Η Μαρία Λαμπαδαρίδου – Πόθου στο εργαστήρι του συγγραφέα
«Πολλές φορές αναρωτιόμαστε αν κάποια πράγματα τα ζήσαμε σε μια πραγματικότητα ζωντανή και οδυνόμενη ή αν τα ονειρευτήκαμε σε μιαν άλλη ζωή. Για το μυθιστόρημα “Πήραν την Πόλη, πήραν την”, λέω πως δεν θα μάθω ποτέ αν ήταν ένα όνειρο, ένα μεταφυσικό όνειρο, εκείνο που με έφερε να ζήσω, όπως τις έζησα, εκείνες τις πενήντα επτά ημέρες πολιορκίας της σπαρασσόμενης Βασιλεύουσας, κομμάτι κι εγώ δικό της να πεθαίνω μαζί της κάθε στιγμή, μέσα στη δική της κραυγή”» [Της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου «ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΠΟΛΗ, ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ», Οι δρόμοι που οδηγούν στη Βασιλεύουσα].
Όταν πήρα να διαβάσω ξανά το μυθιστόρημά μου “Πήραν την Πόλη, πήραν την”, καλοκαίρι του 2016, στη Λήμνο, ενόψει της νέας του έκδοσης από τις εκδόσεις Πατάκη, έμεινα άφωνη.
Ένιωσα σαν να το έγραψα χτες.
Τόσο ζωντανός ο λόγος στη μνήμη μου, τόσο να ρέει μέσα στο μυαλό μου μαζί με την αγωνία που είχα ζήσει τότε, αγωνία για την κάθε λέξη που έψαχνα να βρω, για την κάθε στιγμή ή εικόνα ζωής της μαρτυρικής πολιορκίας. Θυμόμουν ακόμα και τις παραμικρές λεπτομέρειες, πώς έψαχνα να βρω την έκφραση την κατάλληλη να διατυπώσω την αγωνία που εγώ ζούσα, καθώς ανέβαινα, μαζί με τους πολιορκημένους, τον μαρτυρικό δρόμο του Γολγοθά.
Με τέτοια δύναμη γράφτηκε το βιβλίο αυτό, με τέτοια δύναμη αποτυπώθηκε στο μυαλό μου, σαν να ήταν ο δικός μου όρκος.
Ύστερα από είκοσι χρόνια!
Και είκοσι δύο επανεκδόσεις!
Σε ένα νέο ταξίδι του στον Χρόνο!
Και αισθάνομαι ακόμα, σαν να ήταν χτες!
Λες και ο χρόνος είναι μια επινόηση του μυαλού. Και όχι πως δεν το άγγιξε το μυθιστόρημα. Ο χρόνος, λέω. Όχι πως δεν άφησε τα σημάδια του μέσα σε αυτές τις είκοσι δύο επανεκδόσεις, στην ουσία, μέσα στην ψυχή του αναγνώστη – εκείνου του αναγνώστη που έσκυψε πάνω στις σελίδες του. Ωστόσο, παράλληλα με το πραγματικό πέρασμα του χρόνου, υπάρχει μια μυστική δύναμη που ακυρώνει τον χρόνο. Μια δύναμη που τον αφαιρεί ή τον αναιρεί ως αίσθηση του μυαλού.
Και νιώθω σαν να βγαίνει τούτη τη στιγμή ολοκαίνουργο από τα φύλλα της ψυχής μου, το μυθιστόρημα, καθαρό με την έννοια μιας ορφικής καθαρότητας, αλώβητο από την περιπέτεια της διαδρομής του.
Πολλές φορές αναρωτιόμαστε αν κάποια πράγματα τα ζήσαμε σε μια πραγματικότητα ζωντανή και οδυνόμενη ή αν τα ονειρευτήκαμε σε μιαν άλλη ζωή. Για το μυθιστόρημα “Πήραν την Πόλη, πήραν την”, λέω πως δεν θα μάθω ποτέ αν ήταν ένα όνειρο, ένα μεταφυσικό όνειρο, εκείνο που με έφερε να ζήσω, όπως τις έζησα, εκείνες τις πενήντα επτά ημέρες πολιορκίας της σπαρασσόμενης Βασιλεύουσας, κομμάτι κι εγώ δικό της να πεθαίνω μαζί της κάθε στιγμή, μέσα στη δική της κραυγή.
