Ξαναδιαβάζοντας την Μαρούλα της Λήμνου
Όh Jeanne sans sepulcre et sans portrait, toi qui savais
que le tombeau des heros est le coeur des vivants...17
Τα δρώμενα στη Μαρούλα εκτυλίσσονται μέσα σε ένα σύγχρονο ιστορικό παρόν, εύκολα αναγνωρίσιμο από το νεαρό αναγνώστη και από εξωκειμενικές πληροφορίες σχετικές με την ιστορική εποχή του Βυζαντίου. Tο σύγχρονο μυθιστόρημα για παιδιά και νέους χαρακτηρίζεται, άλλωστε, ως προς το χρόνο, από την έννοια του στιγμιαίου (instantaneity) εφόσον προσπαθεί να μιμηθεί το χρόνο όπως αυτός γίνεται αντιληπτός από το παιδί ή τον έφηβο18. Η λεπτομερής περιγραφή του τόπου λειτουργεί καταλυτικά στην αφηγηματική οικονομία του μυθιστορήματος καθώς μορφοποιεί τα πρόσωπα και τη δράση τους. Ο εξωτερικός χώρος συνέχεται με τον εσωτερικό και, μέσα από αυτήν τη σχέση, συχνά προσδιορίζονται οι συμπεριφορές των προσώπων, οι εκφράσεις των εσώτερων επιθυμιών, οι πεποιθήσεις. Tόσο στη Μαρούλα της Λήμνου όσο και στα άλλα ιστορικά μυθιστορήματα19 της Λαμπαδαρίδου-Πόθου οι τόποι συνδέονται με ιστορικές μνήμες, με θρύλους και τοπικές δοξασίες που έχουν τις ρίζες τους βαθιά μέσα στο χρόνο, στην εποχή του παγανισμού και των πρώιμων χριστιανικών χρόνων. Στη Μαρούλα και τη Δοξανιώ, μυθιστορήματα όπου δύο νεαρές κοπέλες, τα κύρια πρωταγωνιστικά πρόσωπα, μέσα από οδυνηρές εμπειρίες πορεύονται προς την ωριμότητα, η θρησκεία παίζει βασικό ρόλο, ασκώντας δράση καταπραϋντική και ανακουφιστική και προτρέποντας τις ηρωίδες σε δράση.
Η Μ. Κανατσούλη διαπιστώνει μία όσμωση των αρχαιοελληνικών θρησκευτικών πεποιθήσεων με τη χριστιανική θρησκεία, ένα είδος θρησκευτικού συγκριτισμού. η Μαρούλα, αν και προσεύχεται στο χριστιανικό θεό, η πεποίθησή της για έναν καλύτερο κόσμο δεν «εγκλωβίζεται στα όρια της διδασκαλίας μιας μόνο θρησκείας», αλλά αποτελεί μία μίξη δοξασιών «όπου το μυστηριακό, το ιερό, η πραγματική μύηση έρχεται με την πίστη στο Θεό»20. Αυτόν το Θεό άλλοι τον αποκαλούν «αριθμό», άλλοι «σοφία», άλλοι «πνεύμα» και «αγαθόν»21. Στις θρησκευτικές πεποιθήσεις της ηρωίδας, «η πίστη στην πυθαγόρεια αριθμοσοφία και η ενορατική δύναμη συναντούν και αναμειγνύονται με το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και τη χριστιανική πίστη»22. Μέσα σε ένα περιβάλλον που διαποτίζεται από θρησκευτικότητα -η παρουσία του βυζαντινού δασκάλου Πορφύριου Νοταρά ως πνευματικού καθοδηγητή της ηρωίδας, παίζει σημαντικό ρόλο- αλλά κι από στοιχεία παγανισμού και φυσιολατρίας, η Mαρούλα παρουσιάζεται να έχει, από πολύ μικρή, ιδιαίτερες διαισθητικές και ενορατικές ικανότητες: «ακούει» προφητικές φωνές που την