Μαλαματένια Γραφή: φάρος στην Ελληνική Γραμματεία
Τη Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου τη γνώρισα, όσο και αν σας φανεί παράξενο, μέσα από τα γραπτά ενός Γάλλου, του Jacques Lacarrière. Ο Γάλλος Ελληνιστής μέσα από τη βαθιά ανάλυση του έργου της και εξυμνώντας την ποιητική και «μυητική» της γραφή, με παρακίνησε… να τρέξω στο πρώτο βιβλιοπωλείο και να αγοράσω ένα βιβλίο της.
Έκτοτε, την ακολουθώ πιστά και αναμένω κάθε φορά με την ίδια αδημονία το επόμενο συγγραφικό της βήμα. Τι της έδωσε το ταξίδι από τη Λήμνο, τη γενέτειρά της, μέχρι την Αθήνα και από εκεί στο Παρίσι; Τι σκέφτεται για την κατάσταση στη χώρα; Τι μηνύματα μας στέλνει; Ένα ξεδίπλωμα σκέψεων και προβληματισμών μιας Ελληνίδας, πεφωτισμένης γυναίκας που αγαπά και πονά την πατρίδα της. Την καταξιωμένη, τιμημένη με βραβεία Ελληνίδα συγγραφέα, θα γνωρίσετε μέσα από τη συνέντευξη που ακολουθεί καθώς και από το άρθρο Η Λήμνος σε ένα οδοιπορικό μνήμης.
Συνέντευξη στην καθηγήτρια κυρία Δήμητρα Γ. Χαλαζιά, για το περιοδικό “Η γνώση ταξιδεύει… ελληνικά” που εκδίδεται στην Ελβετία:
Γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στη Λήμνο. Φύγατε για την Αθήνα κυνηγώντας κάποιο όνειρό σας;
Ταξίδι στο όνειρο ο κινούμενος χρόνος της ζωής μας, λέω κάπου στα “Μονοπάτια του Αγγέλου μου”. Όμως το συγκεκριμένο “όνειρο” μας πάει πολύ μακριά. Η Λήμνος, με το “ιδιαίτερο φυσικό κάλλος της”, ήταν τότε ένα μοναχικό νησί σαν ξεχασμένο πάνω στον χάρτη. Κι εγώ νέα. Με τη δίψα της γνώσης. Με την αγωνία να πραγματοποιήσω αυτό το απροσδιόριστο τότε όνειρο: Να γράψω βιβλία. Δεν ήξερα ακόμα τι θα έγραφα – αφού ούτε ίχνος βιβλιοπωλείου στο νησί. Όμως ήξερα ότι: Μια μέρα θα έγραφα. Κι εξάλλου, η ζωή σε ωριμάζει πιο γρήγορα και πιο σωστά μέσα από τη στέρηση. Και πίστεψα πως κάποια πράγματα στον βίο είναι μοιράμενα. Έτσι καθώς άνοιγαν ένας ένας οι δρόμοι και με έφερναν στις πηγές μιας απίστευτης γνώσης, πτυχίο στην Ελλάδα, υποτροφία από τη γαλλική κυβέρνηση για σπουδές θεάτρου στη Σορβόνη, βιβλία που άρχισαν να εκδίδονται, βραβεία. Κι ας γίνονταν όλα αυτά με απέραντο μόχθο, με απέραντη αγωνία. Τα γράφω άλλωστε στο τελευταίο μου βιογραφικό βιβλίο “Τα μονοπάτια του Αγγέλου μου” που είναι σελίδες από τα ημερολόγια μου.
