Όσες φορές προσπάθησα να γράψω το θέμα μου, αυτό γλιστρούσε, σαν το Πρόσωπο της γυναίκας, σαν την ψυχολογία της. Και κάθε φορά το προσέγγιζα από μιαν άλλη οπτική.
Για μια στιγμή, είπα, να το αναπτύξω ζωντανά, όπως θα μου προσφερόταν την ώρα της ομιλίας μου. Άλλωστε, το τοπίο μου όπου θα περπατούσα είναι εσωτερικό, το εσωτερικό τοπίο της γυναικείας ψυχολογίας. Και οι δρόμοι που είχα να πάρω μού είναι γνωστοί. Τους περπάτησα αμέτρητες φορές, μονοπάτια σκοτεινά ή ξέφωτα, όταν προσπαθούσα να φτάσω στις μύχιες πτυχές της ευαισθησίας της,, στις οριακές παρυφές της αισθαντικότητάς της.
Σε κάθε μυθιστόρημά μου το πρόσωπο της γυναίκας ήταν μια πορεία προς την αυτογνωσία της. Κι ωστόσο, μια πορεία ανεξάντλητη.
Πριν προχωρήσω στο κυρίως θέμα μου, που είναι το πρόσωπο της γυναίκας στα μυθιστορήματά μου, – σήμερα που είναι η ημέρα η αφιερωμένη στη γυναίκα , η ημέρα που τιμά τους αγώνες της αλλά και τη θυσία της – θέλω να κάνω μια διευκρίνιση.
Σε κανένα από τα μυθιστορήματά μου δεν υποτιμώ ή δεν κακοποιώ, αν θέλετε, το ανδρικό πρόσωπο. Και προπαντός, δεν το θέτω σαν στόχο. Το πρόσωπο το βλέπω στην υπαρξιακή του έννοια. Είτε γυναίκα είναι, είτε άνδρας, για μένα είναι το ανθρώπινο πλάσμα, με την ίδια υπαρξιακή μοίρα. Με τις διαφοροποιήσεις, βέβαια. Απλά, η γυναικεία ψυχολογία μού είναι πιο οικεία. Είναι φυσικό. ΄Ομως, αισθάνομαι την ίδια κατανόηση. Την ίδια συμπόνια, όταν πρέπει. Και, το σημαντικό, ως συγγραφέας,, υπερασπίζομαι την αξιοπρέπειά του στη σχέση με το γυναικείο φύλο.
Βέβαια, η ίδια η καταβύθισή μου μέσα στην κοινή ψυχολογία που βιώνουν τα πρόσωπά μου, μια ψυχολογία που, αναγκαστικά, την βιώνω εγώ πρώτη, προκειμένου να περπατήσω σωστά στο ψυχογραφικό τοπίο, να μετεωρισθώ πάνω στην αναλυτική σκέψη για να δώσω τις λεπτότατες αποχρώσεις της ψυχής, λοιπόν, η ίδια αυτή διείσδυσή μου σε περιοχές που περισσότερο τις βιώνεις με τη διαίσθηση παρά με τη λογική επαγωγή, με δίδαξε κάποια πράγματα.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι μεγάλοι Τραγικοί Ποιητές μας, ο Σοφοκλής και ο Αισχύλος και ο Ευρυπίδης, χρησιμοποίησαν γυναίκα ηρωίδα στις περισσότερες τραγωδίες τους. Σε μια εποχή κιόλας που η γυναίκα υπήρχε μόνον ως σύζυγος και ως μητέρα. Παντελώς έξω από την κοινωνική και δημόσια ζωή. δεν είναι τυχαίο, όχι. Εκείνοι οι μεγάλοι γνώστες της ανθρώπινης ψυχής ήξεραν πως η γυναικεία φύση είναι πιο κοντά στο Μυστήριο της ζωής, είναι πλασμένη να βιώσει με το σώμα της το θαύμα της φύσης. Αφού η ίδια η φύση της εμπιστέυτηκε τη συνέχιση του έργου της,, είναι φυσικό να την έχει προικίσει με ιδιαίτερες ευαισθησίες, πηγές αντίληψης, είναι φυσικό να της έχει δωρίσει τα μυστικά της. Βέβαια, εξαρτάται από την ίδια τη γυναίκα πόσο θα μπορέσει , με μια εσωτερική μύηση, να αξιοποιήσει αυτές τις δωρεές, να τις βιώσει, να τις συνειδητοποιήσει, είναι η αυτογνωσία της αυτή, είναι το εσωτερικό πρόσωπό της, οι πηγές της δύναμής της, σαν μάνα, σαν γυναίκα, σαν αγαπημένη, είναι ο δρόμος που χαράζει η δική της ευαισθησία στα μεγάλα συμβάντα της ζωής, όπως Γέννηση ή Θάνατος,, όπως Ειρήνη, όπως Δικαιοσύνη.