προτρέπουν σε δράση, «βλέπει» οράματα και όνειρα που της περιγράφουν μελλοντικά συμβάντα και της επιδεικνύουν καθοριστικές επιλογές23. Η νεαρή παρουσιάζεται από την αρχή του μυθιστορήματος μέχρι το τέλος σαν μία ύπαρξη ξεχωριστή, που έχει ανησυχίες για τον τόπο και την ιστορία, που «επικοινωνεί» με υπερκόσμιες δυνάμεις, που αφήνει το στοχασμό της «να πλανηθεί μέσα σε κοσμογονικά ερωτήματα, στις υπαρξιακές αναζητήσεις της αλήθειας. Κι όταν δεν μπορούσε να εξηγήσει τούτα τα μεγάλα, τα αιώνια ερωτήματα, βυθιζόταν σε μια έκσταση γλυκιά, μυστηριακή»24. Τυλιγμένη από μυστήριο, μια εκστατική παρουσία με ενορατικές δυνάμεις και στοχαστική διάθεση, η Μαρούλα που αποτελεί το πρωταγωνιστικό γυναικείο πρόσωπο -η μητέρα Ευφροσύνη και η κουβερνάντα δρουν ως παραπληρωματικές γυναικείες φιγούρες- δεν θυμίζει σε τίποτα τα νεαρά κορίτσια της ηλικίας της καθώς αυτή έχει «ένα χρέος» να υπηρετήσει25. Αντίθετα, η υποβόσκουσα σύγκρισή της με την Παρθένο της Λωρραίνης, την Ζαν ντ’Αρκ, διατρέχει όλο το μυθιστόρημα, με κορύφωση την παρουσία της νεαρής στη μάχη να ηγείται των Βυζαντινών εναντίον των Τούρκων του Σουλεϊμάν. Η συγγραφέας τοποθετεί εμβόλιμα στην εξέλιξη της πλοκής κι ένα μικρό κεφάλαιο -και δεν επανέρχεται σε αυτό- με τίτλο «Η Μαρούλα μαθαίνει για την Ιωάννα της Λωρραίνης», επιδεικνύοντας έτσι έμμεσα στον αναγνώστη δύο βίους παράλληλους, δύο προσωπικότητες όμοιες, δύο ιστορικά γεγονότα παρεμφερή.
Στοιχεία παγανισμού έχουν προσδώσει στην εικόνα της Ζαν ντ’Αρκ και γάλλοι λογοτέχνες, καθιστώντας την με αυτόν τον τρόπο ενσάρκωση της χριστιανικής πίστης, της πατριδολατρίας και του σεβασμού στην αρχαία ιστορία και τους θρύλους. Για τον Michelet η Ζαν ντ’Αρκ αποτελούσε «ζωντανό θρύλο», μία ηρωίδα που «απελευθέρωσε το λαό της Γαλλίας»26 ενσαρκώνοντας την αγάπη προς τη θρησκεία και την πατρίδα. Ο Schiller στη «ρομαντική τραγωδία» του Die Jungfrau von Orleans, αναζητά τις απαρχές του μύθου της Παρθένου της Λωρραίνης: «έρχεται από άλλους καιρούς» και γνώρισε τους θρύλους της «παλιάς και γκρίζας εποχής του παγανισμού»27. Την παγανιστική πινελιά που έβαλε στο πορτρέτο της Ζαν ο Schiller συνέχισε ο Maurice Barres: στο έργο του Le mystere en pleine lumiere αφιερώνει ένα κεφάλαιο στην «Παιδική ηλικία της Ζαν ντ’Αρκ» όπου προσπαθεί να κατανοήσει την προσωπικότητά της, αυτό το «ανεξήγητο που είχε πάνω της» και που είναι «ο ηρωισμός της»28. Ο Barres αναφέρεται στον «αρχαίο παγανισμό» και υμνεί το τοπίο της Λωρραίνης, όπου «οι διάφορες και διασκορπισμένες θρησκευτικές δυνάμεις» είναι συγχρόνως «κελτικές, λατινικές και καθολικές»29.
