάνω στους βράχους του κάστρου, που κυνηγιούνται πίσω από τις αιωνόβιες τάπιες. Προτιμότερο να περπατάς. Έτσι, θα δεις χαραγμένα πάνω στην πέτρα, στο πρόθυρο των σχολείων, των μεγάρων, των εκκλησιών, τα ονόματα των μεγάλων ευεργετών της. Κι αν τύχει και περάσεις από το Διαπόρι, θ’ ακούσεις τα ίδια τα λόγια του Κουντουριώτη να παίζουν ακόμα με τον άνεμο, “Πλέω μεθ’ ορμής ακαθέκτου…”
Πρώτη η Λήμνος! Πρώτη και στη σημαία της λευτεριάς. Σαν τύχει και πας στη Λήμνο, να θυμάσαι: Είναι κρυφά τα μάγια που θα σε δέσουν με τις ομορφιές της!
Όμως σήμερα μιλάμε για τη Μύρινα. Ήδη άρχισα να γράφω ένα βιβλίο για τον «μύθο» της, αυτόν που τον είπα ζωντανό, και μ’ αρέσει. Έτσι μπορώ ν’ ανεβοκατεβαίνω τις χιλιετίες της και να τη βρίσκω – να τη φαντάζομαι – σε στιγμές αρχέγονες, στιγμές άγριες (όταν ακόμα οι μυθικοί της θεοί και οι μοίρες εξουσίαζαν το μυαλό των ανθρώπων), αλλά και σε στιγμές άπειρης ομορφιάς, στιγμές ποιητικής ευδοκίας. Να τη φαντάζομαι ή να ανασύρω από τα βάθη του χρόνου της το ίδιο το γεγονός που τη χάραξε. Αυτή είναι η δύναμη της ποίησης: Μπορεί να ανασύρει από τα βάθη του χρόνου το ίδιο το γεγονός, να το φέρει ατόφιο στον δικό μας καιρό. Η μαγεία της ποίησης. Γιατί ποίηση δεν είναι οι όμορφα αραδιασμένες λέξεις αλλά η δύναμη της ψυχής να «ποιεί», να οραματίζεται το άδηλο, υπερβαίνει το συμβατό. Και μ’ αυτή την έννοια, ο καθένας είναι «ποιητής» στον δικό του δημιουργικό χρόνο.
Έτσι, όλο το χειμώνα έζησα απίστευτες συγκινήσεις, προσπαθώντας να βρω το «μυθικό» πρόσωπο της Μύρινας, να βρω τη μυθική διαδρομή της, τις παλίρροιες του χρόνου που διαμόρφωσαν το σημερινό της ήθος και ύφος.
Εκείνο που με εκπλήσσει είναι ότι, πάντα, όταν σκέφτομαι τη Μύρινα, τη βλέπω όπως ήταν παλιά, πριν την κακοποιήσει η «εξέλιξη». Όλους τους δρόμους της, τις αλάνες, τα ακρογιάλια της τα κουβαλώ μέσα μου όπως τα έζησα παιδί. Και είναι περίεργο πώς, όπου και να βρίσκομαι, λέω μια λέξη και αναδύεται ένας κόσμος ολόκληρος από μνήμες και εικόνες και περιστατικά. Λέω Ρωμέικος Γιαλός, ή Τεραίν, ή κάστρο, λέω Αγία Τριάδα ή Λαμπρή, και αναδύεται ευθύς ένα κομμάτι λαμπερό από μνήμες δικές μου, από μνήμες δικές της. Αναδύεται ο χαμένος χρόνος της ζωής μου με όλον τον υπερρεαλισμό που γεννά η ποιητική του χώρου. Και τότε, ο χαμένος χρόνος γίνεται μαγικά κερδισμένος μέσα στη νοσταλγία. Σ’ αυτή την αγιάτρευτη νοσταλγία του χαμένου. Πάντα η Μύρινα, για όσους την αγάπησαν, θα υπάρχει στην ψυχή τους σαν αγιάτρευτη νοσταλγία του χαμένου. Γιατί οι τόποι που αγαπήσαμε, σιγά σιγά, γίνονται ένα μ’ εμάς, γίνονται η ψυχή μας. Κι αν σκύψεις πάνω τους θα νιώσεις αυτόν τον ιδιαίτερο κραδασμό, την αντήχηση από το μακρινό παρελθόν τους.
Στο κείμενο αυτό, που είναι περισσότερο εξομολόγηση και λιγότερο αναφορά, θέλω να παρενθέσω κάτι που έγραψα παλιότερα και που ακόμα μ’ αρέσει. Κάποια κείμενα δεν τα ξεπερνάμε ποτέ. Ίσως γιατί εκείνο που γράψαμε τότε ήταν τόσο αληθινό που δεν γίνεται να το ξαναπούμε με άλλα λόγια. Ήταν ένα κείμενο για τη σειρά: «Μια πόλη, ένας συγγραφέας». Κι εγώ είχα ονομάσει το δικό μου «Μια διαφάνεια υδάτινη».