Ξεκίνησα να πω πως στα μυθιστορήματά μου δεν υποτιμώ ποτέ το πρόσωπο του άνδρα. ΄Ολη αυτή η προσωπική μου εμπειρία, η συγγραφική, με δίδαξε πως εκείνος μπορεί να βιώνει σε χαμηλότερους τόνους το μυστήριο και το θαύμα της ζωής. ΄Οχι ποιοτικά χαμηλότερους, αλλά υπαρξιακά, αν μπορώ να το πω. Για παράδειγμα, ο άνδρας δεν θα αισθανθεί ποτέ τη λαχτάρα του σώματος, τον πόνο του σώματος για την κύηση ενός παιδιού, και ούτε την αντίστοιχη δοκιμασία, σε περίπτωση απώλειας. Είναι μια προσωπική θριαμβική στιγμή της γυναίκας, και η αντίστοιχη απώλεια, πάλι μια προσωπική τραγική εμπειρία της. Ενώ η εμπειρία του άνδρα, στην προκειμένη περίπτωση, θα περάσει μόνον μέσα από τη δοκιμασία του μυαλού. ΄Οχι του σώματος.
Είναι μια εμπειρία του μυαλού.
Η συγγραφική μου λοιπόν εμπειρία με δίδαξε πως ο άνδρας είναι πολλές φορές πιο τρυφερός και πιο ευαίσθητος από τη γυναίκα, με περισσότερη καλοσύνη, κι ας φοβάται να δείξει αυτές τις αρετές. Είναι πιο αδύναμος, κι ας προσπαθεί να επιδείξει δύναμη. Και δεν μιλάμε για τη μυϊκή δύναμη. Είναι πιο αθώος. Κι ας τον βαραίνουν αμαρτήματα. Τα αμαρτήματά του τα χρησιμοποιεί, πολλές φορές, σαν μια απελπισμένη προσπάθεια να διευρύνει τα όριά του, ή να τα βιώσει, που είναι το ίδιο. Και βέβαια, δεν μιλώ για τις εξαιρέσεις. Ούτε για τις άπειρες παραλλαγές του ανδρικού χαρακτήρα. Μιλώ για το ανδρικό πρόσωπο, όπως το χρησιμοποίησα εγώ στα μυθιστορήματά μου, προκειμένου να πλάσω το πρόσωπο της εκάστοτε ηρωίδας μου. Γιατί πάντα μια κατάσταση, μια ψυχολογία, διαμορφώνεται από τη σχέση με το άλλο πρόσωπο. Ή με τα άλλα.
Και όχι πως δεν μου έτυχαν διαστροφικά πρόσωπα. Στο μυθιστόρημά μου ” Σώμα ,θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες” υπάρχει ο βιαστής. Αντιπροσωπεύει την ανευγένιστη ψυχή. Την ωμή βία. ΄Ομως πέρα από το συγκεκριμένο πρόσωπο, υπάρχει μια απρόσωπη, “πολιτισμένη” βία, που η ηρωίδα μου την έζησε αγωνιζόμενη να διαμορφώσει το πρόσωπό της. Και κάπου, στο τέλος του αγώνα, όταν ήρεμη πια ζητά να βρεί μέσα της τους δρόμους που βίωσε για να φτάσει στην τελική κάθαρση, δεν ξέρει, λέει, δεν ξέρει να πει αν την βίασαν στο σώμα ή στο πρόσωπο, στις ιδέες της.