Από την Christine de Pizan μέχρι τον Anouilh, περνώντας από τον Michelet, τον Peguy, τον Maurras, τον Malraux, τον Brasillach και τον Bernard Shaw, όλοι, ανεξάρτητα από την εικόνα της Ζαν ντ’Αρκ που παρουσιάζουν, συμφωνούν στην ηρωικότητα της πράξης και στο υπερ-ανθρώπινο στοιχείο που την περιβάλλει. H Ζαν ντ’Αρκ παρουσιάζεται ως «η ωραία πεφωτισμένη» που «φέρει την πανοπλία της […] κρατάει το σπαθί της […] και κυματίζει στον άνεμο»30 . Με βλέμμα εκστατικό και μορφή πλημμυρισμένη στο φως, οδηγεί έφιππη τα πλήθη των Γάλλων στη νίκη31. Στη μάχη για την υπεράσπιση του κάστρου του Κότζινου από τα στρατεύματα του Σουλεϊμάν, η Μαρούλα, σαν «πολεμική θεότητα», με «ατσάλινη και θεϊκή λάμψη»,
Πήρε το ξίφος του [πατέρα της]. Αυτό το ματωμένο ξίφος, που λίγο πριν ορκίστηκε απάνω του. Φόρεσε το κράνος και το θώρακα. Κι ανέβηκε στο άλογο. [] Το πρόσωπό της είχε ένα υπέρκοσμο φως32.
[]
Η φωνή της και το θεϊκό βλέμμα της φανάτιζε τα παλικάρια. Πύρινη ρομφαία το ξίφος της, υψωμένο ψηλά, μαγνήτης και κάλεσμα. Κάλεσμα της μοίρας και προσταγή33.
[] Η ίδια η φωνή του Θεού στην άγρια τούτη κόλαση34.
Στο μυθιστόρημα αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανής η έλλειψη αναφορών στη σωματικότητα της ηρωίδας35, στην περιγραφή της ένσαρκης υπόστασής της και των ενδυματολογικών της προτιμήσεων – ακόμα κι όταν αυτές φαίνονται να είναι αναμενόμενες, όπως η σκηνή με τις προετοιμασίες και την παρουσία της Μαρούλας στο επίσημο δείπνο που παρέθεσαν οι Βενετοί προς τιμή της μετά τη νίκη. Αυτή η πρακτική τοποθετεί τη νεαρή πρωταγωνίστρια σε ένα χώρο άυλο και πνευματικό, σύμφωνα με το παράδειγμα των απεικονίσεων της Ζαν ντ’Αρκ στη γαλλική Γραμματολογία36.
Η έλλειψη σωματικής εικονοποιίας αναφορικά με το πρωταγωνιστικό πρόσωπο και η εστίαση κατά κύριο λόγο σε εικόνες που προβάλλουν συναισθήματα, ενδόμυχες σκέψεις και πεποιθήσεις, φαίνεται να αποτελούν συνειδητή επιλογή της συγγραφέως, η οποία δημιουργεί έτσι μία ηρωίδα αντάξια ενός ιστορικού μυθιστορήματος: πολύ απόμακρη για να είναι αληθινή, συναισθηματικά όμως οικεία στο νεαρό αναγνώστη37.
Δημοσιεύτηκε στο Αφιέρωμα, Θέματα Λογοτεχνίας, τεύχος 39, 2008
Η Βασιλική Λαλαγιάννη είναι πανεπιστημιακή καθηγήτρια
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Ο κόσμος της παιδικής λογοτεχνίας, Πρακτικά Συνεδρίου του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, Καστανιώτης, 2001, σελ. 57-62.
2. Στο ίδιο.
3. Αναφερόμαστε κυρίως στην «Κόρη της Λήμνου» του Κ. Παλαμά και στην «Προσευχή της Μαρούλας» του Α. Προβελέγγιου, έργα που καταγράφει και η συγγραφέας στη Βιβλιογραφία της Μαρούλας.
4. Βλ. Claudie Bernard, Le Passe recompose. Le roman historique francais du XXe siecle, Paris, Hachette Livre, 1996 και Dorrit Cohn, La transparence interieure. Modes de representation de la vie psychique dans le roman, trad. Par A. Bony, Paris, Seuil, 1981.
