Ο μικρός τραγουδιστής
Έφυγες
πριν προφτάσω να κλάψω για σένα
για την όμορφη εφηβεία σου
που αγόρασαν οι καιροί
«Στους προδομένους καιρούς μας»
Το αίμα κυλάει στον δρόμο και σχηματίζει αυλάκια άτσαλα, ο δρόμος βάφτηκε κόκκινος. Το αίμα ανεβαίνει στα δέντρα, τυλίγεται στους κορμούς. Τα δέντρα στάζουν αίμα, οι στέγες των σπιτιών, οι άνθρωποι.
Μα τι έγινε;
Ρίχνω βιαστικά ένα ρούχο πάνω μου και κατεβαίνω.
Οι πατημασιές μου μέσα στο αίμα.
Ξαφνικά, βλέπω τους ανθρώπους να τρέχουν, πλήθη, που κατεβαίνουν απ’ όλες τις μεριές, έρχεται ο μικρός κιθαρωδός, λένε, κι εγώ απορώ.
Κάτι πάει να ξυπνήσει μέσα μου αυτό, όμως η αναφορά θαμπή και χάνεται δίχως εξάρτηση από τη μνήμη.
Στέκομαι στην άκρη του δρόμου και βλέπω τα πλήθη που τρέχουν ακόμα αλαλιασμένα. Μια γυναίκα σταματά για μια στιγμή δίπλα μου, τι περιμένεις; μου λέει, και κινεί να φύγει. Στάσου, μη φεύγεις, της φωνάζω με αγωνία, εξήγησέ μου…
Η γυναίκα κοντοστέκεται.
Θα τραγουδήσει το παιδί με την κιθάρα, λέει, κι εγώ απορώ πάλι.
Και πάλι κάτι πάει να ξυπνήσει μέσα μου, αλλ’ αδύνατον.
Η μνήμη μου θολό νερό, άπατο σκοτεινό νερό, και μόνο τους κύκλους βλέπω, τους επάλληλους βιαστικούς κύκλους, καθώς αναταράζεται από τον ήχο της φωνής της.
Το παιδί με την κιθάρα… , φωνάζει πάλι αυτή, καθώς φεύγει, κι εγώ νιώθω τα δάκρυα να κυλούν από τα μάτια μου. Θα μπορούσε να ήταν το δικό μου παιδί, σκέφτομαι. Πάντα ονειρευόμουν πως το παιδί μου έπαιζε κιθάρα στο φεγγαρόφωτο. ΄Επαιζε και τραγουδούσε, κι όλα ήταν γαλήνια…
Το αίμα κυλάει όλο και πιο ορμητικά τώρα, σχηματίζει ρυάκια θυμωμένα στα πόδια μου, κι εγώ σκέφτομαι πως είμαι η μάνα… η μάνα του μικρού τραγουδιστή, κι αυτό είναι τόσο γλυκό, μια ευτυχία ξαφνικά ανείπωτη, είμαι η μάνα, η μάνα, και τρέχω ν’ ανταμώσω τους ανθρώπους. Ξαφνικά, τα πρόσωπα όλα γίνονται κέρινα, παγωμένα. Και κανείς δεν μιλά, κανείς δεν κινείται. Γιατί η κιθάρα του τραγουδιστή είναι πάνω στα αίματα, την παρασέρνουν τα ρυάκια, και κανείς δεν καταλαβαίνει τι έχει συμβεί. Μόνον εγώ σκύβω και την παίρνω, τη σφίγγω στον κόρφο μου σαν να αγκαλιάζω παιδί, κι αρχίζω να κλαίω. Μου το σκότωσαν ψιθυρίζω με αγωνία, μου το σκότωσαν… Τώρα δεν θα τραγουδήσει ποτέ πια κάτω από το φεγγαρόφωτο… τώρα ποτέ πια… και, καθώς σηκώνω το κεφάλι, βλέπω μια γυναίκα που έρχεται προς εμένα με το πένθος στα μάτια.
Θα θυμούμαι τα δάκρυά σου, μου λέει.
Και καθώς φεύγει, το αίμα παραμερίζει, για να περάσει. Στάσου, μη φεύγεις, τώρα φωνάζω εγώ, ποια είσαι; Γυρίζει και με κοιτάζει.
Η μάνα, λέει, είμαι η μάνα του παιδιού…
Και η φωνή της κάνει κύκλους σ’ εκείνα τα θολά νερά – που τώρα έγιναν ματωμένα.