Τι σας έδωσε η γενέτειρά σας και το πήρατε μαζί σας, στις αποσκευές σας;
Την αγάπη. Μου έδωσε αυτή την πάμφωτη αγάπη, που την πέρασα μέσα σε όλα τα βιβλία που έγραψα, σε ό,τι έκανα στη ζωή μου. Όταν έφυγα δεν ήξερα ακόμα πόσο βαθιά αγαπούσα τον τόπο μου. Σιγά σιγά ένιωσα πως ο δεσμός αυτός ήταν μια σχέση οργανική, υποστασιακή. Ερχόταν τις νύχτες στα όνειρά μου όπου και αν βρισκόμουν, στην Αθήνα, στο Παρίσι, όταν σπούδαζα. Ερχόταν το σπίτι μου το παμπάλαιο, λες και με ακολουθούσε όπου πήγαινα, είχε γίνει ένα σύμβολο πια, μια ψυχή μεταφυσική, ερχόταν με τα πέτρινα βήματά του και με έβρισκε να μου θυμίζει τη “ρίζα” ίσως, όχι ρίζα της μνήμης της εφήμερης ζωής μου αλλά ρίζα της ύπαρξης, της άδηλης διαδρομής από τα κοσμογονικά βάθη του χρόνου. Τότε πίστεψα πως ένας τόπος δεν είναι από χώμα και πέτρες αλλά ψυχή ζώσα στον αιώνα. Και ήξερα πια ότι η Λήμνος, μέσα από τους δικούς της μυστηριακούς δρόμους, μου ανταπέδιδε την αγάπη μου για εκείνη. Και κανείς ας μην πει πως αυτό δεν είναι πέρα για πέρα πραγματικό.
Στον ιστότοπό σας μεταξύ άλλων έχετε σημειώσει: “Γράφω γιατί έτσι μόνο μπορώ να υπάρχω”. Από πότε συνειδητοποιήσατε και αποδεχτήκατε ότι η Ποίηση και το γράψιμο ήταν ο δρόμος σας;
Δεν υπάρχει “η στιγμή” που το συνειδητοποίησα. Υπήρχε μέσα μου από πάντα. Όπως η αναπνοή. Πολύ μετά κατάλαβα πως κάποια πράγματα είναι σαν να τα ξέρεις από πάντα, σαν να σου δόθηκαν, γιατί η γνώση αυτή είναι μέσα σου και σε καθοδηγεί. Γνώση ή διαίσθηση, όραση εσωτερική, ενόραση, μυητική ανάβαση στο πρόσωπό σου. Σιγά σιγά τα κατακτάς όλα αυτά, αφού πρώτα έλκεσαι από όλα αυτά. Και δεν είναι καθόλου ανώδυνη η ανάβαση στο πρόσωπο. Δεν είναι ανώδυνη η γνώση του εαυτού. Και ούτε το φως που αναζητάς για να εκφραστείς μέσα του. Ή για να ακυρώσεις το σκοτεινό μέρος της διαδρομής σου. Έτσι βαδίζεις μυητικά και ενορατικά προς τις μεγάλες αλήθειες. Έτσι βάδισα προς αυτό το “Αθέατο” που υπάρχει πέρα από τα ορατά, αυτό που είναι μια πραγματικότητα άλλη πιο στέρεη και πιο ελκυστική κι ας μοιάζει αβέβαιη ή και ανέφικτη. Και σήμερα που είμαι πια στην άκρη του χρόνου, λέω πως αυτό, μόνον αυτό με ενδιέφερε να δώσω στα μυθιστορήματά μου: Τον αθέατο κόσμο και το πώς εξουσιάζει την γνωσιακή μας πραγματικότητα.
