Γεννημένη και μεγαλωμένη στη Μύρινα της Λήμνου, από Λημνία μητέρα και Μικρασιάτη πρόσφυγα πατέρα, πτυχιούχος της Παντείου και της Σορβόννης, η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου αφιέρωσε κυριολεκτικά τη ζωή της στη συγγραφή και γνώρισε πολλές διακρίσεις. Το πολυεπίπεδο έργο της καλύπτει τους βασικότερους τομείς της λογοτεχνίας: δώδεκα έως σήμερα εκδεδομένες ποιητικές συλλογές, δεκαεννέα μυθιστορήματα, ιστορικά και υπαρξιακού προβληματισμού, διηγήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια, μεταφράσεις, κείμενα ποιητικής πρόζας, λογοτεχνήματα που έγιναν ραδιοφωνικές εκπομπές, συνεντεύξεις και άλλα.
Κύριο χαρακτηριστικό της πολυσχιδούς αυτής δημιουργίας, που γνωρίζει απήχηση στο κοινό της Ελλάδας, προβολή στο εξωτερικό και αποτελεί αντικείμενο επιστημονικής φιλολογικής μελέτης, είναι η κατάργηση κάθε είδους στεγανών: η λογοτέχνης καταλύει τα όρια μεταξύ των ειδών του λόγου, καθώς αφενός συνθέτει τα πεζογραφήματά της σαν ποιήματα, αφετέρου αξιοποιεί τη λυρική πρόζα, η οποία αποτελεί συνύπαρξη πεζού και ποιητικού λόγου· συνδυάζει, επιπλέον, λογοτεχνικές τάσεις μεταξύ τους (λ.χ. ιστορική οπτική με τον ρεαλισμό και τις ονειρικές συλλήψεις) και ποικίλες τεχνικές της αφήγησης. Τέλος, η Λαμπαδαρίδου καταργεί τα όρια μεταξύ των διαφόρων χρονικών βαθμίδων καθώς θεωρεί ότι όλα τα έργα της – ακόμη και τα ιστορικά – είναι ποίηση και υπάρχουν σε ένα μαγικό και αέναο παρόν που εμπεριέχει το παρελθόν και το μέλλον. Όπως γράφει η ίδια: «Στόχος μου είναι να δώσω τη ζωή στις αθέατες διαστάσεις της, να βρω τη σχέση της ανθρώπινης ψυχής με το αόρατο, αυτό που περιρρέει σαν μαγεία το ορατό, δίνοντας άλλες οπτικές και σημασίες στα πράγματα».
Στην κατεύθυνση αυτή ορίζουσα του έργου της Λαμπαδαρίδου, και δη της ποίησης, των αυτοβιογραφικών της κειμένων και της ιστορικής-εφηβικής πεζογραφίας της, συνιστά η παρουσία της Λήμνου. Από την πρώτη της ποιητική συλλογή, τις Συναντήσεις του 1959, έως την πρόσφατη Κι η άβυσσος μού ανέβηκε ώς το γόνατο του 2012, το νησί αποτελεί άλλοτε έμμεση, μη ονοματισμένη αλλά ισχυρή παρουσία, άλλοτε άμεση αποσπασματική αναφορά και άλλοτε το θέμα ή τον χώρο αυτόνομων ποιημάτων. Δειγματικά αναφέρω ορισμένους τίτλους: «Φιλοκτήτης», «Πολιόχνη», «Εδώ στη χώρα της Μύρινας», «Το παλιό σπίτι», «Μητέρα», «Ηφαιστία», «Το σπίτι μας», «Ο βράχος μου», «Ω σχήμα πέτρας δίπυλον», «Ανεμόεσσα», «Και θέα προς το Αμίλητο».
Η ποιήτρια, σημειώνει η πανεπιστημιακός Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου, «πολύ συχνά αναφέρεται στη Λήμνο, στα δύσκολα, αλλά φωτεινά και διαυγή χρόνια, που την σημάδεψαν στην μετέπειτα ζωή της. Η στέρηση, αλλά και το φως, η μιζέρια, αλλά και ο θαλασσόβραχος και η μυρουδιά της αλισάχνης’ είναι οι βασικές αντιθέσεις μέσα στις οποίες πέρασε τα κρίσιμα χρόνια ως την ενηλικίωσή της. Η Λήμνος […] είναι η σταθερά από την οποία η συγγραφέας αντλεί δύναμη για να ανανεώσει, να ανασυντάξει τη ζωή της», αλλά, συμπληρώνουμε εμείς, και μια άχρονη κοσμολογική παρουσία:
Σε είδα, Λήμνος
Μαρμαρυγή από μνήμες που αναδεύονται […]
Την εγκοσμιότητά μου περιφέροντας στα εφήμερα τοπία σου
Κύκλια κίνηση του αιώνιου!