Είμαι η μάνα… η μάνα… νααα… του παιδιού… διου… ου…ου…
Σφίγγω την κιθάρα στον κόρφο μου, και τη νανουρίζω, σάμπως να σφίγγω παιδί που αποκοιμιέται, ουου…ουου…
Τα ρίγη κυλούσαν ακόμα στο σώμα μου, όταν άκουσα τη φωνή του άντρα μου, “ξύπνα, μας περιμένουν…”
Πετάχτηκα επάνω και προσπάθησα να σχετιστώ με την πραγματικότητα της ζωής μου.
΄Ετρεξα πρώτα στο παράθυρο.
Ο δρόμος δεν είχε αίματα.
Η καρδιά μου σκίρτησε.
Ο δρόμος ήταν καθαρός, όσο μπορούσα να δω, με λίγο χιόνι μόνο στις άκρες, που δεν έλεγε να λιώσει. Και τα χριστουγεννιάτικα στολίδια πάνω στα δέντρα, στην είσοδο του πολυτελούς ξενοδοχείου, φάνταζαν σαν εξωπραγματικά, καθώς ιρίδιζε πάνω τους το πρωινό φως.
Κάθισα στις ζεστές κουβέρτες του κρεβατιού, και κομμάτι, κομμάτι η συνείδηση έμπαινε στη ροή του χρόνου. Πρώτη φορά ένιωσα τόσο άρριζη, η πραγματικότητα της ζωής μου μού φάνηκε αβέβαιη, λες κι έσπαζε από τριγύρω εύθραυστη και ξεπετιούνταν κομμάτια ζωής άλλης, άγνωστης, θραύσματα μιας αλήθειας οδυνηρής, που μου ξέφευγε, χανόταν σ’ εκείνα τα θολά νερά του ονείρου. Ποια ήμουν; Πρώτη φορά αναρωτήθηκα, ποια ήμουν; Και τι εσήμαινε τούτη η αβέβαιη εφήμερη ζωή μου;
Παντρεμένη χρόνια, δίχως παιδί. Γαντζωθήκαμε ο ένας πάνω στον άλλον, χωνευτήκαμε. Κι ο πόνος του παιδιού κύλησε ως μέσα στο αίμα μου, στη ρίζα του μυαλού μου. Να γεννήσω, να γεννήσω, έλεγα, πριν στερέψει ο κύκλος της ζωής στα σπλάχνα μου, να γεννήσω…
“ Ακόμα τα αίματα είναι πάνω στο δρόμο…σήμερα δεν εργάζονται οι εργάτες…, όμως η διεύθυνση του ξενοδοχείου έπρεπε να μεριμνήσει… Πώς θα κάνουμε Πρωτοχρονιά!”
Ακούω τη φωνή του κι αναρριγώ. Ποια αίματα κάνω να ρωτήσω. Και στη σκέψη μου μπερδεύονται τα αίματα του ονείρου μ’ εκείνα τα άλλα… Τα άλλα, τα άλλα, τα πραγματικά… Σιγά, σιγά ξεκαθαρίζει η μνήμη και πετιέμαι επάνω.
Το παιδί… χτύπησαν το παιδί που τραγουδούσε…, τώρα θυμούμαι καθαρά, θέλησαν να το δολοφονήσουν…
“ Τι έγινε; Τι έγινε μετά, όταν έφυγα;”
Σαστίζει με την ταραχή μου.
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες ερχόμαστε σε αυτό το ίδιο παραλιακό ξενοδοχείο, μας έμαθαν πια, γνωρίσαμε και κάποια ζευγάρια της ηλικίας μας και περνάμε ευχάριστα, διασκεδάζουμε τη γιορτινή ατμόσφαιρα. Φέτος, είπαν, θα υπάρχει κάτι ξεχωριστό, ένας εορτασμός ειδικός, θριαμβευτικός ίσως, για τη νέα χιλιετία που ξημερώνει. Πρέπει να υποδεχτούμε τη νέα αυγή του κόσμου με κάτι εξαιρετικό, είπαν, και ετοίμασαν βεγγαλικά, έφεραν τραγουδιστές, στόλισαν το ξενοδοχείο ως έξω στο δρόμο, έβαλαν φωτάκια σε όλα τα δέντρα του γύρω χώρου, να αποχαιρετήσουν δοξαστικά τον χρόνο που ψυχορραγεί, που παραδίνει τη σκυτάλη στον καινούριο.