Τι σας χάρισε η γνωριμία σας και στη συνέχεια η αλληλογραφία σας με τον Samuel Beckett;
Σήμερα λέω, κάποια πράγματα στον βίο μας μπορεί και να μην είναι τυχαία. Μπορεί να είναι αυτό που λέμε “διορισμένα” να γίνουν. Για κάποιο λόγο που, με την ελλιπή νόησή μας, ποτέ δεν θα καταλάβουμε. Ο Ελύτης έγραφε σε ένα γράμμα του στον Εμπειρίκο “αυτά που οι άλλοι τα παίρνουν για τυχαία περιστατικά εμείς ξέρουμε ότι είναι μηνύματα από το άγνωστο”. Βρισκόμουν με υποτροφία στη Γαλλία, όταν είδα στο θέατρο Οντεόν του Παρισιού το έργο του Σάμουελ Μπέκετ, “Ω οι ωραίες μέρες” με την Μαντλαιν Ρενώ και συγκλονίστηκα. Του έγραψα ευθύς ένα γράμμα και ζήτησα να το μεταφράσω. Σίγουρα όμως του έγραψα και τι σήμαινε για μένα το έργο αυτό, πώς προσέγγισα τον συμβολισμό του. Δεν κρατούσα αντίγραφα των επιστολών, τότε, και δεν θυμούμαι τι ακριβώς του έγραψα. Ήταν η αρχή μιας μακριάς αλληλογραφίας. Σήμερα σκέφτομαι πως εκείνος, με τη διορατική ματιά του, είδε στη σκέψη μου αυτό που τον ενδιέφερε: Την προγεννητική μνήμη των θεατρικών του προσώπων και τον χρόνο κάθετο σε μια πραγματικότητα άγνωστη. Χρόνια μετά τόλμησα και του έστειλα ένα μικρό θεατρικό μου, όταν εκείνος το ζήτησε. Ήταν “Το Γυάλινο Κιβώτιο”. Μου έγραψε ευθύς πως του άρεσε και πως το είχε στείλει στον σκηνοθέτη του Ζαν Λουί Μπαρώ. Έχω ήδη γράψει ένα βιβλίο για το έργο του, “Samuel Beckett – Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης”. Τότε ο Γάλλος συγγραφέας και ελληνιστής Jacques Lacarrière μου είχε στείλει έναν πρόλογο γιατί έβρισκε στο βιβλίο αυτό τη φιλοσοφία των Γνωστικών και γιατί ήταν μια άλλη οπτική πάνω στο έργο του Μπέκετ. Σήμερα τι να πω. Τόσο η αλληλογραφία μου μαζί του όσο και η προσωπική μου γνωριμία, όταν τον συνάντησα στο διαμέρισμά του, στη λεωφόρο του Αγίου Ιακώβου, ήταν από τα πιο σημαντικά πράγματα της ζωής μου.
Τα βιβλία σας έχουν μια μεγάλη δύναμη, πιστεύω ότι συμβάλλουν στην καλλιέργεια του ατόμου, διαμορφώνουν ιδέες αλλά και συνειδήσεις. Είναι το ζητούμενό σας;
Το ζητούμενό μου ήταν πάντα: Να πλουτίσω και να φωτίσω τη δική μου ψυχή. Και τη δική μου αντίληψη. Και να φτάσω στην καθαρότητα της δικής μου συνείδησης. Όμως σήμερα λέω πως, ίσως, ακριβώς γι’ αυτό αγαπήθηκαν τόσο τα βιβλία που έγραψα. Γιατί αυτό που γράφουμε είναι αληθινό μόνον όταν βγαίνει καθαρό από την αλήθεια της ψυχής μας.
Τα ιστορικά σας μυθιστορήματα, όπως το “Πήραν την Πόλη πήραν την” έχουν περισσότερο ζωή και λιγότερη ιστορία. Σας ενδιαφέρει περισσότερο η ανθρώπινη ύπαρξη; Γιατί;
Η ιστορία είναι μια αφηρημένη έκταση. Ή, αφηρημένη έννοια. Για να γράψεις ένα σωστό ιστορικό μυθιστόρημα πρέπει αυτή την αφηρημένη έννοια της ιστορίας να την κάνεις ζωή. Διαλεκτική πάθους. Να δώσεις τη θυσία και τον όρκο και το αίμα. Δηλαδή, τη συλλογική έννοια της ιστορίας να την κάνεις προσωπική. Να την δώσεις μέσα από τη Μία κραυγή, από τη Μία μοναχική συνείδηση – όπως γράφω στο ιστορικό μου μυθιστόρημα “Πήραν την Πόλη πήραν την”, που αυτόν τον καιρό επανεκδίδεται από τις εκδόσεις Πατάκη σε μια νέα διαδρομή του, ύστερα από είκοσι χρόνια και είκοσι δύο επανεκδόσεις. Θυμάμαι, στα τέσσερα χρόνια που το έγραφα, προσπαθούσα να ξεχνώ τα ιστορικά γεγονότα για να μπορώ να συμμετέχω με το σώμα και την ψυχή στα συγκλονιστικά δρώμενα της πολιορκημένης Βασιλεύουσας. Πήγαινα και καθόμουν με τις ώρες μέσα στη βουβή και σκοτεινή Αγια-Σοφιά και αυτό ήταν πιο σημαντικό από την ιστορία. Γιατί εκεί ζούσα τον κραδασμό από τις αντηχήσεις.
