Μια ερειπωμένη αίσθηση και πονά
«Εσύ, Λεύκιε, το ήξερες πως
ο τόπος ήταν ζωντανός
εσύ είδες τα πέτρινα δάκρυά του
και την κόρη να μεταμορφώνεται σε πέτρα
είδες την εκδίκησή του εσύ
το παιδί
με τα μάτια της στάχτης
Πάρτε, καλέ κυρίες, πάρτε
αυτοκτονίες με σουσάμι…»
«Κι η άβυσσος μου ανέβηκε ως το γόνατο»Δεν μπορώ να θυμηθώ τη μέρα που πέθανα. Ήμουν κουκουλωμένη με μια παλιά κουβέρτα γιατί έκανε ψύχρα εκεί κοντά στη μεγάλη λίμνη. Οι άλλοι είχαν φύγει και με φώναζαν μέσα από τα νερά. Όμως εγώ, λίγο ακόμα, έλεγα, λίγο ακόμα να ετοιμαστώ. Κι ύστερα ο χρόνος έγινε μια λεία γλιστερή επιφάνεια και με πήρε μαζί του. Με πήρε, όπως ήμουν, μια φούχτα ερείπια. Και δεν θυμούμαι πια. Μόνον εκείνη η ερειπωμένη αίσθηση στην ψυχή μου που πονούσε.
Πόνος. Τόσο ευλογημένος, έλεγα, τόσο ευλογημένος. Όμως κανείς δεν κατάλαβε. Όλοι προχωρούσαν πίσω από τον Κήρυκα, ένα πρόσωπο σκοτεινό που μας οδηγούσε ανοίγοντας δρόμο μέσα στα νερά. Δεν κατάλαβα πού μας πήγαινε. Κανείς δεν κατάλαβε. Και μόνον όταν μας είπε ότι πρέπει να θυμηθούμε τη ζωή πριν από το ποτάμι, για μια ιστορική εργασία που ετοίμαζαν, σαστίσαμε.
Φτάσαμε σε μια κατηφορική έκταση που ήταν γυμνή και άνυδρη – κι ας την έκλειναν ένα γύρο τα νερά. Κάτι ασφοδελοί υπήρχαν μόνο και μια δυο πηγές που έφερναν, είπε, το νερό της μνήμης. Μπήκαμε από κάτι εισόδους σχεδόν αόρατες και περιμέναμε. Ύστερα, αυτός που τον λέγαμε Κήρυκα μας μοίρασε από ένα διαφανές χάπι και είπε ότι ήταν η τροφή μας ως τον άλλο σταθμό. Και είπε ακόμα πως στον άλλο σταθμό θα πηγαίναμε μόνον αν θυμόμασταν. Όμως τι έπρεπε να θυμηθούμε; Αυτό δεν το κατάλαβε κανείς. Και τότε αυτός που ονομάζαμε Κήρυκα έκανε κάτι άλλο. Μας έδωσε διορία μια ολόκληρη μέρα, νύχτα με νύχτα, να γυρίσουμε πίσω. Να δούμε τη ζωή που αφήσαμε. Να θυμηθούμε.
Δεν ήταν εύκολο γιατί δεν ξέραμε πόσος χρόνος είχε περάσει. Μπορεί ένας χρόνος. Μπορεί εκατό. Μπορεί χίλια. Μπορεί ακόμα να είχε περάσει μία μόνο στιγμή. Ή, η μία στιγμή να σήμαινε τα χίλια χρόνια.
Σταθήκαμε στην άκρη στα νερά και κοιτάζαμε. Κάτι τεράστιοι γυάλινοι όγκοι ήταν κρεμασμένοι στο κενό, και ο άνθρωπος που ανέλαβε την ξενάγησή μας είπε ότι ήταν οι καινούριες πόλεις αυτές. Εκεί μέσα ζουν οι άνθρωποι, είπε. Σε μικρά γυάλινα κουτιά. Κατάκλειστα. Γιατί η γη είναι μολυσμένη, είπε. Ο αέρας μολυσμένος. Τα νερά μολυσμένα. Ό,τι υπάρχει πάνω στη γη έχει «πικρανθεί» – είπε ακριβώς τη λέξη – και σκοτώνει τη ζωή.
Ο άνθρωπος που μας ξεναγούσε ήταν μικρόσωμος και φορούσε μια μάσκα οξυγόνου. Ήμασταν καμιά δεκαριά, η δική μας ομάδα. Τον ρωτήσαμε αν μπορούσε να μας πάει στη γη. Μας απωθούσαν αυτές οι γυάλινες πόλεις οι κρεμασμένες στο κενό. Θέλαμε να αγγίξουμε άλλη μια φορά το χώμα, του είπαμε, να δούμε τις πόλεις των ανθρώπων όπως ήταν παλιά, πριν τις κρεμάσουν καταμεσής στον μολυσμένο αέρα. Είπε πως ήταν επικίνδυνο, όμως εμείς αυτό θέλαμε. Δεν είχαμε τίποτε άλλο να χάσουμε, αφού όλα τα είχαμε χάσει. Κι ύστερα, εμείς αγαπούσαμε τη γη, όπως την ξέραμε. Κι όσο ξυπνούσε μέσα μας η αγάπη, έρχονταν και οι μνήμες της ζωής μας. Τα μάτια μας γέμισαν δάκρυα στη σκέψη ότι θα βλέπαμε ξανά ένα δέντρο γεμάτο καρπό ή θα ζούσαμε μια φθινοπωρινή βροχή που κάνει το χώμα να μοσκοβολά.