Το μυθιστόρημα αυτό αποτελεί για μένα έναν μελαγχολικό ύμνο στον αγώνα της γυναίκας για αξιοπρέπεια.
Θα έλεγα πως δεν είναι τυχαίο,που το μυθιστόρημα αυτό διαβάστηκε και αγαπήθηκε πολύ. Υπάρχει η καταπιεσμένη γυναίκα σ΄αυτό, η αδικημένη, η προδομένη, που όμως κατάφερε να βγει, να απελευθερώσει το πρόσωπό της, να φτάσει σε τέτοιο σημείο αντίληψης ώστε να πει: ” Η διαφορά των ανθρώπων δεν είναι ταξική, ούτε κοινωνική, είναι μια διαφορά αντίληψης, μια διαφορά θυσίας”.
Δεν κρίνω ποιοτικά το μυθιστόρημα. Δεν μου επιτρέπεται να το κάνω.΄Ομως μπορώ να κρίνω τη διαδρομή της ψυχολογίας της. Και τώρα που το βλέπω από την απόσταση του χρόνου, βρίσκω αυτή την εσωτερική διαδρομή της μνήμης, σε σχέση με το χαμένο.Ποια στοιχεία ελάχιστα, αναφορές από τα παλιά, ποιες οσμές, ποιες αντηχήσεις ανασύρουν την ψυχή της να φωτιστεί, να αντιμετωπίσει, ψυχαναλυτικά, το χαμένο περιστατικό, να λυτρωθεί. ” Η μνήμη είναι μυρουδιά” λέει, “μυρουδιά να υπάρχεις”.
Είναι μια ψυχογραφική πορεία, που δείχνει τον τρόπο της αυτο-ανάδυσης, της αυτο-ανάλυσης, πώς βιώνει το χαμένο σε σχέση με το ζωντανό παρόν, πώς αυτολυτρώνεται από την ίδια τη βίωση των τραυματικών περιστατικών της ζωής της, πώς τα μεταμορφώνει σε ευτυχία , σε νοσταλγία. Γιατί πάντα , η νοσταλγία του χαμένου, ή η ανάγκη μας να το αντιμετωπίσουμε, έχει μια ευτυχία του παραδείσου, όσο τραυματικά και αν είναι τα περιστατικά που κουβαλά – και δεν μιλάμε για οριακές καταστάσεις τραυματισμών, αλλά για περιστατικά που μας πόνεσαν αλλά και παράλληλα μάς πλούτισαν – αφού μόνον ό,τι μας πονάει, μας πλουτίζει. Και είναι σημαντικό να βιώνει κανείς τις μικρές καθημερινές στιγμές με έναν τρόπο που να μπορεί να λυτρώνεται μέσα από αυτές.
Το μυθιστόρημα αυτό θα έλεγα πως είναι αφιερωμένο όχι μόνο στον αγώνα της γυναίκας για αξιοπρέπεια, αλλά και στην αισθαντικότητα του σώματος, στις μνήμες που φέρει, στις προφητικές του δυνάμεις,, στον μυστικισμό που κρύβει, αυτόν τον μυστικισμό που κουβαλάει η ψυχή από τις διαδρομές των αιώνων της.
Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσω και πάλι πως εγώ δεν ανήκω και ούτε πιστεύω πολύ πολύ στα φεμινιστικά κινήματα. Σέβομαι τους αγώνες που έγιναν, τα νομικά οφέλη που κερδίθηκαν, τα κοινωνικά. ΄Ομως πέρα από τα οφέλη αυτά, προσωπικά πιστεύω πως η γυναίκα με τη λεγόμενη απελευθέρωσή της, με την αμφίσημη ανεξαρτησία της, μάλλον έχασε από τη δύναμή της, παρά κέρδισε. Πιστεύω πως οι πηγές της δύναμής της είναι αλλού. Η υπεροχή της. ΄Ομως αυτό είναι ένα τεράστιο θέμα .
Οταν πλάθω ένα πρόσωπο, και πριν γράψω γι΄αυτό, προσπαθώ να το ζήσω σε όλες τις στιγμές του. Να το κάνω αυτόνομο. Και τότε, εγώ διδάσκομαι από τον τρόπο που αντιμετωπίζει τη μοίρα του.