Και αυτό που έγραψα τότε είναι ό,τι πιο ουσιαστικό έχω να πω για τη Μύρινα και για το οδοιπορικό της μνήμης:
«Το χάλασμα της γειτονιάς με τους θαμμένους θεούς, η θολωτή πέτρινη βρύση, η αλάνα με τις “βρωμούσες και τα παλιοσίδερα” όπου έβγαιναν τη νύχτα τα φαντάσματα, αυτά κουβαλάει η μνήμη, εικόνες λαμπερές που πάνω τους δεν πιάνει ο χρόνος. Ήταν πολύ μετά που διάβασα το στίχο του Ελύτη πως το “Φωτόδεντρο” θα έβγαινε “εκεί στο πίσω μέρος της αυλής μέσ’ στις βρωμούσες και στα παλιοσίδερα”, και με είχε μαγέψει.
Ο δεσμός μου με τη Λήμνο, με τη Μύρινα ιδιαίτερα, είναι μια ιστορία της ζωής μου. Κάπου λέει ο Ρίλκε πως οι τόποι όπου ζήσαμε παιδιά την πρώτη μοναξιά μας, τον πρώτο μας πόνο, οι τόποι όπου ονειρευτήκαμε, δένονται παράφορα με το χρόνο της ωριμότητας. Και έτσι είναι. Η ζωή επαληθεύει την ποίηση. Κι όσο πιο στερημένα τα χρόνια της παιδικής ηλικίας τόσο πιο ακατάλυτοι οι δεσμοί με τον τόπο που τα ζήσαμε. Γιατί μέσα στη μοναξιά και τη στέρηση της ηλικίας εκείνης υπάρχει η μαγεία.
Όταν, στη νεότητά μου, έφυγα από τη Λήμνο να βρω τη μοίρα μου στους δρόμους της ποίησης, δεν ήξερα πόσο βαθιές ήταν οι ρίζες. Και μιλάμε για μια Λήμνο τότε ξεχασμενη πάνω στο χάρτη – με ένα καράβι της αγόνου κάθε δεκαπέντε που έφερνε τα νέα του έξω κόσμου. Είχα δώσει εξετάσεις στο Επαρχείο, είχα διοριστεί, και ευθύς έβαλα πλώρη για μετάθεση στην Αθήνα. Είχα βγάλει τότε και την πρώτη μου ποιητική συλλογή “Συναντήσεις”, για την οποία ο Ελύτης και ο Καραντώνης είχαν γράψει επαινετικά κι αυτό βοήθησε να μετατεθώ, με αρκετά βάσανα, στη Νομαρχία Αττικής. Πήρα μετά και ένα βραβείο “Της Ομάδας Των Δώδεκα” για το μυθιστόρημά μου “Μικρό Κλουβί”, και μια υποτροφία από τη Γαλλική Κυβέρνηση για σπουδές στη Σορβόνη, και βρέθηκα στο Παρίσι να σπουδάζω αισθητική θεάτρου.
Κατευθείαν από τα έρημα βράχια του νησιού μου βρέθηκα στην καρδιά του
Παρισιού, να παλεύω ανάμεσα στα φαντάσματα της μνήμης και στα οδοφράγματα του Παρισινού Μαϊου στο Καρτιέ Λατέν.
Τότε έμαθα πως ένας τόπος δεν είναι πέτρες και χώμα. Ένας τόπος είναι ψυχή. Ερχόταν κάθε νύχτα στα όνειρά μου, και όσο ήμουν στην Αθήνα και όταν βρέθηκα στο Παρίσι. Όσο πιο μακριά έφευγα, τόσο πιο λαμπερή ερχόταν και με έβρισκε. Η Λήμνος της Κατοχής, η Λήμνος της αλάνας και του “Φωτόδεντρου”, η Λήμνος των θρύλων της που είχαν μαγέψει την παιδική μου ηλικά. Η Μύρινα των ονείρων μου.
Σήμερα λέω, αν ψάξει κανείς να βρει ποια πράγματα κουβάλησε η ψυχή του, ποια ξεδιάλεξε στο μάκρος της διαδρομής, θα δει πως σίγουρα δεν είναι τα πιο λαμπερά, αλλά τα πιο ταπεινά – και γι’ αυτό τα πιο ουσιώδη. Οι μοναχικές στιγμές μας. Έτσι αγάπησα όσα μου έφερνε η Λήμνος, και ιδιαίτερα η Μύρινα, μέσα από τον δικό μου χρόνο τον βιωμένο ανύποπτα αλλά και μαγικά.
Κάποια στιγμή, μάζεψα όλα αυτά τα “όνειρα” και αποφάσισα να τα κάνω βιβλίο, να λυτρωθώ. Ήταν οι “Νύχτες του Φεγγαριού”, που είναι και το πιο αγαπημένο μου.