Από τότε, από τον καιρό που έγραφα το μυθιστόρημα εκείνο, έμειναν μέσα μου κάποια αναπάντητα ερωτήματα που ακόμα με βασανίζουν. Κι όταν έρθουν στο μυαλό μου σε νύχτες αγρυπνίας, προσπαθώ ως το χάραμα να βρω μια εξήγηση να γαληνέψω. Όμως εξήγηση δεν υπάρχει. Και έμειναν μόνο τα ερωτήματα που μεγεθύνονται μέσα μου.
Και λέω, πώς είναι δυνατόν ο θεός, ή αυτό που λέμε θεό, η έννοη τάξη του κόσμου, πώς είναι δυνατόν να είχε προετοιμάσει χίλια χρόνια πριν τον θάνατο της Βασιλεύουσας, λεπτό προς λεπτό επαληθεύοντας όλες τις προφητείες! Πώς είναι δυνατόν να είναι τόσο ανίσχυρος ο άνθρωπος μπρος σε αυτό που είναι “διορισμένο” από τον χρόνο. Και όλη εκείνη η τρισμέγιστη ανδρεία των υπερασπιστών της Βασιλεύουσας, όλη εκείνη η αυτοθυσία, η υπεροχή, η λάμψη της υπεροχής έως την τελευταία στιγμή, η θέωση, γκρεμίστηκαν αξιοθρήνητα από την επαλήθευση εκείνων των προφητειών, που χίλια χρόνια πριν έλεγαν πως η Πόλη θα έπεφτε όταν…
Όταν η σελήνη θα έβγαινε λειψή, “καίτοι γεμάτη στον δίσκο της” πάει να πει, καίτοι σε νύχτα πανσέληνος. Όταν αυτοκράτορας θα ήταν ο Κωνσταντίνος γιος της Ελένης. Όταν θα χανόταν το φως του θαύματος, εκείνο το υπερφυσικό φως “το καταβαίνον εξ ουρανού και άνωθεν της Πόλεως εστός διέσκεπεν αυτήν” Την “διέσκεπε” έως την πεντηκοστή τέταρτη ημέρα της πολιορκίας, κάθε νύχτα να κατεβαίνει από τον ουρανό και να στέκεται πάνω από την Αγία Σοφία. Αυτό το άδηλο το μυστηριακό φως που το έτρεμε ο Μωάμεθ. Και λίγες μέρες πριν από την τελική επίθεση, είχε πάρει την απόφαση να λύσει την πολιορκία και να φύγει, “επί την αύριον εγερθήναι και την πολιορκίαν λύσαι”.
Όμως δεν έγινε έτσι.
Δεν έγινε, αλίμονο. Γιατί αλλιώς ήταν το “διορισμένο”. Και εκείνη ακριβώς τη νύχτα που ο Μωάμεθ ετοιμαζόταν να αποχωρήσει, το “εξ ουρανού φως” εξαφανίστηκε. Κατέβηκε όπως κάθε νύχτα, έμεινε για λίγο πάνω από την Αγία Σοφία, και μετά διαλύθηκε αργά, διασκορπίστηκε “και σκότος μέγα κυρίευσε την Πόλη”.
Μετά από την έκδοση του μυθιστορήματος, κάποιοι αναγνώστες μού έστειλαν διάφορα επιστημονικά περιοδικά όπου μιλούσαν, στις μέρες μας ακόμα, για το “φως” εκείνο, ζητούσαν επιστημονικά να βρούνε μια απάντηση, μια εξήγηση για αυτό το “σημείο” ή διοσημία.