Οπως όταν έγραφα, για παράδειγμα τη Ναταλία και Χριστίνα, τις δύο αυτές αντίθετες σε χαρακτήρα γυναικείες μορφές. ΄Η όπως όταν έγραφα το τελευταίο μου βυζαντινό μυθιστόρημα “ Πήραν την Πόλη, πήραν την“, που εγώ πλούτισα από τον τρόπο που ο ήρωάς μου, ο νεαρός πολεμιστής από τον Αγιο Αλέξανδρο της Λήμνου, βίωσε το ανθρώπινο πεπρωμένο του, αυτή την προσωπική σχέση με το Θεό και με τον κόσμο. Ομως σήμερα δεν μιλάμε για το μυθιστόρημα αυτό – αν και θα μπορούσα να αναφερθώ στο ρόλο που έπαιξε η γυναίκα του, η Ελένη, πόσο τον στήριξε. Εκείνος, ο ατρόμητος πολεμιστής ακουμπούσε απάνω της για να πάρει δύναμη.
Επανέρχομαι στη Ναταλία και Χριστίνα. Με τις δυο αυτές νουβέλες, προσπάθησα να βρω τα κοιτάσματα της δύναμης που κρύβει μέσα της η γυναίκα, μια δύναμη βαθιά, υποστασιακή, που είναι μαζί και αξιοπρέπεια και επιβίωση. Αυτό που με δίδαξαν οι νουβέλες είναι πως η δύναμη που κλείνει μέσα της η γυναίκα είναι τρομακτική, η ευφυϊα της επιβίωσης, αφού, όπως το είπα και πριν, η φύση η ίδια την προίκισε με τις δικές της μυστικές δυνάμεις, για να συνεχίσει το έργο της.
Οι δύο αυτές νουβέλες ήταν για μένα μια πρόκληση. Ο τρόπος με τον οποίο ενεργοποίησε η καθεμιά διαφορετικά τις δυνάμεις της, ο τρόπος με τον οποίο τις ανέσυρε από μέσα της αυτές τις δυνάμεις για να στηριχτεί, να κερδίσει από άλλους δρόμους, να φτάσει στην αυτογνωσία της, που είναι η απελευθέρωση του προσώπου της.
Και, όπως και εγώ η ίδια πλουτίζω τον εαυτό μου, γράφοντας τα μυθιστορήματά μου, οι δυο αυτές νουβέλες με δίδαξαν πως το δράμα της γυναίκας είναι ταυτόσημο με την βαθιά ανάγκη της για θυσία και για απόλυτη προσφορά, ταυτόσημο με την αξιοπρέπεια που βιώνει την προσωπική της μοναξιά, μια αξιοπρέπεια που είναι το τίμημα, πολλές φορές, της αυτοθυσίας της.
Εδώ πρέπει να πω πως και η ίδια η αναλυτική γραφή που χρησιμοποιώ, αυτή της ψυχογραφικής καταβύθισης, με βοηθά, έξω από την εμπειρική λογική, να φτάσω στις πιο μύχιες πτυχώσεις της ψυχής, να βρω τους λεπτότατους κυματισμούς που οδηγούν ένα άτομο σε τούτη ή την άλλη αντίδραση – συμπεριφορά. Και για τις νουβέλες αυτές, το εκπληκτικό είναι πως όχι μόνο γυναίκες, αλλά και πολλοί άνδρες μού είπαν πόσο τους άγγιξε το κείμενο, πόσο βρήκαν πτυχές του εαυτού τους στο ανδρικό πρότυπο.
Εκείνο που με γοήτευσε στις νουβέλες αυτές ήταν το πολλαπλό πρόσωπο της γυναίκας. Η πολλαπλότητα της προσωπικότητάς της. Η δύναμη να μεταμορφώνεται. Μ΄έκανε να σκεφτώ. Κι ίσως ίσως ακόμα, οι δύο αυτές αντίθετες σε χαρακτήρα γυναίκες να είναι οι δύο όψεις του προσώπου της .Υπάρχει στις δύο αυτές νουβέλες , σαν παιχνίδι θεατρικό θα έλεγα, η αντίθεση της μεταμόρφωσης της γυναίκας, ξεκινώντας από το ίδιο τραυματικό περιστατικό στη σχέση της με το άλλο πρόσωπο, τον άνδρα της.