Έτσι άρχιζε:
“Κομμάτι κομμάτι το σπίτι μου έβγαινε μέσα από το χάλασμα της γειτονιάς. Κομμάτι κομμάτι η γειτονιά μου έβγαινε μέσα από τους ίσκιους του Κάστρου. Κομμάτι κομμάτι το Κάστρο έβγαινε μέσα από το χειμώνα της Κατοχής, με τα κρύσταλλα να κρέμονται από τις χιονισμένες στέγες. Κομμάτι κομμάτι η ζωή μας βυθίζεται μέσα στο χρόνο, σ’ αυτό το μεταφυσικό όνειρο, και μας αφήνει όλο και πιο μόνους, πιο λυπημένους”.
Ήξερα πια πως η σχέση μου με τη Λήμνο, με τη Μύρινα, ήταν μια σχέση υπαρξιακή, υποστασιακή. Πέρα από όσα μας πληγώνουν, η Λήμνος είναι για μένα το νησί των θεών, το ευλογημένο νησί της πρώτης μου νεότητας. Κι όταν έγραφα το μυθιστόρημά μου “Η Μαρούλα της Λήμνου”, έζησα τις πιο ευτυχισμένες μου ώρες. Ήταν το πρώτο μου ταξίδι κάθετα στον ιστορικό της χρόνο, στον μυθικό. Κι από κει και πέρα πια, σ’ όλα τα μυθιστορήματά μου υπήρχε η Λήμνος, ιδιαίτερα στα ιστορικά. Στη “Δοξανιώ” μου, στον “Νικηφόρο Φωκά”, στο “Πήραν την Πόλη, πήραν την”, προπαντός σ’ αυτό. Δραπέτευα από την οδυνηρή ιστορία να ξεκουράσω τη σκέψη μου στα χρυσαφένια τοπία της. Αλλά και στο πιο πρόσφατο, «Το Ξύλινο
Τείχος», η Λήμνος πρωταγωνιστεί.
Τα χρόνια εκείνα η σχέση μου με τη Λήμνο ήταν μια άλλη μοναξιά μέσα από τους δρόμους της ποίησης. Σήμερα είναι διαφορετικά. Οι Λημνιοί διαβάζουν τα βιβλία μου. Και μ’ αρέσει.
Μ’ αρέσει που βρίσκουν άπειρους τρόπους να τα τιμήσουν. Μ’ αρέσει που όταν η Ακαδημία βράβευσε τη “Μαρούλα της Λήμνου”, μια Λημνιά εφημερίδα είχε τίτλο: “Η Ακαδημία βράβευσε τη Μαρία, τη Μαρούλα και τη Λήμνο”. Μ’ αρέσει που τα καλοκαίρια έρχονται εκεί άγνωστοι άνθρωποι και ρωτούν στα βιβλιοπωλεία να με βρουν. Μ’ αρέσει που οι φαντάροι στα ακριτικά φυλάκια κρατούν σκοπιά διαβάζοντας τη “Λάμπα Θυέλλης” ή τη “Γκρίζα Πολιτεία”. Μ’ αρέσει που ένα βιβλίο μου εκδόθηκε στον Καναδά από μια καθηγήτρια και έχει τίτλο “A Woman of Lemnos”. Εκείνη το πρότεινε κι εγώ έμεινα να την κοιτάζω.
Μ’ αρέσει που ψάχνω στις ακρογιαλιές της Μύρινας να βρω τη νεανική Μαρία, και ξέρω πως δεν θα τη βρω. Πως αυτή που θα βρω θα είναι από ρυτίδες και λύπη. Δεν θα τη βρω, όμως μ’ αρέσει που την αναζητώ στις νύχτες του φαγγαριού. Μ’ αρέσει να βγαίνω στο παράθυρο και ν’ ακούω τις παλιές μου φίλες να με φωνάζουν ακόμα, η Βαρτουή, η Τουτούλα, η Βέτα, η Αθηνούλα, όπως τότε που πηγαίναμε σχολείο και ψιχάλιζε. Μ’ αρέσει που κάθομαι στο εκατοχρονίτικο σπίτι μου και κλαίω τα πρόσωπα που έφυγαν.
Μ’ αρέσει που αγαπώ τη Λήμνο, που αγαπώ τη Μύρινα, μ’ αυτόν τον δικό μου τρόπο.
Σ’ ένα ποίημα που της έγραψα, της είπα:
Έτσι σε κουβαλώ
Μια διαφάνεια υδάτινη
Στον εγκόσμιο χρόνο μου
Εγώ
Γη από τη γη σου
Λιθάρι φθαρτό από το βράχο σου
Και τις νύχτες οι καιροί κυλιόμενοι στα μάτια μου
Την ψυχή σου
Μνήμες ακοίμητες
Ξεδιπλώνουν.
Μ’ αρέσει που θα φύγω μια μέρα και θα έχω χαράξει πάνω στον χρυσαφένιο βράχο της το εφήμερο πέρασμά μου. Εκείνη θα με θυμάται στις δικές της νύχτες του φεγγαριού».
Γράφτηκε πριν από κάποια χρόνια για ένα “Λεύκωμα” του Δήμου Λήμνου, που ποτέ δεν εκδόθηκε. Όμως μπορεί, μια μέρα.