Στα έργα σας η μνήμη επιστρέφει πάντα. Δηλαδή μας προτρέπετε να ρίχνουμε συχνά ματιές και στο παρελθόν;
Το παρελθόν είναι μέσα στον παρόντα χρόνο. Το παρελθόν διαμορφώνει τον παρόντα χρόνο. Και αν δούμε με αυτή την οπτική τον χρόνο, τότε μπορούμε να αξιοποιήσουμε τη μνήμη. Μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε τη δύναμη και την εξουσία που έχει ο παρελθών χρόνος στη ζωή μας. Ο T. S. Eliot λέει:
Ο χρόνος ο παρών και ο παρελθών χρόνος
ίσως κι οι δυο να ‘ναι παρόντες στον μέλλοντα χρόνο
Μπορεί η λογοτεχνία να αποτελέσει μια μορφή αντίστασης στην εξουσία;
Η λογοτεχνία, η γνήσια λογοτεχνία, και όταν ακόμα μιλά για μεταφυσική ή για υπαρξιακές αγωνίες, είναι πράξη αντίστασης. Γίνεται πράξη αντίστασης. Εκείνο που διέσωσε τον αρχαίο κόσμο δεν είναι ούτε οι πολιτικοί λόγοι ούτε τα ιστορικά κείμενα. Είναι η μεγάλη ποίηση των Τραγικών μας. Εκείνη η ποίηση διέσωσε το μέγεθος του πολιτισμού του Προσώπου. Διέσωσε τις αξίες. Την πολιτειακή δομή σε επίπεδο αξιών. Την έννοια του “ανθρώπειου μέτρου” (Ηρόδοτος). Κι αν έρθουμε στους νεότερους καιρούς, η ποίηση ήταν πάντα που ξεσήκωνε τους λαούς για τα δίκαια.
Από ποιο βιβλίο σας θα προτείνατε να αρχίσει κάποιος που δεν σας έχει διαβάσει ακόμα; Επίσης, ποια βρίσκουμε μεταφρασμένα;
Συνήθως ο αναγνώστης αρχίζει από το βιβλίο που τυχαία θα πέσει στα χέρια του. Και αν του αρέσει, θα αναζητήσει και τα άλλα. Τότε μπορεί να δει αυτό που του πάει. Είναι κάποιοι αναγνώστες φανατικοί για το μυθιστόρημά μου “Ο Άγγελος της Στάχτης”. Κάποιοι άλλοι για τα ιστορικά. Κάποιοι διάβασαν μόνο το “Γράμμα στο γιο μου κι ένα άστρο” και τους έφτανε. Είχε μεταδοθεί πρώτα από το ραδιόφωνο της ΕΡΤ και είχε αγαπηθεί πολύ, έχω μισό σεντούκι γράμματα για το βιβλίο αυτό. Όσο για τις μεταφράσεις βιβλίων μου, γνωρίζουμε πως η ελληνική γλώσσα αποτελεί ένα τεράστιο κεφάλαιο του πολιτισμού μας, αλλά και έχει προσφέρει την “υποδομή” στην αξιακή κλίμακα πολλών πολιτισμένων λαών, ωστόσο δεν παύει να βρίσκεται σε απομόνωση λόγω της δυσκολίας της μετάφρασης. Λίγα βιβλία μου έχουν μεταφραστεί. Το ένα είναι ποιητικό “Passage Mystique” που κυκλοφόρησε από τον γαλλικό εκδοτικό οίκο “Le Temps qu’ il Fait” σε μετάφραση του Jacques Lacarrière και με πρόλογο δικό του. Η ίδια αυτή ποίηση μεταφρασμένη στα σουηδικά κυκλοφόρησε στη Στοκχόλμη από τον εκδοτικό οίκο BONNIERS. Ένα βιβλίο μου με τρία θεατρικά και ποίηση κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Guernica του Καναδά, με τίτλο “A Woman of Lemnos” και Editor την πανεπιστημιακή Rhoda Kaufman. Και κάποια άλλα μικρά στην αγγλική γλώσσα. Από τα μυθιστορήματα μου, μόνον το βιβλίο με τις δύο νουβέλες “Natalia and Christina” διατίθεται αυτή τη στιγμή από την Amazon σε ηλεκτρονική μορφή. Έχουν μεταφραστεί κάποια ακόμα μυθιστορήματα. Ελπίζω πως κάποια στιγμή θα βρούνε τον κατάλληλο εκδότη.
