Γι’ αυτό και στα γράμματά μας κυριαρχεί αυτή η πολυδιάστατη έννοια της ελευθερίας, σ’ όλες τις μορφές του λόγου και σ’ όλα τα επίπεδα της έκφρασης. Γιατί η ελευθερία ως πράξη ζωής τροφοδότησε τα γράμματά μας. Το είδαμε στη δικτατορία. Το είδαμε στην κατοχή. Το είδαμε στους αγώνες της παλιγγενεσίας.
Θα αρχίσω με τον εξορκισμό του ποιητή: “Όπου κι αν σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, όπου και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη”.
Κι ίσως σήμερα, αυτό κάνουμε. Ήρθαμε εδώ να μιλήσουμε για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής γλώσσας. Κι αυτό μοιάζει να ξορκίζει το κακό. Να ξορκίζει το φόβο που μας ταλαιπωρεί τον τελευταίο καιρό και αλλάζει το πρόσωπο του κόσμου.
Βιώνοντας καθημερινά την συρρίκνωση της γλώσσας μας, σαν θλιβερή συνέπεια της πνευματικής συρρίκνωσης, που επιφέρει εδώ και δεκαετίες η τάση αποκοπής του νεοέλληνα από τις ρίζες του, από το πολιτιστικό παρελθόν του, μια τάση που την τροφοδοτεί το αγωνιώδες παρόν αλλά και η έλλειψη ιστορικής αυτογνωσίας, η έλλειψη ουσιαστικής παιδείας, είναι ανάγκη να επισημάνουμε, να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι η γλώσσα, αυτή των τριών χιλιάδων χρόνων, που διαγράφει το πρόσωπο του νεοέλληνα αλλά και τις διαστάσεις της ελληνικότητάς του. Και είναι αυτή η δύναμη που κρατά ζωντανή και ενιαία τη συνέχειά μας, μέσα από τον ζωντανό και ενιαίο πολιτισμό. Γιατί ο πολιτισμός είναι δύναμη. Και πολιτισμός είναι η έκφραση του Λόγου. “Του δε λόγου τουδ’ εόντος αιεί” είπε ο μεγάλος Ίωνας οραματιστής, ο Ηράκλειτος. “Αυτός ο λόγος είναι εδώ για πάντα”.
Λοιπόν, η συρρίκνωση της γλώσσας είναι μια θλιβερή συνέπεια της πνευματικής ένδειας. Της πνευματικής συρρίκνωσης. Διακόσιες ή τριακόσιες λέξεις χρησιμοποιούν ακόμη και συγγραφείς για να γράψουν βιβλία. Και οι μισές είναι κακοποιημένες ή αλλοιωμένες ξενόφερτες. Μια τάση αποκοπής από ό,τι τροφοδοτεί την ελληνικότητά μας, αποκοπής από τις ρίζες, από τον πολιτισμό. Όμως, μιλώντας για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής γλώσσας, μιλώντας για κείνους που προσπαθούν να την αλλοιώσουν και να αλλοτριώσουν και να κοποιήσουν τη γλώσσα μας, να την λατινικοποιήσουν ακόμα, προσωπικά πιστεύω πως δεν μπορούν. Πως ποτέ δεν θα το μπορέσουν. Όσο θα υπάρχει και ένας Έλληνας ή ελληνιστής στα πανεπιστήμια του κόσμου, που θα ανασύρει από τη βιβλιοθήκη τον Ηράκλειτο ή τον Σοφοκλή, τον Ελύτη ή τον Διονύσιο Σολωμό, η γλώσσα μας θα παραμένει ζωντανή και ενιαία στη διαδρομή του ενιαίου ελληνικού πολιτισμού.
