Η Μαρία της Λήμνου
Σε είδα, Λήμνος
Μαρμαρυγή από μνήμες που αναδεύονται
Μέσα στους σπόρους της γης σου […]
Στάθηκα στην πρώρα του άστρου μου
Την εγκοσμιότητά μου περιφέροντας στα εφήμερα
τοπία σου
Κύκλια κίνηση του αιώνιου!
Στη συντοπίτισσά μου Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου χρωστώ ευγνωμοσύνη γιατί αφιέρωσε στη Λήμνο όμορφους στίχους και της έδωσε πρωταγωνιστικό ρόλο στα μυθιστορήματά της, ξεκινώντας από το πολυδιαβασμένο ιστορικό μυθιστόρημα Η Μαρούλα της Λήμνου (1986). Όπως στα χαρακτικά του Λήμνιου καλλιτέχνη Ράλλη Κοψίδη, έτσι και στην ποίηση της Λαμπαδαρίδου Πόθου ανακαλύπτω αδιάκοπα το νησί μου, ακόμη κι όταν δεν γίνονται άμεσες αναφορές σε αυτό. Και ενώ ο Κοψίδης σχεδιάζει κυρίως την εγκόσμια Λήμνο της βιοπάλης, που καθαγιάζεται μέσα από τον μόχθο των ανθρώπων της, από τα ποιήματα της Λαμπαδαρίδου Πόθου αναδύεται η άλλη Λήμνος, η διαποτισμένη από το μεταφυσικό βίωμα της ποιήτριας.
Γεμάτη από Ελύτη (όχι τόσο τον δοξαστικό του Άξιον εστί όσο τον πιο προσωπικό του Φωτόδεντρου και τον πιο πικρό του Ημερολογίου ενός αθέατου Απριλίου και των Ελεγείων της οξώπετρας), αλλά και Σικελιανό (κυρίως τον ορφικό ποιητή της Συνείδησης της προσωπικής δημιουργίας και της δεύτερης σειράς των Λυρικών), η Λαμπαδαρίδου Πόθου αναπτύσσει έναν ποιητικό λόγο πλατιάς ανάσας, υπαρξιακό αλλά όχι χωρίς ευρύτερες φιλοσοφικές αναζητήσεις, γυναικείο αλλά και βαθιά ανθρώπινο. Προσωπικά ξεχωρίζω τις δύο πιο βιωματικές συνθέσεις της, που, διόλου τυχαία, είναι και οι πιο χαμηλόφωνες, λιτές και ολιγόστιχες. Αναφέρομαι στα έργα Το παιδάκι εκείνο ήταν ένα άστρο που έσβησε (1979) και Και θέα προς το αμίλητο (1998), γραμμένα για τον χαμό του νεογέννητου δεύτερου παιδιού της και της μητέρας της αντίστοιχα. Πρόκειται για δυο σπονδυλωτές μελέτες θανάτου, αποτελούμενες από μικρά άτιτλα ποιήματα που απηχούν, εκτός από το λυρικό δίδυμο Ελύτη-Σικελιανού, και Ρίτσο και Καρυωτάκη και δημοτικό τραγούδι. Ο θάνατος των αγαπημένων είναι το ακραίο όριο της υπέρβασης, που δοκιμάζει τις αντοχές της Λαμπαδαρίδου Πόθου τόσο ως ανθρώπου όσο και ως δημιουργού, και την οδηγεί σε ορισμένες από τις υψηλότερες λυρικές ανατάσεις της. Η ποιήτρια δεν φτάνει στο σημείο να διαβεβαιώσει, με την αυτοπεποίθηση του Σικελιανού, ότι «ο μέγας θάνατός της γίνηκε αδελφός», αποδέχεται όμως την απόλυτη πραγματικότητα του θανάτου και στέκεται μπροστά του με το δέος του πιστού μπροστά στον ιερέα του, όπως βλέπουμε να συμβαίνει στους υποβλητικούς στίχους που περιγράφουν το ερημωμένο σπίτι της νεκρής μητέρας:
Περνώ την ξεχαρβαλωμένη πόρτα
Η απουσία να τρίζει όπως μάνταλο
παλιό
και προχωρώ στον μακρύ διάδρομο
Το σπίτι να ’χει λυθεί απ’ τη σιωπή του
Και ν’ αποκρυπτογραφεί τους τοίχους και
τα έπιπλα
Σώματα που γέρνουν σαν Ιούνιος
Και φωνές που τις μούλιασε υγρασία
Με το χρόνο ν’ αναβλύζει από τις συλλαβές
Κι ο θάνατος πιο συμπαγής
Κι από το χάος
Μ’ ένα κλαρί βασιλικό να ραίνει τα ορατά
Μην πάει και νομιμοποιήσουνε τον όγκο τους
Κι εγώ να ψάχνω τα ίχνη στο παράθυρο
Μήπως και πέρασε άγιος.
Αυτή η «νομιμοποίηση» του όγκου των ορατών λες και ακατάπαυστα αποτρέπεται στην ποίηση της Λαμπαδαρίδου-Πόθου, καθώς οι στίχοι της υφαίνονται κυρίως από το νήμα της εσωτερικής της ζωής, του ονείρου και, σπανιότερα, του εφιάλτη. Ωστόσο, παρά την ισχυρή τάση της προς το υπερβατικό – προς «το αθέατο της ζωής μας», όπως γράφει χαρακτηριστικά, δεν λείπουν οι αφορμές που γειώνουν την ποιήτρια στη θνητή της φύση. Τέτοιες είναι η γέννηση του μοναχογιού της, που θριαμβικά «ρηγμάτωσε το κέλυφος του κορμιού της» (Το φως του προσώπου σου, 1973), η αιμάσσουσα ιστορία του Πολυτεχνείου (Στους προδωμένους καιρούς μας, 1975) και, συχνότερα, η σχέση της με τη Λήμνο. Γενετήσια ρίζα, μήτρα και κεντρομόλος δύναμη, η Λήμνος την έλκει κοντά της ακόμα και όταν σπουδάζει θέατρο στη Σορβόννη και πιστεύει πως την έχει ξεχάσει. Κι έτσι, ανάμεσα στα Ποιήματα του Quartier Latin (1969) υπάρχει και το ποίημα «Ο βράχος μου» (ένα από τα συγκινησιακά διαυγέστερα της συλλογής), που υποψιάζεται κανείς πως αναφέρεται στον παραλιακό βράχο της Μύρινας όπου η ποιήτρια εικονίζεται να κάθεται αγναντεύοντας το πέλαγος σε μια φωτογραφία του 1962 στο τέλος της συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων της. Συλλογή προς συλλογή, η Λαμπαδαρίδου Πόθου μας αποκαλύπτει τα σημάδια που άφησε πάνω της το φτωχό ακριτικό νησί των παιδικών και εφηβικών χρόνων της. Και ίσως, σκέφτομαι, η προσπάθειά της να αποστάξει από αυτά τα καταλυτικά εγκόσμια σημάδια την άχρονη ουσία τόσο της ίδιας όσο και του νησιού της να δίνει το μέτρο του οράματός της ως δημιουργού.
Δημοσιεύτηκε στο Αφιέρωμα, Θέματα Λογοτεχνίας, τεύχος 39, 2008
Η Αθηνά Βογιατζόγλου είναι πανεπιστημιακή καθηγήτρια