“Στη μάνα που έφυγε, στη μάνα που έμεινε δίπλα μας σαν ίσκιος, στη μάνα που κοιμάται στα όνειρά μας και
τριγυρνάει στους διαδρόμους της ψυχής μας κουβαλώντας τις μνήμες της τρυφερής ηλικίας”
Τι φέρει αυτή η τελευταία σας πειπλάνηση, πού έφτασε αυτή τη φορά η ποίησή σας “Και θέα προς το Αμίλητο;”
Πιστεύω πως με αυτήν τη συλλογή μου έφτασα στην ακρότατη διόραση, στη μεταφυσική σιγή της αγωνίας. Και αν δεν έφτασα, τότε δεν έχω άλλους δρόμους να βαδίσω. Και ούτε με ενδιαφέρει ο ποιητικός λόγος έξω από την αυτογνωσιακή κάθαρση.
Μπορείτε να μας το εξηγήσετε αυτό με ένα στίχο;΄
Ο,τι είχα να πω το είπα
το χάραξα με καλέμι πάνω σε σταυρό χλωρό
να το διαβάζουν τα αποδημητικά πουλιά
Τώρα λέω, μπορεί να έγραψα την ποίησή μου για να την διαβάζουν
τα αποδημητικά πουλιά, εκείνα τουλάχιστον δεν θα με πληγώσουν.
Θα ήθελα να μας διαβάσετε ακόμη ένα ποιητικό κομμάτι, αφιερωμένο στη μάνα, μια και η συλλογή είναι αφιερωμένη στη μάνα
Άπλωσες το χέρι σου υγρό
ν’ αγγίξεις τα σπαράγματα
κάθε φτιαριά και μια πληγή
να αιμορραγεί ο θάνατος
κάθε φτιαριά μια συλλαβή του Αόρατου
που ξέσκεπο χτυπιόταν με το μεσημέρι
στη μέση του μπαξέΑ, μάνα μου η μνήμη
όρθια μπαίνει πια μες στη σιωπή
κι οι μέρες μου παλιρροούν
σαν στάσιμα θανάτου.
Μιλήστε μας λίγο και για το «Θεατρικό», τον τόμο που μόλις κυκλοφόρησε. Τι ακριβώς περιλαμβάνει;
Πέντε θεατρικά έργα που παίχτηκαν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και είναι: Το Γυάλινο Κιβώτιο, Οι Σχεδίες, Σ’ αποχαιρετώ με το φθινοπωρινό πρωτοβρόχι, Αντιγόνη ή Νοσταλγία της τραγωδίας και Χάρτινο Φεγγάρι.
Πώς ξεκίνησε μέσα σας η ανάγκη να γράψετε θέατρο; Σας γοητεύει αυτό το είδος γραφής;
Από την πρώτη μου νεότητα, παράλληλα με την πεζογραφία και την
ποίηση, έγραφα θέατρο. Και ήταν αυτό που μου έδινε το πάθος να υπάρχω,
το πάθος να γράφω. Σε κάποιο σημείο του προλόγου μου αναφέρω πως γι’ αυτόν τον πρώτο τόμο, διάλεξα έργα από όλα τα είδη που
υπηρέτησα: το υπαρξιακό ποιητικό, όπως είναι το Γυάλινο Κιβώτιο και
οι Σχεδίες – που παίχτηκαν το πρώτο στο Εθνικό Θέατρο και το δεύτερο στο θέατρο της Ριάλδη – τη μεταφορά του αρχαίου μύθου, όπως είναι η Αντιγόνη ή Νοσταλγία της Τραγωδίας – που παίχτηκε στο Βέλγιο και στο
πανεπιστήμιο Ηαyward της Καλιφόρνιας – όπως το Χαρτινο Φεγγάρι, ένα
έργο που έγραψα στην πρώτη μου νεότητα.
Ως συγγραφέας πώς βιώνετε το θέατρο;
Το θέατρο είναι μια άλλη διάσταση του εαυτού μου, η πιο αληθινή ίσως, η πιο περιπαθής, μια πλευρά της δουλειάς μου που με πονάει, όπως μας πονάει πολύ ό,τι αγαπάμε – ίσως γιατί είναι αυτό που βιώνουμε σε μια σχέση παράφορη με τον χρόνο.
Το μυθιστόρημά σας Πήραν την πόλη,πήραν την… έκανε την έκτη του επανέκδοση. Τι σημαίνει για σας αυτή η επιτυχία;
Το μυθιστόρημα αυτό είναι έργο μεγάλου μόχθου. Και σίγουρα αυτός που δίνει τα χρήματά του για να το πάρει, ξέρει ότι το θέλει.΄Ένα μυθιστόρημα αγγίζει την ψυχή ή είναι απλή τέρψη. Τα δικά μου δεν νομίζω ότι είναι απλή τέρψη. Και αισθάνοιμαι ευγνώμων που το αναγνωστικό κοινό στηρίζει αυτό το είδος της ποιητικής γραφής, της εσωτερικής, της αυτογνωσιακής, ακόμη, της μη εμπορικής, όπως την λένε πολλοί.
Ακούγεται ότι αναμένεται να κυκλοφορήσει ένα καινούργιο σας μυθιστόρημα. Μιλήστε μου για τον πυρήνα αυτού του νέου σας έργου
Είναι η αντίσταση ενός μικρού τόπου στην αλλοτρίωσή του από το σαρωτικό κύμα της επερχόμενης παγκοσμιοποίησης. Συμβαίνουν κάποια υπερφυσικά φαινόμενα στον τόπο αυτόν, που δημιουργούν τη γοητεία του ανεξήγητου, του μυστηριακού. Η ηρωίδα μου βιώνει την ερωτική της περιπέτεια σε μια σχέση με αυτές τις μυστηριακές δυνάμεις του τόπου, κάπως έτσι.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Βραδυνή,
28 Μαρτίου 1999, η Τζούλη Αγοράκη είναι δημοσιογράφος