Είμαστε από τους ελάχιστους λαούς – ή και ο μοναδικός – που διατηρήσαμε τη γλώσσα μας τρισίμισυ χιλιάδες χρόνια. Αίμα, είπε ο Όμηρος. Αίμα κελαινόν. Και φαείνω, είπε, φάος. Αίμα λέω κι εγώ. Και φαείνω. Φως. Δίψα, είπε ο Ορφέας. Δίψα αύος εγώ και απόλλυμαι, είπε. Η δίψα με καίει εμένα και χάνομαι. Δίψα λέω κι εγώ. Και ύδωρ προρρέον της μνημοσύνης. Ψυχή είπε ο Ηράκλειτος. Ψυχή λέω κι εγώ. “Ψυχής πείρατα ιών ουκ αν εξεύροιο…” είπε. “ Τα πέρατα της ψυχής δεν θα τα βρεις…” Ψυχή λέω κι εγώ. Τις ίδιες λέξεις χρησιμοποιώ. Αίμα και δίψα και φως και ψυχή. Λέξεις που ταξίδεψαν τέσσερις χιλιάδες χρόνια για να φτάσουν ως εμένα. Λέξεις που τις λείανε ο καιρός. Τις ξεδιάλεξε σαν κοχύλια μιας ζώσας θάλασσας και τις έφερε ως τις μέρες μας. Λέξεις που τις τόρνεψε και τις ζωοποίησε και τις μεγάλυνε με την ψυχή του ο λαός και με τους αγώνες του κι έχτισε μ’ αυτές τον μεγάλο μας λαϊκό και πνευματικό πολιτισμό, από την ποίηση των ψαλμωδών έως το δημοτικό μας τραγούδι.
Γιατί η ψυχή του λαού, με τους αιώνες του πολιτισμού που κουβάλησε στις μυστικές εγγραφές της, ήξερε πως μαζί με το μέγα ιδανικό της ελευθερίας έπρεπε να κρατήσει ζωντανή τη γλώσσα. “Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα”, είπε ο εθνικός μας ποιητής. Και μέσα σ’ αυτόν το στίχο κρύβεται όλη η δύναμη του πολιτισμού και των ιδεωδών του γένους. Και λέω. Κι αν ακόμα όλοι αυτοί οι εχθροί “οι ντυμένοι φίλοι” προσπαθήσουν να φτωχύνουν και να ταπεινώσουν την ελληνική γλώσσα, η νίκη τους θα είναι μικρή και ασήμαντη. Τίποτε δεν μπορεί μετακινήσει τους θησαυρούς της γλώσσας μας, από τον Όμηρο έως τον Ακάθιστο Ύμνο κι απ’ τον Παπαδιαμάντη έως τη σημερινή συνάντηση, εδώ, στην Καρδίτσα, με την αγωνία για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής γλώσσας. Μα το μέλλον της ελληνικής γλώσσας είναι ταυτόσημο με τον πολιτισμό που δημιούργησε — έναν πολιτισμό αυγή της οικουμένης. Και καμιά ισοπεδωτική παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί να το αναιρέσει αυτό. Καμιά λήθη.
Βέβαια, είναι θλιβερή η διαπίστωση πως σήμερα αμφισβητούνται όλες οι αξίες μας. Έχουμε φτάσει, ίσως, στην πιο κρίσιμη στιγμή αναθεώρησης των πολιτιστικών και εθνικών αξιών μας. Σε μια στιγμή παγκόσμιων ανακατατάξεων με αμφισβητούμενες, σαρωτικές εξαγγελίες. Με αμφισβητούμενο και σκοτεινό το μέλλον αυτών των αξιών που μέχρι τώρα στήριζαν τα ιερά της ζωής μας αλλά και τα ιερά της φυλής μας.
Θέλω να σταθώ στη λέξη “ενιαία”. Ενιαία είναι η γλώσσα μας από την κλασική Ελλάδα, όταν το πνεύμα είχε φτάσει στο απόγειο της κορύφωσής του. Ενιαίος ο πολιτισμός που διαμόρφωσε ο ζων Λόγος του πνεύματος. Ενιαία η συνείδηση του νεοέλληνα, που κρατά πάνω στο κύτταρο εγχαραγμένη τη διαδρομή αυτού του πολιτισμού. Γιατί οι καιροί οι καταργημένοι είναι ταυτόχρονα και παρόντες. “Εντολή σου, είπε, αυτός ο κόσμος/ και γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναι”. Είπε ο ποιητής. Αφού η ζωή η καταργημένη είναι συνάμα και παρούσα μέσα στις αθέατες διαστάσεις του δικού μας εφήμερου χρόνου. Εγχαραγμένη σε μνήμες αρχετυπικές.