Τι πιο μικρό ελληνικό έχετε αγαπήσει;
Καθετί γνήσιο ελληνικό. Και ούτε υπάρχουν μεγέθη στην αγάπη. Από ένα ηλιοβασίλεμα ως τον Ακάθιστο Ύμνο ή την ποίηση του Ελύτη.
Τελειώνοντας θα θέλαμε να στείλετε ένα μήνυμα στις αναγνώστριες και τους αναγνώστες μας που αγαπάνε βαθιά την Ελλάδα και πονάνε για όσα τραγικά μας συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια.
Κάποτε είχα γράψει ένα μυθιστόρημα, με τίτλο “Η Έκτη Σφραγίδα”. Ο μύθος του: Κάποιοι, με την κερδοφόρα μανία της τουριστικής αξιοποίησης, προσπάθησαν να καταστρέψουν έναν μικρό τόπο, όπου στα παλιά χρόνια γίνονταν ιερές τελετουργίες. Και αφού δεν μπόρεσε η ηρωίδα μου να σώσει τον τόπο αυτόν από την καταστροφή, τότε ο τόπος ενεργοποίησε τις δικές του μυστικές δυνάμεις και αμύνθηκε μόνος του. Κάπως έτσι πιστεύω και για τον λαβωμένο τόπο μας. Ή αυτό έχω ανάγκη να πιστεύω. Αφού εμείς δεν μπορούμε, θα ανασύρει ο ίδιος ο τόπος μας τις δικές του αρχέγονες δυνάμεις. Όσο θα υπάρχει και ένας τόμος από τον Πλάτωνα ή τον Αριστοτέλη ή τους Τραγικούς μας Ποιητές, στις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες του κόσμου, και όσο ο ελληνικός πολιτισμός θα αποτελεί την αξιακή δομή κάθε πολιτισμένης χώρας, η Ελλάδα θα υπάρχει έξω από τα δεινά που της έχουν επιβάλει ατυχείς συγκυρίες. Πάντα έλεγα πως εμείς, ως λαός, δεν είμαστε παρά το εφήμερο πρόσωπό της. Η Ελλάδα η ίδια, ως πεπρωμένο, είναι έξω από τη δική μας εφημερότητα και, πιστεύω, έτσι θα πορεύεται στον αιώνιο χρόνο της. Ή – και πάλι – αυτό έχω ανάγκη να πιστεύω. Γιατί, πολιτισμός δεν είναι τα όσα έτοιμα μας δόθηκαν. Πολιτισμός είναι η αντίληψή μας για τον πολιτισμό. Και ίσως από εκεί να απορρέει η σημερινή απαξία.
Αγαπάμε την Ελλάδα σημαίνει πρώτα την σεβόμαστε.
Δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο 2017, “Η γνώση ταξιδεύει… ελληνικά” με θέμα: Η δική μου Ελλάδα – Πάντα επιστρέφω