Στο πρώτο απόσπασμα, διαγράφονται οι εσωτερικές διαδρομές, καθώς προσπαθεί να ανασύρει τις δυνάμεις της, να βγει από τη νωχέλεια, να συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα από τις διαστάσεις που δεν είχε προσέξει μέχρι τώρα και που ξαφνικά την τρομάζουν. Είναι η στιγμή της εγρήγορσης, της άμυνας, της απομυθοποίησης της ζωής της, είναι η στιγμή που πρέπει να αντιμετωπίσει γυμνή την αλήθεια, αυτή που πονά, αυτή που την απόφευγε με χίλια προσχήματα, την κουκούλωνε κάτω από μια δραστηριότητα άχρηστη.
Στη συνέχεια, βλέπουμε την αγωνία της όχι μόνο για εσωτερική μεταμόρφωση, αλλά και εξωτερική. Κι ύστερα, όλη αυτή η συμπεριφορά της Ναταλίας είναι σαν ένα παιχνίδι, ένα θεατρικό παιχνίδι. Στο βάθος, παίζουμε στη ζωή, οι σκηνές της ζωής μας είναι θεατρικές, αν τις δεις από μιαν άλλη διάσταση, αυτή της εφήμερης περιπλάνησης μας στον εγκόσμιο χρόνο, της περιπέτειάς μας ως ανθρώπινα πλάσματα αδύναμα και πρόσκαιρα. Η Ναταλία έζησε το δράμα της σαν ένα θεατρικό παιχνίδι. Δοκιμάζοντας τις θηλυκές δυνάμεις της. ΄Οχι όμως η Χριστίνα. Κι αυτή ήταν η διαφορά τους.
Ακολουθούν σελίδες που δίνουν την αγωνία του θηλυκού για διαιώνιση, την αγωνία της μητρότητας, την παγίδα της φύσης. Πολύ κοινό, θα έλεγε κανεις, πολύ καθημερινό. Το θέμα είναι πώς το δίνεις μέσα από τη λογοτεχνία, πώς το κάνεις λογοτεχνία, και αν το κάνεις. Το να δώσεις περιγραφικά τέτοιες στιγμές, σίγουρα τις φτωχαίνεις. Γι΄αυτό και προσπάθησα να τις δώσω παραληρηματικά, μέσα από εσωτερικό μονόλογο, πάει να πει, αυτό που γίνεται, βγαίνει εκείνη τη στιγμή, ατόφιο, μέσα από τη δική της ψυχολογία. – και όχι μέσα από τους κανόνες της λογικής.
Η Χριστίνα δεν παίζει θεατρικούς ρόλους στη συμπεριφορά της. Είναι η υπερήφανη. Η ακατάδεκτη. Δεν παίζει με την αξιοπρέπειά της. Δεν συμβιβάζεται. Γι΄αυτό και θα πονέσει από άλλους δρόμους. ΄Αλλους δρόμους εσωτερικούς θα περπατήσει, για να βγει, να φτάσει στην αυτολύτρωση, στην αυτογνωσία της, στην απελευθέρωση του προσώπου της. Είναι η απόλυτη, η αλύγιστη, που δεν θα δείξει το δάκρυ της. ΄Ομως ό,τι δεν λυγίζει, σπάζει , κι αυτό δεν το ξέρει ακόμα. ΄Ο, τι δεν λυγίζει, ό,τι δεν είναι αδυναμία, πονά διπλά, πονά και σκληραίνει, κι εκείνη θα σκληρύνει, η εμπειρία της είναι μαζί και δύναμη, μια καινούρια δύναμη της προσωπικότητάς της, που θα την αποεξαρτήσει, θα την ελευθερώσει, έτσι που από την περιπέτειά της αυτή θα βγει ένας καινούριος άνθρωπος, έχασε και κέρδισε, πάντα στη ζωή χάνουμε και κερδίζουμε μαζί, φτάνει να μπορέσουμε να δούμε αυτό που κερδίζουμε, να το βιώσουμε, και τότε εκείνο που χάσαμε γίνεται αυτόματα μια πηγή πλουτισμού του εαυτού μας. Γιατί, ό,τι μας τραυματίζει, το λέω πάλι, μας πλουτίζει, αν καταφέρουμε να βγούμε από το τραύμα.