Θα αναφερθώ στον George Thomson, έναν Άγγλο ελληνιστή, καθηγητή της ελληνικής γλώσσας στο Cambridge και μετά στο πανεπιστήμιο του Birminham. Αφιέρωσε τη ζωή του ολόκληρη στον αγώνα του να αποδείξει, με τη μέθοδο της συγκριτικής εθνολογίας, ότι η ελληνική γλώσσα είναι ενιαία, όπως ενιαίος είναι και ο ελληνικός πολιτισμός. Η καινοτομία της διδασκαλίας του, η πρωτοποριακή εφαρμογή της, προέκυψε από την εξής παρατήρηση: Όταν ήρθε στην Ελλάδα ως φοιτητής, το 1926, διαπίστωσε πως η γλώσσα που μιλούσε ο λαός, παρά τις ιστορικές της αλλαγές, ήταν η ίδια, αυτή που μελετούσε στα αρχαία κείμενα ως γλώσσα νεκρή. Τότε έμαθε ο ίδιος τα νέα ελληνικά και τα εισήγαγε στο πρόγραμμα σπουδών του Πανεπιστημίου όπου δίδασκε ως ισότιμο μάθημα με τα βυζαντινά και τα αρχαία. Έτσι δημιούργησε μια πρωτοπόρο σχολή ελληνικών σπουδών, όπου η ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία διδασκόταν ως ενιαία και συνεχιζόμενη από την ομηρική εποχή ως σήμερα.
Αυτή ήταν η μεγάλη πρωτοποριακή του καινοτομία. Με επίπονες μελέτες, με επιστημονικές έρευνες, με τεκμηριωμένα επιχειρήματα και, προπαντός, με βαθύ σεβασμό και θαυμασμό για τον ελληνικό πολιτισμό, θεμελίωσε το όραμά του, χρησιμοποιώντας, όπως είπα, τη μέθοδο της συγκριτικής εθνολογίας. Και τις νέες αυτές απόψεις του, τις πρωτοποριακές μελέτες του, τις έγραψε σε βαρυσήμαντα βιβλία που μεταφράστηκαν σε όλον τον κόσμο, γιατί ήθελε όλοι οι λαοί να γνωρίσουν αυτές τις παγκόσμιες αξίες.
Και βέβαια, στις αξίες αυτές κυριαρχούσε η ελληνική γλώσσα. Γιατί η γλώσσα όχι μόνο συμβαδίζει με τον πολιτισμό. Αλλά τον διαμορφώνει και διαμορφώνεται από αυτόν. Έτσι, το κομμάτι εκείνο από το σώμα της γλώσσας — της γλώσσας των αρχαίων κειμένων — που εθεωρείτο νεκρό (και που μέχρι σήμερα πολλοί επιμένουν να το θεωρούν νεκρό ), λοιπόν, εκείνος, ο ελληνιστής Τζορτζ Τόμσον, το είδε ως ζωντανό και ενιαίο και απαρασάλευτα παρόν. “Όσα δε ούτε είδομεν, ούτ’ ελάβομεν, ταύτα φέρομεν”, μας είπε ο μεγάλος Εφέσιος. Κι αυτό από μόνο του μας δίδει τις υποστασιακές διαστάσεις μιας ελληνικότητας ενιαίας και απαραχάραχτα συνεχιζόμενης μέσα στη δική μας εφημερότητα.
Στο σημαντικό βιβλίο του “Το αειθαλές Δέντρο”, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Ελλάδα με εισαγωγή και επιμέλεια του Χρίστου Αλεξίου, περιλαμβάνονται αξιοσημείωτα άρθρα και διαλέξεις του για τον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική γλώσσα, αρχίζοντας από την Πρωτοελληνική εποχή, για να προχωρήσει στην Αττική και στην Ελληνιστική και, τέλος, να φτάσει στην Νεοελληνική. Σημειώνω μια φράση του μόνο: “Έτσι, στο δικό μου πανεπιστήμιο, γράφει, στο Μπέρμιγχαμ, μαθαίνουμε τους φοιτητές μας από πολλά χρόνια τώρα να σπουδάζουν τα νέα ελληνικά μαζί με τα αρχαία, και όχι μόνο να τα διαβάζουν, αλλά και να τα μιλάνε, για να κατανοήσουν με τον τρόπο αυτό την οργανική ενότητα και την ιστορική συνέχεια της ελληνικής γλώσσας από τον Όμηρο ίσαμε τα δημοτικά σας τραγούδια και από τον Πίνδαρο ίσαμε τον Σικελιανό”.
