Ένα μυθιστόρημα μαγικό σαν ζωή. Σαν αέναο ταξίδι αυτογνωσίας
«Καθένας δημιουργεί μια πραγματικότητα στα μέτρα της δικιάς του αλήθειας, για να μπορέσει να σωθεί», έλεγε κάποιος ήρωάς της σε ένα νεανικό μυθιστόρημα, το Μικρό κλουβί. Σήμερα η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου θα έλεγε: «για να νομίζει πως θα μπορέσει να σωθεί. Ε, γι’ αυτό δεν γεμίζουμε τις λευκές κόλες;» αναρωτιέται επαναφέροντας στη ζωή μας πάντοτε ένα κομμάτι ιστορίας, προσωπικής ή συλλογικής. Των Μηδικών Πολέμων μέσα από το Ξύλινο Τείχος, της Άλωσης μέσα από το Πήραν την Πόλη, πήραν την. Αλλά και της άλλης, φαινομενικά πιο ιδιωτικής. Και η οποία απαρτίζει «το άχρονο συγγραφικό σύμπαν» της Μαρίας.
Εξάλλου η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου γράφει όπως ζει: «μυητικά». Επειδή «η κάθε στιγμή που ζούμε έχει θέα στο αθέατο. Αρκεί να τη ζεις σε όλες τις διαστάσεις της – και όχι στα στενά πλαίσια του κατανοητού».
Το διαπίστωσα για ακόμα μια φορά ζώντας κοντά της το φετινό Καλοκαίρι. Στη Λήμνο, όπου πάντοτε επιστρέφει, και την οποία μονίμως κουβαλά. Όπως το παρελθόν και το μέλλον στον δικό της παρόντα χρόνο. Όπως και τους αγαπημένους της, νυν και αεί, ενώνοντας στις σελίδες και τη ζωή της, τον βιωμένο και αβίωτο χρόνο. Διότι στο συγγραφικό και ποιητικό σύμπαν της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου ο Χρόνος και η Ζωή είναι κάτι το ενιαίο. Το Πρόσωπο, αθάνατο. Το Γεγονός, δικαιωμένο και απολύτως καθοριστικό. Είτε για ένα σύγχρονο μυθιστόρημα πρόκειται, είτε για ιστορικό. Επειδή «ο μακρινός εκείνος κόσμος εμπεριέχει προφητικά ό,τι μεγαλύνει ή μαστίζει τον σύγχρονο κόσμο». Παρότι «η ιστορία δεν διδάσκει και ούτε τα λάθη της ιστορίας. Μόνον η συνείδηση διδάσκει». Παρ’ όλα αυτά όμως «η ζωή, ο άνθρωπος, οι αγωνίες του, ο φόβος του θανάτου, το ιερό που σημαδεύει την ψυχή του, προπαντός το «ιερό», είναι πράγματα που δεν αλλάζουν και πολύ με την αλλαγή».
Σε όλες τις συζητήσεις που κάναμε, όπως και σε όλα της τα βιβλία: «ο χρόνος ο διορισμένος» και «ο άλλος που δηλώνει ατελεύτητα παρών». Το «υπερφυσικό που βιώνεις στη διαδικασία γραφής, στη «διαδικασία ζωής». Και ο «μυητικός τρόπος γραφής» και ζωής, θα τολμούσα να γράψω αυθαιρετώντας.
Και όσο για την «μύηση» «είναι μια λέξη που δεν ερμηνεύεται, βιώνεται μόνο σε απόλυτα προσωπική εμπειρία. Μια εσωτερική άσκηση ή εσωτερική γνώση, η συμμετοχή στο αόρατο ή ορατό «γίγνεσθαι» των πραγμάτων».
Θα μπορούσαμε να την πούμε συγγραφέα του αθέατου και του επέκεινα, η γραφή της -χρόνο με τον χρόνο- αποδεικνύεται καθαρά υπαρξιακή.
Τον γρίφο της ύπαρξης -έτσι ή αλλιώς- αναζητούσε από τα πρώτα της κιόλας βιβλία, κι από τη Γκρίζα πολιτεία, τους Μικρούς κόσμους και Το Φως του προσώπου σου.
Παρ’ ότι, κάποιες φορές, οι ιστορίες, άμεσες, απλές, καθημερινές σε πρώτη ανάγνωση, σαφώς και μας αφορούν. Οι ήρωές της δρουν και κινούνται ανάμεσά μας, στη Λάμπα θυέλλης και στην Επέτειο των Ρόδων θα μπορούσε να είναι, εσείς κι εγώ.