5. Βλ. G. Finifter & P. Lidsky, «L’histoire dans la litterature de jeunesse», Le francais aujourd’hui, no 49, 1990, pp. 99-103 και Susan Pouliot, «Le roman historique, lieu ideologique et identitaire», Lurelu, vol. 18, no. 3, 1996, pp. 6-11.
6. Εκτός από το κλασσικό έργο του M. Bachtin βλ. μεταξύ άλλων, και τις μελέτες των Jerome Buckley, Season of Youth: The Bildunsgroman from Dickens to Golding, Mass., Harvard University Press, 1974 και Δημήτρης Τζιόβας, O άλλος εαυτός. Ταυτότητα και κοινωνία στη νεοελληνική πεζογραφία, Αθήνα, Πόλις, 2007, κυρίως το κεφ. «Ατομικότητα και αναπόφευκτο: Από το κοινωνικό μυθιστόρημα στο Bildungsroman».
7. L. Dolezvel, «Truth and Authenticity in Narrative», Poetics Today, 1/3, 1980, pp. 22-34.
8. Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Η Μαρούλα της Λήμνου, Αθήνα, Κέδρος, 1986, σελ.6. Οι αναφορές και τα αποσπάσματα προέρχονται από αυτήν την έκδοση.
9. Στο ίδιο, σελ. 11.
10. Paul Ricoeur, Temps et recit, vol. 2, Paris, Seuil, 1984. Βλ. επίσης La memoire, l’histoire, l’oubli (2000).
11. Η Μαρούλα της Λήμνου, σελ. 5 και εξώφυλλο, αντίστοιχα.
12. Για ζητήματα που αφορούν τις διακρίσεις αυτές, βλ. το έργο των G. Genette, R. Barthes, G. Luk΅cs, Μ. Vanoosthuyse, S. Robin Suleiman, κ.ά.
13. Ορισμένοι μελετητές υπερασπίζονται την άποψη ότι η «αντικειμενική φαντασία» είναι σύμφυτη με την πρακτική του ιστορικού μυθιστορήματος, άλλοι αρνούνται σε αυτό το είδος κάθε επιστημονική αρχή και αξία, με την πρόφαση ότι η μυθοπλασία δεν μπορεί να επιδείξει αντικειμενικότητα, όπως η ιστορία. Παραπέμπουμε στο Narratologie (no. 7, 2008) που περιλαμβάνει το αφιέρωμα «Problemes du roman historique», με επιμέλεια των A. Deruelle et A. Tassel (Paris, L’Harmatann).
14. Μ. Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Ο κόσμος της παιδικής λογοτεχνίας, ό.π.
15. Βλ. την κριτική του Κ.Π. Μιχαηλίδη για το μυθιστόρημα Πήραν την Πόλη, πήραν την, στα Θέματα Λογοτεχνίας, τεύχ. 9, 1998, σελ. 186-190.
16. Ήδη από την τρίτη σελίδα του μυθιστορήματος, η αφηγήτρια πληροφορεί τον αναγνώστη ότι ο γέροντας Πορφύριος Νοταράς, πρόσφυγας από την Βασιλεύουσα και γεμάτος γνώση και σοφία, «θα γράψει πύρινες σελίδες στα απομνημονεύματά του» για την Κόρη της Λήμνου. Παρόμοιες εκπεφρασμένες «διαβεβαιώσεις» για το λαμπρό μέλλον της Μαρούλας επαναλαμβάνονται συχνά: «Και η Μαρούλα, παιδί σχεδόν, δεν μπορούσε να μαντέψει το μεγάλο πεπρωμένο της» (σελ. 51), «Κι ας μην ήξερε ακόμα και η ίδια τι ήταν αυτό που γέμιζε την ψυχή της από εκείνη την πεποίθηση, τη διαίσθηση ίσως, πως για κάτι μεγάλο ήταν προορισμένη» (σελ. 62) κ.ά.
17. Andre Malraux, «Commemoration de la mort de Jeanne d’Arc», La Politique, la culture, Paris, Gallimard /Folio Essais, 2000, p. 120.