Και έρχομαι σε έναν άλλον ελληνιστή, που αφιέρωσε κι αυτός τη ζωή του στην Ελλάδα και τον πολιτισμό της και έγραψε βιβλία αγάπης. Ο Ζακ Λακαριέρ. Δεν είναι πανεπιστημιακός, αλλά ποιητής. Και η ματιά του ποιητή είναι πολλές φορές πιο δυνατή και πιο αισθαντική και διεισδυτική από αυτή του επιστήμονα. Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στη Γαλλία, στον Nouvel Observateur, είπε μεταξύ άλλων: “Η Ελλάδα είναι η πατρίδα μιας αιώνιας γλώσσας, της γλώσσας των αρχαίων φιλοσόφων, των βυζαντινών, των περιπλανόμενων ναυτικών. Μιας γλώσσας που άνοιξε τους δρόμους στη ζωή, στην περιπέτεια, στη γνώση και στο θάνατο, και έδωσε στον κόσμο ένα οικουμενικό λεξιλόγιο για να μιλάει για τη δημοκρατία και την ελευθερία”. Κι όταν ο δημοσιογράφος τον ρώτησε: “Υπάρχει κάτι από την αρχαία κληρονομιά, εκτός από τις πέτρες και τα μνημεία, που να επιβιώνει στη σύγχρονη Ελλάδα;” Εκείνος απάντησε: “Μα η γλώσσα! Δεν υπάρχει καμιά ρωγμή ανάμεσα στην αρχαία και τη σημερινή ελληνική. Οι Έλληνες χρησιμοποιούν ακόμη, με απόλυτη φυσικότητα, τις λέξεις του Ομήρου — κι αυτό δεν είναι μονάχα ασύλληπτο, είναι και βαθύτατα συγκινητικό”.
Λοιπόν, μ’ αυτόν τον τρόπο θα αμυνθούν οι μικροί λαοί, όπως η Ελλάδα. Μικρός λαός ενός μεγάλου πολιτισμού. Κι αν τη γεωγραφία τη μετρούσαμε κάθετα στο βάθος των χιλιετιών ενός λαού — και όχι επίπεδα πάνω στο χάρτη — θα λέγαμε ένας μεγάλος λαός. Γιατί ο κάθε λαός μεγαλύνεται από τους αγώνες του και τον πολιτισμό του. Όμως τα μεγέθη λειτουργούν διαφορετικά στις μέρες μας. Γι’ αυτό και πρέπει γρήγορα να καταλάβουμε πως η άμυνά μας είναι ο πολιτισμός μας. Είναι η γλώσσα μας που δημιούργησε τον πολιτισμό ως έκφραση του πνεύματος. Η άμυνά μας είναι όχι μόνο ο Όμηρος και ο Θουκυδίδης, αλλά και ο σύγχρονος ποιητής, ο σημερινός συγγραφέας, ο λαογράφος, που θα διασώσουν τους λαϊκούς θυσαυρούς μας, την πνευματική κληρονομιά, τις θυσίες των αγώνων. Η σαρωτική λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης είναι πια μια πραγματικότητα. Καθημερινά βιώνουμε μια τεχνολογία αναρχική που εξουσιάζει όλο και πιο βαθιά τα ψυχικά και νοητικά μας πεδία, συνθλίβοντας αντιλήψεις και κατακτήσεις αιώνων. Γι’ αυτό και η ανάγκη δημιουργίας ανθρώπινων αντιστάσεων γίνεται πιο επιτακτική, πιο αγωνιώδης. Αγωνιώδης για όσους ενδιαφέρονται να κρατήσει αυτός ο τόπος τη φυσιογνωμία του και τις μνήμες του. Να μην αναλωθεί από ξενόφερτους τρόπους ζωής και λήθη.