Σε μια ρωγμή, όμως, τόπου και χρόνου. Σε μια στιγμή ύπαρξης, όμως, καθοριστική. Όταν εκείνο το μεγάλο γεγονός κάποια στιγμή φαίνεται να χτυπά την πόρτα μας. Κι εμείς αξιωνόμαστε -πληρώνοντας βέβαια το υψηλό τίμημα- να δούμε εκείνη την ώρα όσα για μια ζωή παραμένουν κρυμμένα. Γινόμαστε -έστω για λίγο- οι εκλεκτοί του Θεού ή της ζωής. Όχι ευτυχείς, αλλά πρόσωπα σημαντικά, Πρόσωπο, με Πι κεφαλαίο.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με το ήρωα στο μυθιστόρημα Ιερός ποταμός. Όπου συλλογικός και προσωπικός Χρόνος ενώνονται κι ένας «κοινός θνητός» γίνεται Προμηθέας, κοινός του ιερού γρίφου, ο Εκλεκτός.
«Ιέρως ήταν τ’ όνομα του ποταμού. Όμως οι άνθρωποι τον έλεγαν Αμίλητο, γιατί οι πηγές του έφτασαν ως τις πηγές του Αχέροντα, από κει, έλεγαν κρατούσε. Αλλά και γιατί έκρυβε, έλεγαν, ένα μυστικό. Άλλοι πάλι έλεγαν πως ήταν ένας ποταμός ιερός, γιατί τ’ όνομά του συνδεόταν με παλιές λατρείες.
Ήταν και τ’ όνομα του τόπου που βοηθούσε σ’ αυτό. Αδωνίδα έλεγαν την αρχαία πόλη που σώζονταν τα ερείπιά της. Ίσως γιατί γειτόνευε με τον κάτω κόσμο του Άδη. Και εκεί δίπλα είχαν χτίσει την καινούργια Αδωνίδα. Το καθετί εκεί είχε μια μυθική καταγωγή. Ακόμα και η μαύρη λεύκα, που ήταν στο πίσω μέρος του σπιτιού, έλεγαν πως καταγόταν από τον Ασφοδελό Λειμώνα των ψυχών. Λες και ο μύθος ήταν ζωντανός στο μυαλό των ανθρώπων».
Σε εκείνο, ακριβώς, το σπίτι, σ’ αυτόν τον ποταμό ο ήρωας του βιβλίου Νάρκισσος Μαυρολέων επιστρέφει. Ύστερα από είκοσι ένα χρόνια, με σκοπό να πουλήσει το πατρικό του. Σημαδεμένος από μια παιδική ανάμνηση και απ’ εκείνο το άνθος του νάρκισσου που επιζητούσε με τρόπο μυστικό και μυστηριακό, σχεδόν απαιτούσε το άλλο μισό του. Όμως το σπίτι τον παγιδεύει. Όπως και το ποτάμι. Που καθορίζει, φαίνεται πια να καθορίζει, τη μοίρα και το χρόνο του.
Διότι Ο ιερός ποταμός είναι τελικά ένα πολυεπίπεδο βιβλίο. Σε πρώτη ανάγνωση, ένα θελκτικότατο ερωτικό μυθιστόρημα μυστηρίου και εξαιρετικά γρήγορης πλοκής. Ένας επιτυχημένος ψυχίατρος και πανεπιστημιακός γνωρίζει στη γενέθλια γη του μια νεαρή αρχαιολόγο και ερωτεύεται πέρα από τις δυνάμεις του. Αυτός ο έρωτας θα αποτελέσει για κείνον ευχή και κατάρα και θα ανοίξει όλους τους ασκούς του παρελθόντος και της ψυχής. Μια σύγχρονη Κασσάνδρα θα ξαναθυμηθεί τον αρχαίο χρησμό, ένας ταπεινός ξεχασμένος άγιος θα αποκαλυφθεί με τρόπο θαυμαστό, ένα ερειπωμένο βυζαντινό εκκλησάκι θα αναπαλαιωθεί και ο ήρωας θα ’ρθει σε σύγκρουση με τον οργανωμένο του ψυχισμό και χρόνο.
Σε δεύτερο επίπεδο, πρόκειται για μια ποιητική αναφορά και αναζήτηση του γρίφου της ύπαρξης. Για κείνο που υπάρχει και μας καθορίζει, ασχέτως αν δεν φαίνεται, για τη δυναμική του τόπου και για τον όντως χρόνο που είναι πέρα από παρόν, παρελθόν και μέλλον. Προσφιλές θέμα και τόπος και χρόνος, άλλωστε, για τη συγγραφέα από παλιά.
«Αυτό το μυστηριώδες παρόν έγινε, ξαφνικά, πολύ ελαστικό, χωρά όλη τη ζωή του, εκείνη που έζησε κι εκείνη που περιμένει». «Ο χρόνος μόνο, ερειπωμένος, ανάμεσα στη ζωή την καταργημένη και στο άναρχο παρόν», όσον αφορά το χρόνο.