Στο απόσπασμα που θα διαβάσουμε, κυριαρχούν η ζήλεια και η οργή, η επαναστατημένη της γυναικεία αξιοπρέπεια, στοιχεία που θα την οδηγήσουν στη μεταμόρφωση. Θα την σκληρύνουν. Ετσι που να ανασύρει δυνάμεις από μέσα της, μεταμορφωτικές δυνάμεις, αμυντικές, αυτογνωσιακές.
Ανάμεσα στα τηλεφωνήματα που έλαβα για τις νουβέλες αυτές, μια φοιτήτρια από τη Θεσσαλονίκη μου είπε : ” Εγώ είμαι η Σίβυλλα { Σίβυλλα είναι η ερωμένη του Ευγένιου, άνδρα της Ναταλίας }.
“Δεν ολοκληρώσατε τη Σίβυλλα σαν πρόσωπο, μου λέει, την χρησιμοποιήσατε μόνο για να ολοκληρώσετε τα άλλα δύο πρόσωπα. ΄Ετσι με χρησιμοποιούν κι εμένα στην ιστορία μου…”
Εμεινα άναυδη. Ετσι ακριβώς ήταν. Χρησιμοποίησα τη Σίβυλλα για να ολοκληρώσω τα άλλα δύο πρόσωπα : Τον Ευγένιο και την Ναταλία. Εκείνη τη στιγμή ντράπηκα, αισθάνθηκα ένοχη. Τι μπορώ να κάνω, της είπα. Τώρα το βιβλίο έχει γραφετεί. Ομως εκείνη επέμεινε: “Σας παρακαλώ, μου λέει, δώστε σε μια συμπληρωματική νουβέλα το πρόσωπο της Σίβυλλας, αναπτύξτε το, το έχω ανάγκη, θέλω να δω πώς θα εξελιχθεί το δράμα της,, να βοηθηθώ…”
Ακόμα δεν το έχω κάνει. Και αισθάνομαι τύψεις. Τύψεις για τη μία αναγνώστρια, που περιμένει να βρει το προσωπικό της δράμα στις σελίδες μιας νουβέλας. Ομως, πέρα απ΄αυτό, το περιστατικό μ΄ έκανε να σκεφτώ. Τι δίνει ένας συγγραφέας. Πού οδηγεί ο λόγος του, η αναλυτική γραφή του, όταν ακροπατά σε περιοχές της ψυχής χαμένες στο σκοτάδι του ασυνείδητου, στην ομίχλη εκείνη που σου θαμπώνει τα μάτια και προσπαθείς ν΄ανοίξεις πέρασμα, να περάσεις , να φωτίσεις κάποιες πτυχές αθέατες.
Στο μυθιστόρημά μου Με τη Λάμπα Θυέλλης, το κύριο πρόσωπο είναι ένας νέος άνδρας. Ο πρώτος σε φανταστικό επίπεδο, ύστερα από τον Νικηφόρο Φωκά σε ιστορικό επίπεδο. Βέβαια, και στο τελευταίο Πήραν την Πόλη, πήραν την, ο ήρωάς μου είναι πρόσωπο φανταστικό, όμως στο ιστορικό μυθιστόρημα η γραφή λειτουργεί διαφορετικά, δεν στηρίζεται στην αναλυτική σκέψη, όπως είναι η γραφή μου στα μη ιστορικά μυθιστορήματά μου.
Οταν τελείωσα την Λάμπα Θυέλλης, διαπίστωσα πως είχα πλάσει μια κρυστάλλινη πραγματικότητα , που μέσα της έζησε ο ήρωάς μου την ανθρώπινη περιπέτειά του. Διαπίστωσα ακόμα πως στο μυθιστόρημα αυτό δεν υπήρχαν εσωτερικοί μονόλογοι, ούτε ψυχογραφικές καταβυθίσεις, αυτή η ιδιαίτερη γραφή που ανιχνεύει τα βάθη της ψυχής. Από ένστικτο είχα αποφύγει τον κίνδυνο μιας καταβύθισης σε άγνωστα εσωτερικά πεδία.