Σήμερα, στην αυγή του νέου κόσμου, που ξημέρωσε με αινιγματική μεγαλοπρέπεια, αφήνοντας στα μάτια μας το δέος των άγνωστων ακόμα εξαγγελιών για πιο βαθιές διεισδύσεις της τεχνολογίας στις υποστασιακές δομές της ύπαρξής μας, η μέριμνα για δημιουργία αντίστασης γίνεται όλο και πιο επείγουσα, πιο επιτακτική. Η απειλή είναι μετέωρη πάνω από τη ζωή μας, διάχυτη και αόρατη τις περισσότερες φορές, κρυμμένη σε μικροσκοπικά τσιπς ή σε μικροσκοπικές εγγραφές κάπου στο γενετικό υλικό του κόσμου που ξαφνικά βγήκε από τη μοναξιά του μυστικού του, η απειλή είναι μέσα μας, καθώς αλλότριες εντολές κατευθύνουν τη ζωή μας σε περιοχές που λίγο πριν ήταν ιερές και απαραβίαστες, απρόσιτες. Βέβαια, σε κάθε εποχή, η αλλαγή που έφερε η τεχνολογία κατηγορήθηκε ως μαγική και αναρχική, δαιμονική. Και σιγά σιγά αφομοιώθηκε, χωνεύτηκε στη ζωή, ευλογήθηκε. Μόνο που τούτη η αλλαγή των δικών μας καιρών μοιάζει πιο ανατρεπτική, κρύβει μια δύναμη άγρια, και κανείς δεν μπορεί να πει αν θα είναι απάνθρωπη ή αν θα οδηγήσει σε μια ευεργετική υπέρβαση των ανθρώπινων ορίων.
Όμως αυτή τη στιγμή μιλάμε για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής γλώσσας. Και θέλω να αναφερθώ στον σημερινό συγγραφέα, στον ποιητή, στον λαογράφο, στον ιστορικό, στον φωτισμένο παιδαγωγό. Θέλω να αναφερθώ στον σημαντικό ρόλο του όχι μόνο για τη διατήρηση των θυσαυρών της γλώσσας μας, αλλά και για τη διάσωση του πλούτου της παράδοσής μας. Για τη διάσωση του λαικού μας πολιτισμού.
Κατ’ αρχήν η λογοτεχνία από την ίδια τη φύση της είναι αυτογνωσιακή και αντιστασιακή. Η ποίηση είναι πράξη αντίστασης, ακόμα κι όταν είναι ποίηση υπαρξιακή ή μεταφυσική. Και σίγουρα η λογοτεχνία είναι οικουμενική. Πριν ακόμα φανεί η παγκοσμιοποίηση στον ορίζοντα της ζωής μας, η λογοτεχνία την εξέφραζε ευεργετικά, αφού μέσα απ’ αυτή μπορούσε κανείς να γνωρίσει τα έθιμα και τις παραδόσεις μιας άλλη χώρας, να γωρίσει τη ζωή και την ιστορία της. Σήμερα η τεχνολογία μας έκανε πολίτες του κόσμου. Ο κόσμος ήρθε μέσα στο δωμάτιό μας. Κάθε μέρα, ζούμε το δράμα κάποιων ανθρώπων που βρίσκονται στην άλλη άκρη του πλανήτη και αυτό γίνεται δράμα της παγκόσμιας ιστορικής στιγμής που βιώνουμε.
Σήμερα, ο καθένας συμμετέχει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο στο δράμα της ιστορίας, αυτό που παίζεται ερήμην μας στην παγκόσμια σκηνή. Είτε το θέλουμε είτε όχι το βιώνουμε, είμαστε μάρτυρες των δρωμένων, με την ξεχωριστή αντίληψη και ευαισθησία ο καθένας. Και από τη στιγμή που το παγκόσμιο αυτό παιζόμενο δράμα γίνεται και προσωπικό μας, συγκινησιακά και υπαρξιακά, συμμετέχουμε στο παιχνίδι μιας ανώτερης εξουσίας, τεχνολογικής, πολιτικής των μεγάλων χωρών, οικονομικής, τρομοκρατικής ακόμα, όπως τα πρόσφατα γεγονότα, μιας εξουσίας που τείνει να εξοντώσει την προσωπική ζωή του ατόμου, αλλά και την προσωπική μνήμη του μικρού τόπου, την φυσιογνωμία του.