Σε είδα, Λήμνος / Των αιμάτων τη μοίρα να τυλίγεσαι / Και περήφανη το θάνατο να καταργείς / Όρθια πάνω στη χαίτη των κυμάτων / Ξανά και ξανά το θάνατο αναιρώντας / Κύκλια ανάβαση στης φυλής μου τη δόξα. // Σε είδα / Μούσα ξανά να υψώνεις καιρούς νέους / […] / Εγώ που κύλησα αιώνες μέσα στη γη σου / Να βρω τα βουλιαγμένα λόγια / […] Εγώ που έζησα στην καρδιά του ήλιου σου / Και στη νύχτα του μύθου // Σε είδα/ Λευκή και κυματόζωστη / Από τη νύχτα του θρύλου σου ν’ αναδύεσαι / […] // Έτσι σε κουβαλώ / Μια διαφάνεια υδάτινη / Στον εγκόσμιο χρόνο μου / Εγώ / Γη από τη γη σου / Λιθάρι φθαρτό από το βράχο σου / Και τις νύχτες οι καιροί κυλιόμενοι στα μάτια μου / Την ψυχή σου / Μνήμες ακοίμητες / Ξεδιπλώνουν. // […]
Συνδυαστικά προς την ποίηση της Λαμπαδαρίδου, στις σελίδες μυθιστορημάτων της όπως Η Μαρούλα της Λήμνου, Η Δοξανιώ, Ο Νικηφόρος Φωκάς, Πήραν την Πόλη, πήραν την…, Το Ξύλινο Τείχος, Υψιπύλη, η βασίλισσα του αίματος, αναδεικνύεται η Λήμνος του μύθου, γη του Ηφαίστου και των Καβειρίων Μυστηρίων, τόπος βασανισμού και ίασης του Φιλοκτήτη· αλλά και η Λήμνος της ιστορίας, με τη στρατηγική της θέση μπροστά στην είσοδο των Δαρδανελίων, με την πανάρχαια πόλη της Ηφαιστία, με το θεραπευτικό χώμα, τη «Λημνία γη»∙ η κληρουχία των Αθηναίων, κτήση των Ρωμαίων, των Βενετών, των Γενουατών και των Τούρκων · η αγροτοκτηνοτροφική, τέλος, Λήμνος με το περίφημο κρασί της, τις υπέροχες ακρογιαλιές της, τους δυνατούς ανέμους της, την ελάχιστη, χαμηλή βλάστηση του θυμαριού και της ακόνιζας και την ήρεμη φιλοξενία των κατοίκων της. Κεντρικοί ήρωες των ιστορικών έργων της έχουν ένα βασικό χαρακτηριστικό, κοινό με τη συγγραφέα: την λημνιακή καταγωγή και νοοτροπία. Έτσι, η Λήμνος είναι, για την Λαμπαδαρίδου, ο συγκαιρινός των γεγονότων τόπος, ο χώρος ως φορέας του μυθικού-ιστορικού παρελθόντος και των «σπόρων» του μέλλοντος, και, τέλος, οι ίδιοι οι επώνυμοι και ανώνυμοι Λήμνιοι της εκάστοτε εποχής που εξιστορεί.
Στην ποίηση και την πεζογραφία της Λαμπαδαρίδου η Λήμνος εμφανίζεται σημασιακά πολύμορφη: χώρος πραγμάτωσης της ιστορίας συνδυασμένης, ωστόσο, άρρηκτα με τον θρύλο, αλλά και τόπος σύμμετρος με τις αναζητήσεις των ηρώων, αρχέγονη μήτρα σύνδεσης των προσώπων μέσα στον χρόνο, πηγή μυστικής γνώσης του κόσμου, αυτογνωσίας και λύτρωσης∙ χώρος που, εν πολλοίς, «γεννά» τον ήρωα ως κειμενική οντότητα και όπου το «ιδιαίτερο», ευλογημένο από τη μοίρα άτομο, μελετώντας σε ατελείωτους περιπάτους την τοπογραφία, ζει το πέρασμα από την παιδική στην εφηβική ηλικία, τον έρωτα, την κατάκτηση της αυτοσυνείδησης και τον ηρωισμό.
Έτσι υιοθετείται ένας ιδιόμορφος συνδυασμός ρεαλισμού και παγανιστικής-μυστικιστικής θέασης του νησιού ως τόπου αποκάλυψης των διαιώνιων μυστικών του κόσμου, της αλήθειας των Γνωστικών, της ορφικής οδού που οδηγεί στο βάθος των πραγμάτων και στη γνώση του εαυτού. Επιπλέον, η Λαμπαδαρίδου περιγράφει το λημνιό τοπίο με λιτότητα και με έναν μυστικιστικό ανιμισμό, ως σύμβολο του αδούλωτου φρονήματος των κατοίκων. Το νησί, μέτοχος και εκφραστής των ανθρώπινων συναισθημάτων, και οι απλοί άνθρωποι με τη φιλοξενία και την ευγένειά τους, τα έθιμα, τα ντόπια προϊόντα και τα αντικείμενα της καθημερινότητας αποδίδονται με συγκινητική τρυφερότητα.