18. Maria Nikolajeva, From Mythic to Linear: Time in Children’s Literature, Lanham, MD, Children’s Literature Association/Scarecrow Press, 2000.
19. Μιλώντας για το μυθιστόρημα Πήραν την πόλη, πήραν την, ο Κ. Μιχαηλίδης διαπιστώνει ότι «η ιστορία, όσο πραγματική κι’ αν είναι, άλλο τόσο είναι μυθική []. Είναι μπλεγμένη με θρύλους του λαού, τις κατά καιρούς προφητείες, τις μνήμες και τις προσδοκίες του γένους, την ακλόνητη πίστη στα θαύματα και στην παρουσία του θείου μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι» (Θέματα Λογοτεχνίας, ό.π.).
20. Μένη Κανατσούλη, Αμφίσημα της παιδικής λογοτεχνίας. Ανάμεσα στην ελληνικότητα και την πολυπολιτισμικότητα, Αθήνα, Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2002, σελ. 137.
21. Η Μαρούλα της Λήμνου, ό.π. σελ. 78. Βλ. ακόμη και σελ. 75-79.
22. Μένη Κανατσούλη, Αμφίσημα της παιδικής λογοτεχνίας, ό.π., σελ. 137.
23. «Όμως η Μαρούλα ήξερε πως η “φωνή” ήταν εκεί. Ακουμπισμένη ίσως πάνω στις πέτρες» (σελ. 78), «Η Μαρούλα δε μίλησε. Ήξερε πως ήταν η “φωνή του Θεού”» (σελ. 157), «Η μυστική φωνή την οδηγούσε, η μυστική δύναμη. Ήξερε τώρα πως εκεί έπρεπε να πάει. Εκεί Εκεί! Ένα χρέος είχε… Ένα χρέος ιερό να εκτελέσει» (σελ. 186), κ.ά.
24. Η Μαρούλα της Λήμνου, ό.π. σελ. 75.
25. «Ένα ρίγος ανατάραξε το λεπτό της κορμί. Ένα ρίγος δυνατό, καθώς ήταν σίγουρη πια, πως ένα “χρέος” την περίμενε. Κάποιο ιερό χρέος, που, μέρες τώρα, μήνες, χρόνια ίσως, ωρίμαζε στην τρυφερή ψυχή της» (Η Μαρούλα της Λήμνου, ό.π. σελ. 163).
26. Jules Michelet, Jeanne d’Arc, Paris, Nelson Editeurs, 1934, σελ. 196 και 209.
27. Friedrich Schiller, Die Jungfrau von Orleans, Stuttgart, Philipp Reclam Verlag, 1963, σελ. 7-8.
28. Maurice Barres, Le mystere en pleine lumiere, Paris, Plon, 1926, σελ. 180.
29. Στο ίδιο, σελ.189.
30. Louis Veuillot, Melanges, Paris, Lethielleux, t. XIII, 1938, σελ. 231-232. Βλ. επίσης και τη μελέτη της Sylvie F. Richards, «The Maid of Orleans in Literature and Film», West Virginia Univeristy Philological Papers, 2000.
31. Marie-Claire Bancquart, «La Jeanne d’Arc de Barres», Barres. Une tradition dans la modernite, Paris, Champion, 1991, σελ. 37.
32. Η Μαρούλα της Λήμνου, ό.π., σελ. 190.
33. Στο ίδιο, σελ. 192.
34. Στο ίδιο, σελ. 180.
35. Μία μόνον περιγραφή αναφέρεται στη σωματική υπόσταση της Μαρούλας: «Δεν πρόφτασε να προφέρει τ’ όνομά της και διέκρινε κιόλας τη λυγερή κορμοστασιά της, πάνω στο κατάλευκο άλογο […]. Ήταν όμορφη, με το πριγκιπικό αυτό φόρεμα» (σελ. 206).
36. Θα εξαιρέσουμε εδώ τη «γήινη» Ζαν ντ’Αρκ του Brasillach και την στρατευμένη Johanna Dark του Brecht.
37. A. Deruelle et A. Tassel, «Problemes du roman historique», ό.π.