Στο σημείο αυτό πρέπει να χαράξουμε την άμυνά μας. Είμαστε πολίτες του κόσμου. Όμως, πρωτίστως, είμαστε πολίτες του τόπου μας, της γης μας. Τον φέρουμε στο κύτταρό μας τον τόπο μας, μαζί με τον πολιτισμό μας και τους αιώνες που άφησαν το χάραγμά τους στο αρχέγονο στοιχείο της ψυχής.
Αυτά δεν μεταποιούνται ούτε με εξαγγελίες, ούτε με εξουσίες.
Μόνον η λήθη θα μπορούσε να συμβάλει στο έργο μιας παγκοσμιοποίησης ισοπεδωτικής. Η λήθη ως αλλοτρίωση του προσώπου. Όμως, όπως το είπα και στην αρχή, όσο θα υπάρχει ο Όμηρος και ο Σοφοκλής και ο Σολωμός ή ο Ελύτης στις βιβλιοθήκες του κόσμου, καμιά λήθη δεν μπορεί να αλλοτριώσει το πρόσωπό μας. Κι όσο πιο βαθιές είναι οι ρίζες που έχει κανείς στον τόπο του, τόσο πιο παγκόσμιο είναι το έργο του.
Έτσι ορίζω την αγρυπνία του σημερινού ταγού των ιερών της φυλής μας. Για να μην αφανιστούν οι πολιτισμοί των μικρών λαών, να μην αφομοιωθούν από τις χώρες της τεχνολογικής υπερδύναμης. Και εμείς, ως Έλληνες, πρέπει να διαφοροποιήσουμε την αναλογία των μεγεθών. Γιατί, όπως το είπα, είμαστε μικρός λαός μεγάλου πολιτισμού. Και για να θυμηθούμε τον ποιητή, “δεν είναι πάντα πιο μικρό το σπίτι από το βουνό, δεν είναι πάντα πιο μεγάλος από το λουλούδι ο άνθρωπος”.
Και έρχομαι στην τελευταία πτυχή της ομιλίας μου: Η γλώσσα ως ελευθερία του προσώπου.
Το Πρόσωπο, στη δική μας πολυδιάστατη γλώσσα, δεν σημαίνει μόνον τη μοναδικότητα, αλλά σημαίνει και την πνευματική ατομικότητα, που προϋποθέτει οδυνόμενη βίωση της κοσμικής γνώσης. Και η πνευματική ελευθερία είναι μια ελευθερία του προσώπου. Πιστεύω πως η κάθε μορφή ελευθερίας δημιουργεί διαλεκτικά μιαν αναγωγή στην ελευθερία του προσώπου.
Και βέβαια, η έννοια της ελευθερίας έχει άπειρες οπτικές, όπως άπειρες είναι και οι διαστάσεις του προσώπου. Όμως εδώ θέλω να θέσω την ελευθερία ως πράξη ζωής και ως έκφραση λόγου.
Στα Γράμματά μας, απ’ τους παλιότερους κι ως τους νεότερους άξιους συγγραφείς και ποιητές μας, υπάρχει ένας απαρασάλευτος κεντρικός πυρήνας της ελευθερίας γύρω από τον οποίο κινείται ο λόγος της τέχνης, η ιδέα. Κι αυτό, γιατί, τα Γράμματά μας τροφοδοτήθηκαν, εν πολλοίς, από την ελευθερία ως πράξη ζωής. Η πράξη ζωής μετουσιώθηκε σε έργο της λογοτεχνίας.
Όταν το δημοτικό τραγούδι λέει: “Σκλάβες τουρκών μη ζήσωμε, παιδιά μ’ μαζί μου ελάτε / Και τα φυσέκια ανάψανε κι όλοι φωτιά γενήκαν”.
