Στην αυγή του νέου κόσμου που ξημέρωσε με αινιγματική μεγαλοπρέπεια, αφήνοντας στα μάτια μας το δέος των άγνωστων ακόμα εξαγγελιών για πιο βαθιές διεισδύσεις της τεχνολογίας στις υποστασιακές δομές της ύπαρξής μας, πιστεύω πως η λογοτεχνία, ιδιαίτερα η λογοτεχνία των μικρών χωρών, επωμίζεται μια σημαντική ευθύνη: Να αντισταθεί στη λαίλαπα της ισοπεδωτικής παγκοσμιοποίησης, που πάει να σαρώσει αιώνων αντιλήψεις και παραδόσεις, πάει να εξαφανίσει τη φυσιογνωμία και τις μνήμες του μικρού τόπου.
Η λογοτεχνία από την ίδια τη φύση της είναι αυτογνωσιακή και αντιστασιακή. Η ποίηση είναι πράξη αντίστασης και όταν ακόμα είναι ποίηση υπαρξιακή ή μεταφυσική. Και είναι αυτονόητο πως η λογοτεχνία είναι οικουμενική.
Πριν ακόμα φανεί η παγκοσμιοποίηση στον ορίζοντα της ζωής μας, η λογοτεχνία την εξέφραζε ευεργετικά, αφού μέσα από αυτήν μπορούσε κανείς να γνωρίσει τα έθιμα και τις παραδόσεις μιας άλλης χώρας, να γνωρίσει τη ζωή και την ιστορία της.
Σήμερα η λογοτεχνία καλείται να παίξει έναν πιο σημαντικό ρόλο: Να διασώσει τους θησαυρούς του λαϊκού μας πολιτισμού και τις παραδόσεις μας, τους θησαυρούς της γλώσσας μας, την ίδια τη γλώσσα μας που συρρικνώνεται καθημερινά από την πνευματική ένδεια, συρρικνώνεται και κακοποιείται και λεηλατείται και αλλοτριώνεται.
Προσωπικά πιστεύω πως όσο θα υπάρχει ένας Έλληνας ή ένας Ελληνιστής στα πανεπιστήμια του κόσμου, που θα ανασύρει από τις βιβλιοθήκες τον Αριστοτέλη ή τον Σοφοκλή, τον Διονύσιο Σολωμό ή τον Οδυσσέα Ελύτη, η ελληνική γλώσσα θα παραμένει ακέραια και ζωντανή και ενιαία στη διαδρομή του ενιαίου ελληνικού πολιτισμού.
Μόνο η λήθη θα μπορούσε να συμβάλει στο έργο μιας παγκοσμιοποίησης ισοπεδωτικής.
Γι’ αυτό και ο σημερινός συγγραφέας, ο σημερινός λογοτέχης, πρέπει να αντισταθεί με το έργο του. Και με την έννοια ότι, όσο πιο βαθιές είναι οι ρίζες που έχει κανείς στον τόπο του, στη γη του, τόσο πιο παγκόσμιο είναι το έργο του. Αυτή είναι η αντίστασή του. Να διασώσει με το έργο του τους θησαυρούς της παράδοσης, να τους καταγράψει, να ισχυροποιήσει τους δεσμούς του με τις μνήμες τις ιστορικές, τις κοινωνικές, να συμμετέχει στο παγκόσμιο γίγνεσθαι με τον τόπο του και με τον πολιτισμό του.
Έτσι, και αν ακόμα αφανίσουν τους μικρούς τόπους, αν καταστρέψουν το γεωφυσικό ύφος και ήθος τους, αν επικαλύψουν ξενόφερτοι τρόποι ζωής τη ζωή μας, ένα μέρος από τη μνήμη να μπορέσει να διασωθεί μέσα από το έργο της λογοτεχνίας, οι λαϊκές παραδόσεις μας, τα έθιμα – που πάνε να εκλείψουν- οι θεοί και τα μάρμαρα, ο πολιτισμός του τόπου και ο πολιτισμός του προσώπου.
Ο νέος κόσμος που ξημέρωσε είναι βέβαιο πως θα επιβάλει νέους θεούς και νέα είδωλα. Δεν τον χρειάζεται τον ποιητή, τον φιλόσοφο, δεν τον χρειάζεται τον προφήτη οραματιστή. Η παγκόσμια ειδησεογραφία του αίματος, η αναρχική τεχνολογία, η νέα τρομοκρατία ήρθαν κιόλας μέσα στο δωμάτιό μας. Καθημερινά βιώνουμε το δράμα της παγκόσμιας ιστορίας μέσα στο δωμάτιό μας. Κι αυτό μας καθιστά πολίτες του κόσμου. Ο συγγραφέας δεν είναι πια ο αμέριμνος προσκυνητής της ομορφιάς. Έγινε η συνείδηση μιας νέας ηθικής που θα αντιταχθεί στη βία των καιρών με το έργο του.
Στους ταραγμένους καιρούς που βιώνουμε, κι αν ακόμα το έργο μας είναι μικρό, το χρέος μας παραμένει μεγάλο.
Να γιατί και προς τι, η λογοτεχνία.
Για να ξημερώσει ένας κόσμος πιο ήρεμος στο μυαλό των ανθρώπων, όταν και αυτό θα το έχει εξουσιάσει η βία της τεχνολογίας ή της τρομοκρατίας. Κι ακόμα, για να διασωθεί σαν είδος προς εξαφάνιση η συγκίνηση του ωραίου και του αληθινού, του ανθρώπινου.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδκό Ευθύνη, Δεκέμβριος 2001