Η συγγραφέας επιφυλάσσει στη Λήμνο πάντοτε μια ξεχωριστή μοίρα: στη Μαρούλα της Λήμνου το νησί γίνεται τελικά η κιβωτός της διαθήκης για την ανάσταση του Γένους. Στη Δοξανιώ, μέσω της μνήμης και της φαντασίας, συνιστά για τους σκλαβωμένους ήρωες κίνητρο αντίστασης, φιλοπατρίας και ηρωισμού, λόγο διατήρησης της προσωπικής και εθνικής συνείδησης και τρόπο περήφανου αυτοπροσδιορισμού. Στον Νικηφόρο Φωκά η Λήμνος ως τόπος της δράσης έχει μικρή παρουσία, εσωτερικοποιείται ωστόσο μετατρεπόμενη σε «σημάδι ψυχής» και λειτουργεί παράλληλα ως φορέας του ανθρωπιστικού φιλειρηνικού μηνύματος της ένωσης των λαών∙ στο εκτενές μυθιστόρημα Πήραν την Πόλη, πήραν την… η Λήμνος είναι ο χώρος όπου πρέπει να μεταφερθεί και να φυλαχθεί ο «εκλεκτός», ο τόπος του μαρτυρίου και της λύτρωσης του ήρωα, η μυστηριακή γη της ίασης με τη συμπαντική δύναμη των Καβειρίων μυστηρίων, η πατρίδα του ελευθερωτή της Πόλης.
Το Ξύλινο Τείχος η Λήμνος τής αρχαιότητας, με την τοπογραφία, την καθημερινότητα και την ιστορία της, υπάρχει διά της μνήμης και της νοσταλγίας, πατρίδα της ψυχής, τελευταία παρήγορη σκέψη πριν από τον θάνατο, τρόπος αυτοπροσδιορισμού και σύμβολο γενναιότητας. Τέλος, στο μυθιστόρημα Υψιπύλη, η βασίλισσα του αίματος, η Λήμνος είναι ο τόπος-σύμβολο του φονικού πάθους αλλά και της αγάπης ως έκφρασης της αιώνιας ομορφιάς κατά τα ορφικά πρότυπα.
Χώρος αυτο-συνείδησης των προσώπων, σκηνικό εξέλιξης των γεγονότων, ομηρική Ιθάκη, σύμβολο της ευρύτερης ελληνικής πατρίδας, ορφικός προορισμός ή έκφραση της αλήθειας των Γνωστικών, μυθιστορηματικός τόπος δικαίωσης και ανα-βίωσης των ηρώων, η Λήμνος αναδεικνύεται σε κεντρική σημαίνουσα για την οποία αξίζει να θυσιαστούν ή στην οποία τείνουν να επιστρέψουν, πραγματικά ή διά της νοσταλγίας και του ονείρου, οι χαρακτήρες των ιστορικών έργων της Λαμπαδαρίδου. Η Δοξανιώ, ο Θεοδόσιος, ο Πορφύριος-Νικώνιος, η Μαρούλα, ο Αλκαμένης, η Υψιπύλη και οι υπόλοιποι Λήμνιοι ήρωες «επιστρέφουν» με διάφορους τρόπους στη Λήμνο διατρανώνοντας την αγάπη τους για την ιδιαίτερη πατρίδα∙ ακόμη και όσοι δεν είναι Λήμνιοι, διά του ερωτικού ή φιλικού δεσμού με τους Λήμνιους ήρωες, συνδέονται αγαπητικά με το νησί.
«[…] ο δεσμός μου με τη Λήμνο», γράφει, «είχε ρίζες βαθιές, οργανικές, υπαρξιακές, ακόμα, θα έλεγα, οντολογικές. Σήμερα που προσπαθώ να δω αυτόν το ‘δεσμό’ από μιαν απόσταση, λέω πως, αναζητώντας τη Λήμνο, στην πραγματικότητα αναζητούσα τον εαυτό μου. […] Αισθάνομαι υπερήφανη που γεννήθηκα στη Λήμνο. Υπερήφανη που την αγάπησα. Που αποτελώ λιθάρι δικό της».
Ομιλία της Δέσποινας Δούκα στην Στοά του Βιβλίου, στις 18 Οκτωβρίου 2013, σε εκδήλωση των σωματείων Λήμνου ΟΛΣΥ
Η Δέσποινα Δούκα είναι Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και κριτικός λογοτεχνίας