Αυτό είναι η ελευθερία ως πράξη ζωής που εκφράστηκε με το λόγο. Και είναι μια καθαρμένη ελευθερία του προσώπου. Γιατί έγινε με συνειδητή αποδοχή της συντριβής. Και είχε όλο το τραγικό μεγαλείο της πράξης.
Η ελευθερία, λοιπόν, ως πράξη ζωής. Και σε αναγωγή: Ελευθερία του Προσώπου.
Εκείνος που αγωνίζεται για την ελευθερία της πατρίδας του, ταυτόχρονα αγωνίζεται για την ελευθερία του προσώπου του.
Εκείνος που αγωνίζεται για τις κοινωνικές ελευθερίες – όταν αυτές έχουν ηθική υπόσταση – αγωνίζεται ταυτόχρονα για την ελευθερία του προσώπου του.
Η πνευματική ελευθρία βιώνεται, όπως βιώνεται η πράξη ζωής. Είναι ο αγώνας του πνεύματος. Μια πορεία οδύνης που οριοθετεί το πρόσωπο. Κι ακόμα, η στάση ζωής ενάντια στις κερδοφόρες αντιλήψεις.
Είμαι πνευματικά ελεύθερος άνθρωπος σημαίνει γίνομαι ελεύθερος κάθε μέρα, κάθε ώρα, με το λόγο μου και με την πράξη μου. Δεν είμαι. Γίνομαι.
Και ο ποιητής γίνεται με το λόγο του. Γιατί ο λόγος του ποιητή είναι πρώτα πράξη. Λέει ο Ελύτης σ’ ένα στίχο του: “Καθαρός είμαι απ’ άκρη σ’ άκρη και στα χέρια του θανάτου άχρηστο σκεύος”.
Πόση ελευθερία να μπορείς να περιφρονείς το θάνατο. Και πόση μύηση να γνωρίζεις πως: με την καθαρότητα, που εδώ έχει την έννοια του καθαρμού, αχρηστεύεις το θάνατο. Λέει ο Κάλβος:
Εγώ τα σκήπτρα στάζοντα αίματος και δακρύων
καταπατώ¨ και καίω της δεισιδαιμονίας το βαρύ βάκτρον.
Πόση δύναμη για ένα τέτοιο λόγο! Πόσο αναδεύτηκε μέσα του η έννοια μιας παμμέγιστης ελευθερίας. Λέει το δημοτικό μας τραγούδι:
Ακόμα τούτ’ την Άνοιξη
Ραγιάδες ραγιάδες
Τούτο το καλοκαίρι
Καϋμένη Ρούμελη!
Δεν υπάρχει η λέξη ελευθερία. Όμως ολόκληρο το ποίημα δονείται από το νόημά της, από το ρίγος που αφήνει η απουσία της λέξης.
Δεν διάλεξα στίχους και κείμενα που μιλούν για την ελευθερία. Αυτός είναι ένας άλλος δρόμος. Διάλεξα στίχους που η ελευθερία είναι πράξη ζωής. Είναι στάση ζωής. Είναι αγώνας για τα ιερά της φυλής μας. Ένας αγώνας πνευματικός όπου ο Λόγος είναι πρώτα Πράξη. Ο Λόγος είναι η λειτουργική ουσία της γλώσσας. Είναι το πνευματικό της περιεχόμενο. Είναι η περι-ουσία του πολιτισμού μας. Είναι η συν-είδηση του όντος. Είναι ο Λόγος του Ηράκλειτου “Του λόγου δ’ εόντος ξυνού” (κοινού). Πόση δύναμη ελευθερίας χρειάζεται για να ξεπεράσει κανείς το ατομικό και να φτάσει σε μια συλλογική υπέρβαση του κοσμικού του προσώπου.
Όμως η επίτευξη αυτή δεν κατακτιέται ανώδυνα. Η ελευθερία του προσώπου προϋποθέτει μιαν οδυνόμενη βίωση της κοσμικής μοίρας. Και αυτό εκφράζεται ως οδυνόμενη ανάβαση στο πρόσωπο.