Και επειδή δεν είναι δυνατόν να μιλήσω για όλες τις ηρωίδες μου, θα τις προσπεράσω. Θα τις ονομάσω μόνο. Είναι η Μαρίνα στο πρώτο μου νεανικό μυθιστόρημα. Που γίνεται Ιζελίνα στο Μικρό Κλουβί. Γίνεται η ανώνυμη ηρωίδα στη Γκρίζα Πολιτεία. Μια μεταμόρφωση του ίδιου γυναικείου προσώπου από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα – η εύθραυστη ακόμα νέα γυναίκα που ανιχνεύει τις δυνάμεις της -, μια αυτοαποκάλυψη άλλων περιοχών του εαυτού της. Μια ανελικτική διαδρομή της αυτογνωσίας της.
Για να φτάσω στη Μαρούλα και τη Δοξανιώ. Κόρες της Λήμνου κι οι δυο. Η μια της ιστορίας και η άλλη του θρύλου. Ο θρύλος είναι η ποίηση της ιστορίας. Αν και η γυναίκα της Λήμνου έχει βαθύτερες ρίζες. Μυθικές. Μητριαρχικές. Από τη βασίλισσα Υψιπύλη.
Ομως σήμερα μιλάμε για τη Μαρούλα και τη Δοξανιώ. ΄Ετσι όπως τις έδωσα στα μυθιστορήματά μου.
Εκτός από το γεγονός ότι η Μαρούλα ήταν κόρη της Λήμνου, της ιδιαίτερης πατρίδας μου, ένας άλλος λόγος που μ΄έκανε να ενδιαφερθώ, να γράψω για κείνη, ήταν να διερευνήσω εγώ η ίδια την ιστορική διαδρομή της γυναίκας, τον ιστορικό ρόλο που διαδραμάτισε στην πορεία του έθνους, ως μάχιμη γυναίκα των όπλων, ανώνυμη ή επώνυμη, αλλά και ως αυτοθυσία.
Η Μαρούλα της Λήμνου — και μιλώ για κείνη γιατί είναι καθαρά ιστορικό πρόσωπο – ήταν ένα πρότυπο γυναικείας αγωνιστιτκότητας, στα σκοτεινά χρόνια της φραγκοκρατίας – ενετοκρατίας, όπως γυναικείο πρότυπο ήταν και η Μαρία Δοξαπατρή, – που ο Βερναρδάκης ανέπτυξε σε έργο του. Μιλάμε λοιπόν για πρότυπα γυναικών ηρωίδων της φραγκοκρατίας, αυτά τα ελάχιστα που η μνήμη τους σώθηκε μέσα στο χρόνο και αποτέλεσε ίσως το πρόπλασμα των ηρωίδων γυναικών της Ελληνικής Επανάστασης.
Πολύς λόγος γίνεται σήμερα για τα δικαιώματα της γυναίκας, για το κίνημα αυτό της ανεξαρτησίας της , για τους αγώνες της. Και είναι καλό να θυμόμαστε πως στην ιστορική διαδρομή υπάρχει μια Μαρούλα της Λήμνου, υπάρχει μια Μαρία Δοξαπατρή . Και εννοώ από τα χρόνια της φραγκοκρατίας. Αλλά και ποιος ξέρει πόσες ακόμα ,που ούτε τ΄ονομά τους ούτε η δράση τους σώθηκε μέσα στο χρόνο. Και ίσως και η Δοξανιώ – που την είπα κόρη του θρύλου, ίσως να έχει ένα αντίκρυσμα ιστορικό, που όμως εγώ όσο και αν έψαξα δεν το βρήκα. Μήνες έψαχνα, θυμούμαι, στους χρονογράφους της εποχής. Ομως, ας πούμε πως η Δοξανιώ, που πολύ αγαπήθηκε από τα νέα παιδιά, όπως και η Μαρούλα, ας πούμε πως αντιπροσωπεύει όλες εκείνες τις ανώνυμες ηρωίδες, που η θυσία της ζωής τους , αυτό το πρόπλασμα, όπως το είπα, για τη γυναίκα της Ελληνικής Επανάστασης, δεν σώθηκε μέσα στο χρόνο. Ας θυμηθούμε μόνο πως και το ηρωικό κατόρθωμα της Μαρούλας, αλλά και το όνομά της ακόμα, σώθηκαν από τους Ενετούς χρονογράφους.