΄Ολα ήταν έτοιμα και ο επίσημος εορτασμός άρχισε από τις έξι το απόγευμα. Ως έξω στον μεγάλο περίβολο του ξενοδοχείου έφτανε ο κόσμος, και από τους γύρω δρόμους κατέφταναν οι άνθρωποι της περιοχής, να λάβουν μέρος στην τελετουργία. Απόψε ήταν ανοιχτές οι πόρτες για όλους, στον αέρα πλανιόταν ένα αίσθημα συμφιλίωσης, ένα περίεργο αίσθημα συνενοχής και συγγνώμης. Και όταν άρχισε η φαντασμαγορία των βεγγαλικών, όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα στον ουρανό, λες και από εκεί, μέσα από τις φωταψίες θα ερχόταν αυτός ο καινούριος μυστηριώδης χρόνος, που έσερνε πίσω του σαν ουρά διαστημικού παγωνιού τη νέα χιλιετία. Απόψε οι σαμπάνιες έρεαν και τα ηδύποτα και οι μπουφέδες ήταν ξέχειλοι, προσφορά όλα του ξενοδοχείου και του Δήμου, λες κι ήθελαν να ευμενίσουν το πνεύμα της καινούριας μοίρας.
Καθόμασταν με τα γνωστά μας ζευγάρια και ζούσαμε μια συγκίνηση διαφορετική. Κάπου, κάπου συνοδεύαμε κιόλας τα τραγούδια της ορχήστρας. ΄Ημασταν όλοι συγκινημένοι, γιατί αξιωθήκαμε, λέγαμε, να συμμετέχουμε σε αυτή την “τελετουργία”, όπως ονόμασαν το εορταστικό πρόγραμμα οι καλλιτέχνες.
Ξαφνικά, μια ησυχία απλώθηκε, μια περίεργη σιγή.
Κι ύστερα, οι ψίθυροι, έρχεται ο μικρός τραγουδιστής, είπαν, έρχεται με την κιθάρα του – κιθάρα ή λύρα – αυτός θα καλωσορίσει τον νέο χρόνο, είναι το παιδί θαύμα, ένας μικρός Ορφέας, που μαγεύει με τη μουσική του.
Και όλοι σηκώσαμε τα μάτια να τον δούμε.
Συνθέτει ύμνους τόσο γλυκούς, που ξυπνά στην ψυχή την ουρανική νοσταλγία της, ξυπνά τον πόθο και την αγάπη. Αυτός, μόνον αυτός ο ξανθός έφηβος, θα μπορούσε, είπαν, να καλωσορίσει τον νέο κόσμο που ξημέρωνε, να τον ευμενίσει με την ξεχωριστή φωνή του τραγουδιού του.
Στάθηκε πάνω στο βάθρο. Τα μεγάλα μάτια του έλαμπαν με τη λύπη μέσα τους και το μαλλί ελικτικό έπεφτε στο πλατύ μέτωπο. Θα ’ταν δεκαπέντε ούτε. Αγένειο σχεδόν. ΄Ενα πρόσωπο τρυφερό. Κι η φωνή του μελωδική αντήχησε στην ησυχία, ένας ύμνος δοξαστικός και μαζί πονεμένος, που έκρυβε στο βάθος την αμίλητη λύπη. Κι όλα τα μάτια δάκρυσαν. Και κοίταζαν μια το παιδί και μια το μεγάλο ρολόι του ξενοδοχείου.
Τρία λεπτά ακόμα, δύο, ένα λεπτό…
Ο νέος χρόνος έφτασε… η νέα χιλιετία… τα βεγγαλικά έτοιμα, οι σαμπάνιες…
Κι η φωνή του παιδιού υψώνεται πάνω από τους στεναγμούς της συγκίνησης, πάνω από τους ήχους…
Μισό λεπτό ακόμα…
Οι αναπνοές είναι κρατημένες τώρα, κι καθένας ετοιμάζεται ν’ αφήσει κάτι για τον παλιό χρόνο – όπως ήταν στο πρόγραμμα της τελετής – κάτι που να συμβολίζει την είσοδό μας στην απεραντοσύνη της νέας χιλιετίας, κι άλλος έκοβε μια τούφα από τα μαλλιά του και τα σκορπούσε, άλλος πετούσε ένα χαρτονόμισμα, άλλοι πάλι έχυναν στο χώμα λίγο κρασί, σαν να έκαναν σπονδή.