Κάποιοι άλλοι πάλι, και αυτή τη φορά από τους ίδιους τους χρονογράφους της Άλωσης, που τους διάβαζα τότε με πάθος να μάθω κι εγώ τι σήμαιναν εκείνα τα μυστηριώδη φαινόμενα, προφητείες και σημεία και διοσημίες, σημάδια του ολέθρου που καμιά ανδρεία και θυσία των αμυνομένων δεν τον σταματούσε. Και αυτοί οι άλλοι έλεγαν πως, ο θεός και οι άγιοι όλοι, το ουρανικό “φως” του θαύματος, η Παναγία η Οδηγήτρια, που η εικόνα της έπεσε στη γη από τα χέρια δέκα πολεμιστών που την κρατούσαν, στη μεγάλη την πάνδημη λιτανεία, έπεσε στη γη μέρα μεσημέρι και έβρεχε κατακλυσμός, Μάιος μήνας, κι ύστερα δεν μπορούσαν να τη σηκώσουν “σαν να την τραβούσε η γη” έλεγε η χρονογραφία. Λοιπόν, έλεγαν κάποιοι από τους χρονογράφους εκείνους πως ούτε η Παναγία η Οδηγήτρια ούτε ο θεός και οι άγιοι όλοι μπόρεσαν να σώσουν την Βασιλεύουσα από τον “διορισμένο” χαμό της.
Σαν να ήταν η μοίρα αυτού του χαμού πιο δυνατή.
Ή σαν να είχε εγγραφεί στις αθέατες διαστάσεις του χρόνου και δεν γινόταν να ακυρωθεί.
Και ομολογώ πως, αυτή την τελευταία φράση, χρειάστηκε πολλή δουλειά για να την αποδεχτώ.
Μέχρι σήμερα με παιδεύουν τα ερωτήματα αυτά.
Όπως και κάποια γεγονότα από το μυθιστόρημα. Γεγονότα όχι ιστορικά. Αντίθετα, από αυτά που εγώ έπλασα. Όπως εκείνη η στιγμή, πρώτη ημέρα των αιμάτων, όταν ο Πορφύριος, τρελός και παραλοϊσμένος από τον τρόμο της σφαγής στους δρόμους και από την αγωνία, έδωσε τον γιο του παιδάκι μικρό, σε έναν άγνωστο Βενετό που εκείνη τη στιγμή έφευγε με το βενετικό πλοίο του κυρ Δελφίνο, για να σωθεί. Γιατί εκείνος έπρεπε να μείνει να βρει τη λαβωμένη γυναίκα του, την Ελένη. Και όταν συνειδητοποίησε τι έκανε, τρελάθηκε. Και έτσι τρελός από πόνο μπήκε μέσα στη θάλασσα και φώναζε τον γιο του τον Κωνσταντάκη του, κραύγαζε, ζητούσε να πάρει πίσω το παιδί. Όμως το παιδί έφευγε πια με τον άγνωστο.
Αυτή την κραυγή του Πορφύριου την έβρισκα για χρόνια μέσα σε όλους τους εφιάλτες μου. Καμιά φορά και τις νύχτες ακόμα με ξυπνούσε. Η κραυγή.
Τόσο ευάλωτοι είμαστε ως άνθρωποι.
Τόσο λίγα μας επιτρέπεται να γνωρίζουμε.
Νιώθω πολλή συγκίνηση που το μυθιστόρημα μου αυτό θα κυκλοφορήσει ξανά από τις εκδόσεις Πατάκη σε μια καινούρια διαδρομή ζωής!
Και δεν έχω παρά να του ευχηθώ να αγαπηθεί από τον αναγνώστη έτσι όπως έχει αγαπηθεί μέχρι σήμερα.
Κάποια πράγματα δεν τα ορίζουμε εμείς. Γεννιούνται από εμάς, όμως έχουν τη δική τους μοίρα. Και νιώθω πως το μυθιστόρημα αυτό είναι πιο δυνατό από εμένα.
Εγώ μπόρεσα και το έγραψα. Αυτό μόνον.
Αισθάνομαι ευγνωμοσύνη που μπόρεσα και το έγραψα.