Και οι δύο αυτές ηρωίδες, που τιμούν και ομορφαίνουν τη γυναικεία ευαισθησία , τη γυναικεία αισθαντικότητα της Λήμνου,
ήταν για μένα μια πρόκληση. ΄Ηθελα να τις ζωντανέψω. Να τους δώσω το χέρι μου από την άλλη άκρη του χρόνου, να τους πω πως τα πλάσματα που υπήρξαν ωραία δεν πρέπει να χάνονται.
Και προσπάπησα να πλάσω το πρόσωπό τους βαθιά ανθρώπινο. Πρόσωπο αισθαντικό. Για να φτάσουν σε μια τόσο υψηλή πράξη, γεναιότητας στη Μαρούλα, αυτοθυσίας στη Δοξανιώ, πρέπει να ήταν εξαιρετικά πλάσματα.
Είναι σχεδόν μαγικό να βυθίζεσαι μέσα στο χρόνο, για να ανασύρεις τη ζωή. Όχι να την φαντασθείς. Όχι να την επινοήσεις.
Αλλά να προσπαθήσεις να την ανασύρεις ατόφια, να επικοινωνήσεις μυστικά και μυητικά και αναπόδεικτα με τις ζώνες εκείνες του χρόνου που είναι μια δική σου χαμένη διάσταση.
Θέλω να μην πω τίποτε άλλο για τις δύο αυτές γυναίκες ηρωίδες των μυθιστορημάτων μου. Παρά να διαβάσουμε λίγες σελίδες.
Το πρώτο απόσπασμα είναι από τη Μαρούλα της Λήμνου.
Οταν ετοιμάζει την ψυχή της για τη μεγάλη στιγμή.
Το δεύτερο απόσπασμα είναι από τη Δοιξανιώ.
Είναι η στιγμή της δικής της θυσίας.
Η στιγμή που ανυψώνει την ψυχή, να υπερβεί τα ανθρώπινα όριά της.
Και ένα μικρό κομμάτι από τον εξευτελισμό των σκλάβων – τη Δοξανιώ την πήραν σκλάβα από τη Λήμνο οι Σαρακηνοί και την πήγαν στον Χάνδακα να την πουλήσουν. Να φανεί από ποια κανάλια της απελπισίας πέρασε, για να καταφέρει να γίνει κατάσκοπος του Νικηφόρου Φωκά και να τον βοηθήσει με τη θυσία της στην Απελευθέρωση της Κρήτης.
Τελειώνοντας θέλω να πω μόνο πως ο συγγραφέας δεν είναι ο καλύτερος αναγνώστης των βιβλίων του. Κι αυτό γιατί είναι μεροληπτικός. Αγαπά τα πρόσωπα που πλάθει. Είναι σαν να τα γέννησε από το πιο καθαρό αίμα της ψυχής του.
Προσπάθησα , δίνοντας τη γυναίκα μέσα από τα μυθιστορήματά μου, να μιλήσω για τη γυναίκα απρόσωπα. Για τη σύγχρονη γυναίκα.
Για τις εσωτερικές διαδρομές της ψυχολογίας της, αυτές που οδηγούν στην αυτογνωσία και στην απελευθέρωση του προσώπου της. Μια απελευθέρωση πνευματική, συνειδησιακή, υπαρξιακή. Για μένα, αυτά είναι πιο σημαντικά από την κοινωνική της απελευθέρωση , όπως ονομάζει την σημερινή ανεξαρτησία της.
Η αυτογνωσία την οδηγεί στις καθαρές πηγές της δύναμής της, αυτές που είναι ταυτόσημες με με τις μεγάλες δημιουργίες που σημάδεψαν το πέρασμά της στο χρόνο.
Η ομιλία έγινε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Βόλου, τον Μάιο του 1995