Ο άνθρωπος με τη μάσκα μας λυπήθηκε. Δεν κατάλαβε γιατί θέλαμε τόσο πολύ να δούμε ένα δέντρο ή μια φθινοπωρινή βροχή. Στις πόλεις τις δικές τους, είπε, δεν υπάρχουν δέντρα και ούτε βρέχει ποτέ, αφού είναι κατάκλειστες.
Μπήκαμε σε μια εναέρια άκατο και σε λίγο προσγειωθήκαμε σε μια παραθαλάσσια πόλη που έμοιαζε νεκρή. Σάμπως να ήταν μια νεκρή ζωγραφιά σκεπασμένη με στάχτες. Όμως μόλις βγήκαμε από αυτή την περίεργη άκατο, η μικρή νεκρή πόλη άρχισε να ζωντανεύει. Τα δέντρα σάλεψαν σαν να τα θρόισε αεράκι και τα ερειπωμένα σπίτια φωτίστηκαν από μέσα σαν να υπήρχε ζωή. Και, το πιο περίεργο, μια μουσική ερχόταν νοσταλγικά από τη μεριά της παραλίας, σαν να υπήρχε εκεί ένα μυστηριώδες κέντρο που συνέχιζε την ειδυλλιακή του βραδιά.
Ο άνθρωπος με τη μάσκα τρελάθηκε. Πώς… πώς είναι δυνατόν! Ψέλλισε. Αυτό δεν είχε ξανασυμβεί.
Του είπαμε πως είχαμε μια μέρα μόνο διορία να ζήσουμε την παλιά μας ζωή και θέλαμε να μας αφήσει μόνους.
Δεν κατάλαβε αυτός τι σημαίνει «να ζήσουμε την παλιά μας ζωή». Και παρακάλεσε να μείνει κι αυτός σε μιαν άκρη να δει πώς ήταν. Έμοιαζε σαστισμένος. Πριν μπει στην εναέρια άκατο, μας εξήγησε ότι για χρόνια κανείς δεν τόλμησε να πατήσει τη γη γιατί ήταν εχθρική. Και απορούσε που δεν συνέβαινε αυτό μ’ εμάς.
Ξαπλώσαμε στο χορτάρι και χαιρόμασταν τις μυρουδιές και τα χρώματα. Χαιρόμασταν το κελάιδισμα των πουλιών και το ζωογόνο αεράκι που πήρε να φυσά διαλύοντας τις στάχτες.
Ο άνθρωπος με τη μάσκα δεν ήξερε, είπε, τι ήταν μυρουδιές και πρώτη φορά άκουγε το κελάιδισμα των πουλιών. Στις κατάκλειστες πόλεις μας, είπε πάλι, δεν υπάρχουν αυτά, δεν υπάρχει ουρανός. Η δραστηριότητα όλη των ανθρώπων επικεντρώνεται στο πώς να φυλαχτούν από τη δηλητηριώδη ατμόσφαιρα και από τις φλεγόμενες αναθυμιάσεις της γης.
Απορήσαμε με τη σειρά μας. Όμως δεν μας ενδιέφερε το πώς ζούσαν οι έγκλειστοι εκείνοι στα γυάλινα κουτιά τους τα χωρίς ουρανό. Εμείς, στον λίγο χρόνο που είχαμε, θέλαμε να ζήσουμε την ομορφιά της γης μας, όπως την ξέραμε. Κι όταν πλησιάσαμε ένα κλήμα που ήταν εκεί γεμάτο σταφύλι κατάχρυσο, ο άνθρωπος με τη μάσκα μας φώναξε να μην το αγγίξουμε γιατί ήταν μιασμένο.
Μιασμένο.
Η λέξη μας παραξένεψε. Θυμηθήκαμε πως στον αρχαίο κόσμο, το «μίασμα» ερχόταν σαν τιμωρία από τους θεούς για κάποια «ύβρι» που διέπραξαν οι άνθρωποι, πάει να πει, για κάποια ασέβεια προς τους θεούς ή προς τη φύση.
Όμως εμείς ήμασταν καθαροί. Εμείς αγαπάμε τη γη μας, είπε κάποιος δυνατά, να εξαγνίσει με την αγάπη το μίασμα και να ευμενίσει τη φύση.
Απλώσαμε το χέρι και κόψαμε το σταφύλι.