Μισό, μισό λεπτό…
Κι ήταν εκείνη τη στιγμή που ακούστηκε η πιστολιά.
Κι όλοι πάγωσαν.
Χτύπησαν τον μικρό τραγουδιστή…, τα πρόσωπα σε πανικό, τον χτύπησαν στο πλευρό… σωριάζεται… το αίμα του σχηματίζει κιόλας μια μικρή λίμνη στη γη… ΄Ηταν Λευκορώσσος ή Ρωμάνος, μπορεί και Πολωνός, ξένος, είπαν, είχε έρθει στον τόπο μας για ένα κομμάτι ψωμί και κάποιοι ανακάλυψαν το ταλέντο που είχε στο τραγούδι και τον εκμεταλλεύονταν…
Οι δικοί του τον χτύπησαν, είπαν πάλι, η μαφία της χώρας του…
Και όλοι αποτραβήχτηκαν έντρομοι.
΄Οταν έπεσα στο κρεβάτι, το σώμα μου έτρεμε ακόμα. Εκείνον τον άγγελο χτύπησαν… τον άγγελο… την αθωότητα…
Τι θα πει “ξένος” για ένα παιδί; ΄Εχει χρώμα ή χώρα η αθωότητα;
“ Τι έγινε μετά… μετά όταν έφυγα;” ρωτώ ξανά.
Ξεσφίγγει τη γραβάτα, τον ξαφνιάζει η ταραχή μου.
Φορά το καλό του μπλε κουστούμι, το επίσημο, κι η τσακισμένη επιδερμίδα του αναδίνει ένα λεπτό άρωμα.
Κάθεται δίπλα μου.
“ Ακόμα δεν ετοιμάστηκες; Σου είπα, μας περιμένουν για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι… Είναι όλοι κάτω… Ευτυχώς, καθάρισαν επιτέλους και τα αίματα… Θα συνεχίσουν το εορταστικό πρόγραμμα που διακόπηκε χτες λόγω του επεισοδίου, είπαν, έφεραν και καινούρια ορχήστρα…”
“Το παιδί… ζει;”
Με κοιτάζει λίγες στιγμές, σαν να με μετρά ξαφνικά.
“Ναι… ζει… το μετέφεραν στο νοσοκομείο της περιοχής… ΄Ομως μην αργείς… ΄Οπου να ’ναι θ’ αρχίσουν…”
Κουλουριάζομαι μέσα στις κουβέρτες.
Ακούω κιόλας τις κυρίες που κατεβαίνουν με τα ψηλά τακούνια τους και τις αστραφτερές τουαλέτες, στηριγμένες στο μπράτσο του συνοδού τους. Λάμπουν όλοι και χαμογελούν. Όχι, δεν θα ’ρθω. Δεν μ’ ενδιαφέρει το εορταστικό πρόγραμμα, ούτε οι σαμπάνιες και τα χαμόγελα. Ούτε η καινούρια ορχήστρα… Νιώθω ένοχη, συνένοχη… κι ούτε ξέρω γιατί… ΄Ισως από το όνειρο, σκέφτομαι, από κείνο το παράξενο όνειρο…
Στη σκέψη μου η κιθάρα που νανούριζα τη νύχτα και ριγώ.
Τ’ όνειρο της νύχτας μπερδεύεται στις σκέψεις μου, με παιδεύει. Θαμπές εικόνες από αίματα που κυλούσαν στον δρόμο…
Ριγώ, ριγώ ως μέσα στα οστά μου. Πρέπει να βρω τη σχέση που έχουν με τη δική μου ζωή, με τη δική μου ενοχή, με τη δική μου ανθρώπινη περιπέτεια.
Πρώτη φορά τον κοίταζα και δεν του χαμογελούσα χρονιάρα μέρα.
Στα είκοσι πέντε χρόνια του γάμου μας, πρώτη φορά.
“Δεν θα ’ρθω , του λέω, πήγαινε μόνος σου…”
Λίγες στιγμές σιωπής.
΄Υστερα, βγάζει ήρεμα το καλό του κουστούμι και φορά το πουλόβερ. Τυλίγεται με το κασκόλ και το αδιάβροχο.
“Καλά… πάμε μαζί…, λέει, ετοιμάσου…”
Έθνος της Κυριακής, 3 Ιανουαρίου 1999
Το θέμα ήταν: «Η βία των καιρών»