Το χώρο: «Ο ποταμός οργίστηκε ο Αμίλητος κατεβαίνει να πνίξει το χωριό».
Όπως και τα σημάδια: «Η μοίρα μας. Αυτά τα σημάδια, που άλλα φαίνονται και άλλα δεν φαίνονται, είναι η μοίρα μας. Είμαστε όλοι σημαδεμένοι από το αόρατο».
Βεβαίως και τα όνειρα: «Οι πλοηγοί της ψυχής», έτσι τα χαρακτηρίζει ο ήρωάς της ο Νάρκισσος Μαυρολέων στη μελέτη του. Εκείνο το σοφό ανθρώπινο υποσυνείδητο με πρόσβαση στη μεγάλη δεξαμενή του χρόνου. Απ’ όπου ξεθάβει οτιδήποτε ξεχασμένο και προβλέπει όλα μας τα μελλούμενα.
Απαραίτητη προυπόθεση, όμως, εκείνος να αποδεχθεί την παγίδα: «Μια παγίδα που έβγαινε από μέσα του να αιχμαλωτίσει το χρόνο. Μια παγίδα τεράστια που μόνον τώρα, και μόνον εδώ, μπόρεσε να συνειδητοποιήσει».
Απαραίτητη προυπόθεση η προσωπική αναζήτηση, που αποτελεί άλλωστε και το κλειδί για κάθε προσωπική εξέλιξη: «Διαπιστώνει πως τούτη τη στιγμή δεν τον ενδιαφέρει η ευτυχία, αλλά η αλήθεια του εαυτού του, τα μυστικά που κουβαλά το σώμα από τους κύκλους της προύπαρξής του. Κι αναρωτιέται μήπως ήρθε αργά. Μήπως πέθανε το μυστήριο που τον περίμενε εδώ, στον τόπο που τον γέννησε σημαδεμένο».
Το αποτέλεσμα, ένα μυθιστόρημα μαγικό σαν ζωή. Σαν αέναο ταξίδι αυτογνωσίας. Που μπορεί να διαβάζεται απνευστί, αλλά σε διαβρώνει σιγά σιγά γιατί η συγγραφέας του τόλμησε να κόψει το νήμα.
Λες και σου τράβηξε, τελικά, την κουρτίνα.
Με αφορμή τη συλλογική ποιητική έκδοση
«Μαζεύω τα υπάρχοντά μου»
Μαζεύω τα υπάρχοντά μου είπε και αυτό έκανε. Με τίτλο δάνειο από δικό της ποίημα: «Μαζεύω τα υπάρχοντά μου/ Περιουσίες όλο αστροφεγγιές/ και δωρεάν φθινόπωρα/ Και θέα προς το αμίλητο» η Μαρία Λαμπαδαρίδου- Πόθου, ποιήτρια πρωτίστως, παρά τα πολύ σημαντικά της και βραβευμένα πεζά (μυθιστορήματα, δοκίμια, θεατρικά, διηγήματα) συγκεντρώνει το ποιητικό της σύμπαν (έντεκα ποιητικές συλλογές και τέσσερα συν τέσσερα ανέκδοτα ποιήματα) σε έναν τόμο. Διανθισμένο με μια ζωή, παράλληλη.
«Έντεκα ποιητικές συλλογές, λοιπόν. Διαγράφουν τη συγγραφική μου διαδρομή από την πρώτη νεότητα έως την ύστερη γνώση. Η ποίηση ήταν πάντα το πρώτο μου υλικό, η ακατέργαστη ύλη των βιβλίων μου», αποδέχεται. «Και πλάι στις ποιητικές συλλογές, η ζωή μου. Τίποτα δεν μου ήταν πιο δύσκολο από το να γράψω για τη ζωή μου. Για τα βήματα που με έφεραν από τη μία ποίηση στην άλλη, από το ένα μυθιστόρημα στο άλλο. Για τα γεγονότα που με χάραξαν, για τον πόνο. Μια αλυσίδα από μεταφυσικές στιγμές είναι η ζωή μας. Με την κάθε στιγμή να περιέχει ολόκληρο το χρόνο. Τον παρελθόντα και τον μέλλοντα. Ένα μαγικό παρόν πάνω στο οποίο υπάρχουμε», θα γράψει, ολοκληρώνοντας έτσι μαζί με τον ποιητικό κόσμο της και μια ιδιότυπη αυτοβιογραφία. Η οποία θα την συνδέσει άρρηκτα με το έργο της, εφόσον στη ζωή της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου το ένα εισχωρεί αμετάκλητα και καθοριστικά μέσα στο άλλο.