Ανάβαση στο πρόσωπο. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η πράξη ως πνευματικό γεγονός. Ο φωτισμός της συνείδησης που μεγαλύνει τον άνθρωπο να υπερβεί τα όριά του. Και η ιστορία μας είναι γεμάτη από αγώνες και πράξεις συνείδησης, αυτοθυσίες. Γι’ αυτό και στα γράμματά μας κυριαρχεί αυτή η πολυδιάστατη έννοια της ελευθερίας, σ’ όλες τις μορφές του λόγου και σ’ όλα τα επίπεδα της έκφρασης. Γιατί η ελευθερία ως πράξη ζωής τροφοδότησε τα γράμματά μας. Το είδαμε στη δικτατορία. Το είδαμε στην κατοχή. Το είδαμε στους αγώνες της παλιγγενεσίας.
Έτσι μόνον, πιστεύω, κατανοεί κανείς γιατί η ελευθερία του πνεύματος είναι μια έννοια απόλυτης αξίας. Και δεν θα μιλήσουμε γι’ αυτούς που έχουν πλανηθεί. Κι ούτε γι’ αυτούς που περιφρονούν τούτες τις αξίες, παρασυρόμενοι από ξενόφερτα μοντέλα ζωής και σκέψης.
Ευλογημένος να είναι ο ποιητής και ο συγγραφέας που με βοήθησαν να βρω τους δρόμους της δικής μου αλήθειας. Ευλογημένος να είναι που μου έδωσε τη συγκίνηση για να αφυπνίσει την ψυχή μου. Τι είναι η συγκίνηση αν όχι μια λάμψη που πέφτει κάθετα πάνω στη συνείδηση, μια λάμψη εγκαυστική, για να πω υπάρχω κι εγώ. Τούτο το κείμενο, τούτο το ποίημα, τούτο το έργο γράφτηκε και για μένα. Να πω. Είμαι από το ίδιο υλικό, από την ίδια μυητική ουσία της ύπαρξης. Και είμαι εδώ. Μπορώ να αισθάνομαι και μπορώ να πονώ. Λέω. Ευλογημένοι να είναι εκείνοι που με βοήθησαν με το λόγο τους. Και, θα τολμήσω εδώ να πω κι αυτό: Σήμερα, παίρνω άπειρα γράμματα από αναγνώστες μου, που μου γράφουν ακριβώς τα ίδια λόγια. Αυτά που κάποτε είπα κι εγώ. Γιατί μια παρόμοια συγκίνηση τους έδωσαν ίσως τα βιβλία μου. Μια παρόμοια έγερση της ψυχής.
Λοιπόν, έχω ανάγκη από τον ποιητή ή τον στοχαστή, για να σκεφτώ. Όπως κι εκείνος έχει ανάγκη από μένα, για να τον εκφράσω. Κι όταν μου λέει: “Πάντ’ ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου”, ξέρω πως είναι ο δικός μου ακοίμητος πόθος να αυτοκατανοηθώ. Να βρω τη δική μου αντίληψη και τη δική μου διαίσθηση για τον κόσμο και για την ύπαρξη, αυτή που θα με οδηγήσει στην προσωπική μου ελευθερία. Ένας στίχος από τον Μικρό Ναυτίλο λέει: “Το πιο ελληνικό γράμμα. Μια υδρία.” Κι ένας άλλος: “Δεν είμαι ζωγράφος, κόρη Θηρεσία. Μα θα σε πω με ασβέστη και με θάλασσα”. Έτσι αρθρώνεται η ελληνική γλώσσα, όχι μόνο με τον πολιτισμό της αλλά και με τα φυσικά στοιχεία της.
Θα τελειώσω με μια σκέψη του μεγάλου διανοητή Τζορζ Στάινερ, από το σημαντικό βιβλίο του που μόλις κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, “Αντιγόνες”.
“Από την ελληνική γραμματική, γράφει, και από το λεξιλόγιο της ελληνικής φιλοσοφικής και λυρικής έκφρασης συνεχίζουμε να αντλούμε, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, τους δείκτες της προσωπικής και συλλογικής μας ταυτότητας εμείς οι δυτικοί.”
Ομιλία στην διημερίδα του Συνδέσμου Φιλολόγων Καρδίτσας, με θέμα
“Το παρόν και το μέλλον της ελληνικής γλώσσας”, 2001