Ο άνθρωπος με τη μάσκα μας κοίταζε τώρα έντρομος. Μας έβλεπε να το τρώμε με ευχαρίστηση, οι ρώγες τραγανές στο στόμα, και δεν ήξερε τι σημαίνει αυτό. Στις γυάλινες πόλεις τους δεν είχαν δει ποτέ ένα σταφύλι κι ούτε το άρωμά του ή τη γεύση του ήξεραν. Έξω από το διαφανές χάπι της διατροφής τους, τίποτε άλλο δεν ήξεραν.
Η μέρα έγερνε κι εμείς έπρεπε να ετοιμάσουμε την αναφορά μας για τον Κήρυκα. Καθένας μια δική του αναφορά με τις δικές του εντυπώσεις. Πήρα μολύβι και χαρτί και κάθισα σ’ ένα ερημικό παγκάκι πλάι στη θάλασσα. Δεν ήξερα ακόμα τι θα γράψω. Οι συγκινήσεις ήταν αξεδιάλυτες. Είχαν μια λύπη μέσα τους σαν παλιά τύψη.
Σήκωσα τα μάτια και κοίταξα την πανσέληνο. Εκείνη μόνη εξουσίαζε τα ερείπια. Ένας κόσμος ερείπια με την πανσέληνο να ασημίζει τη σιωπή τους.
Έψαξα να βρω την ημερομηνία για ν’ αρχίσω την αναφορά. Και ξαφνικά ο χρόνος έγινε υπαρκτός. Ο χρόνος ήταν μια ερειπωμένη αίσθηση και πονούσε. Και δεν ήξερα αν ήμουν εγώ τα ερείπια που έβλεπα ή αν ο ίδιος ο χρόνος σάπιζε μέσα στα γυάλινα κουτιά όπου ζούσαν έγκλειστοι οι άνθρωποι.
Ο χρόνος. Ήταν ξαφνικά όλα αυτά μαζί. Το ποτάμι που μας έφερε πίσω και ο Κήρυκας που μας εξουσίαζε και ο άνθρωπος με τη μάσκα και η ψυχή μου.
Ο χρόνος ήταν η ψυχή μου που ζούσε αντίστροφα τη ροή του σαν μια παλίρροια όπου το παρελθόν και το μέλλον μαζί αγκαλιασμένα κείτονταν στα ερείπιά τους.
Ο χρόνος ο προφητικός. Και ο χρόνος των ερειπίων.
Δεν ήξερα τι να γράψω, και θυμήθηκα κάποιους στίχους από το «Μυστικό Πέρασμα»:«Μόνο η πανσέληνος λευκή σαν πρώρα
Φέγγει τους ξεχασμένους παραδείσους
Ω Γαία ανεξερεύνητων βυθών
Με το μυροβόλο σου δέντρο και την πέτρα του μαργαριταριού
Συλλάψιες όλα
Σ’ έναν κόσμο χαλάσματα – όπου μόνον
Σαν κατάρτι παλιού ναυάγιου
Προεξέχει η σιωπή».
Μου φάνηκε πολύ θλιβερό κι έψαξα στη μνήμη να βρω κάτι άλλο.
«Τίποτα από τις δωρεές σου δεν ζήτησα
Μια φούχτα χώμα μόνο να σταθώ
Και μια ριπή άνοιξης ν’ αγαπήσω
Με τα πουλιά να ξανοιχτώ σαν νιότη
Και με φεγγάρι ολοστρόγγυλο
Μια νύχτα άσωτη του Ιουνίου
Να κυλιστώ ξανά στις πευκοβελόνες».
Μάταια. Κοίταξα τις στάχτες γύρω μου. Έμοιαζαν με θάνατο που ξαγρυπνούσε. Κι η βουή από την παλίρροια του χρόνου γινόταν όλο και πιο έντονη. Μια βουή που έσπαζε σαν παλιρροϊκό κύμα πάνω στις γυάλινες πόλεις τις κρεμασμένες στο κενό.
Όταν ξύπνησα, ήταν νύχτα βαθιά. Και θυμήθηκα πως ήταν Νύχτα Πρωτοχρονιάς. Ένας καινούριος χρόνος ερχόταν στον ρημαγμένο κόσμο μας. Και η πρώτη σκέψη που έκανα ήταν οι γυάλινες εναέριες πόλεις οι χωρίς ουρανό. Και μια μελαγχολία με κυρίεψε.
Ευτυχώς, όνειρο ήταν, συλλογίστηκα.
Όμως οι στάχτες δεν έφυγαν από τα μάτια μου ούτε στον ξύπνο μου.
Οι στάχτες θα μείνουν, είπα, το καμένο της στάχτης, να θυμίζει τις πληγές.
Πληγές ή φωτιές. Προπέρσινες και φετινές.
Κι ένα κλαδί αμάραντος να τις ξορκίζει.
Να τους ξορκίζει.
Καλή χρονιά!
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Έθνος της Κυριακής, 4 Ιανουαρίου 2009
Το θέμα ήταν: Η καταστροφή του τόπου
Τα δύο ποιητικά είναι από τον ποιητικό τόμο «Μαζεύω τα υπάρχοντά μου»