Από τα πρώτα ανέκδοτα ποιήματα το αριστουργηματικό «Ερειπώνομαι αθόρυβα»: «Το σπίτι μου ρωγμές γεμάτο/ Ποταμός του Αχέροντα ο χρόνος με διασχίζει», «Αόρατη περνώ την ύλη την αποσυνθέτω/ Να φτάσω στο νερό της μνημοσύνης στη μαύρη λεύκα/ Τα μέλη μου διασκορπισμένα δεν τα ορίζω/ Ερειπωμένα χέρια και μάτια που κοιτάζουν το άγνωστο/ Ερειπώνομαι αθόρυβα σαν σπίτι που το κατάφαγαν οι ερινύες»
Στις σελίδες του βιβλίου: Ποίηση πρώτη Συναντήσεις. Ποίηση δεύτερη Σπουδή. Ποίηση τρίτη Μικροί κόσμοι. Ποίηση τέταρτη Ποιήματα του Quartier Latin. Ποίηση πέμπτη Το Φως του Προσώπου σου. Ποίηση έκτη Στους προδομένους καιρούς μας. Ποίηση έβδομη Το παιδάκι εκείνο ήταν ένα άστρο που έσβησε. Ποίηση όγδοη Περπατώ και ονειρεύομαι. Ποίηση ένατη Μυστικό Πέρασμα. Ποίηση δεκάτη Επί Πτερύγων ανέμων. Ποίηση ενδέκατη Και θέα προς το Αμίλητο. Πριν το τέλος της συλλογής, «δυο ξεχωριστά ποιήματα», «τρία ανέκδοτα ποιήματα», «θραύσματα ζωής από τη ζωή μου, οι λαμπερές στιγμές», «διαδρομή ζωής» μέσα από φωτογραφίας, «χαράγματα» (μικρό ανθολόγιο κριτικών) και ευχαριστίες προς τους πάντες.
Υπαρξιακή ποιήτρια η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, εκφράζοντας το άδηλο και άφατο, ερμηνεύει τον εαυτό της και τον κόσμο.
«Ποίηση μυστική, μυητική, ποίηση του πονεμένου σώματος, της καρδιάς, ολόκληρου του είναι, που ανατείνεται με πόθο να καταργήσει το χρόνο και το θάνατο, ν’ αγγίξει τον κόσμο τον μέχρι τώρα ανέγγιχτο, αναπόδεικτο, που αρχίζει ακριβώς εκείθε του ανθρώπου, ακριβώς εδώθε του αγγέλου, με αυτά τα λόγια και με αυτές τις επωδές που έχουν τη δύναμη να «κάνουν την άβυσσο ν’ ανθίζει», έγραφε προλογίζοντας ο Ζακ Λακαριέρ την ποιητική της συλλογή που μετάφρασε ο ίδιος στα γαλλικά (1995). Υπογραμμίζοντας: «Σπάνια ποίηση έχει συλλέξει, έχει συγκεντρώσει σε μια αναβλύζουσα γραφή τόσα μηνύματα και τόσα σημεία τριών χιλιάδων χρόνων».
«Η Λαμπαδαρίδου πριν απ’ όλα είναι ποιήτρια, υποστασιακή, υπαρξιακή ποιήτρια. Η ποίηση για κείνη δεν είναι παιχνίδι γραφής, αλλά τρόπος υπάρξεως, τρόπος αναπνοής, τρόπος ζωής», καταλήγει. Και έρχεται αυτός ο συγκεντρωτικός τόμος με τα αυτοβιογραφικά ποιητικά κείμενα στα ενδιάμεσα, και τον δικαιώνει. «Αίμα της αλήθειας» η ποίησή της, «αίμα της μνήμης».
Διότι στο ποιητικό σύμπαν της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου, ποίηση και διαδρομή ζωής, δεν διαχωρίζονται, δεν ξεχωρίζουν, «ο υπερρεαλισμός είναι, λειτουργικά, η ίδια η καθημερινή μας ζωή. Υπάρχουμε σε παράλληλα επίπεδα, σε παράλληλες πραγματικότητες, αναδυόμενες μια μέσα από την άλλη, θραύσματα από μνήμη και όνειρο, από λάμψεις του βιωμένου μας χρόνου» όπως αναγνωρίζει. Κι έρχεται αυτό το ποιητικό βιβλίο, το σχεδόν πειραματικό (ποίηση και μαζί βιωμένη ζωή δεν έχει ξαναγίνει) και καθιστά το άδηλο φανερό, το άφατο, πια ειπωμένο. Διότι υπάρχουν «λέξεις περάσματα», φτάνει να βρεις τον τρόπο. Και η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου τον τρόπο και στα ποιητικά της και στα πεζά της (αλλά και στην ίδια της τη ζωή) τον γνωρίζει καλά! Άλλον τρόπο, δεν έχει!
Δημοσιεύτηκε στο Αφιέρωμα, Θέματα Λογοτεχνίας, τεύχος 39, 2008
Η Ελένη Γκίκα είναι ποιήτρια, δημοσιογράφος.