«… πάνω απ’ όλα, δίνω τη δική μου
εκδοχή της αγάπης για τον τόπο».
Πόσο “οδυνηρά” αληθινή είναι η ιστορία που γράψατε;
Λέει η ηρωίδα μου σε κάποιο σημείο, όταν ετοιμάζεται να γράψει την περιπέτεια που έζησε στον τόπο της Έκτης σφραγίδας, για τα υπερφυσικά φαινόμενα που συνέβησαν εκεί, αυτά τα εξωλογικά σημάδια που ήταν και η αντίστασή του στην καταστροφή:
“Είναι στιγμές που λέω, τα ονειρεύτηκα όλα τούτα. Τα ονειρεύτηκα ή τα έζησα σε όνειρο ξένο. Έτσι όπως, στο τέλος των ημερών σου λες: Την ονειρεύτηκα τη ζωή μου. Κι ας ήταν οδυνηρά αληθινή”.
Πιστεύω πως αυτό που συμβαίνει στο μυαλό του συγγραφέα, στο μυαλό του κάθε ανθρώπου, είναι “οδυνηρά” αληθινό, και ας μην είναι πέρα για πέρα πραγματικό – ή η πραγματικότητα που φέρνει συντελείται σε άλλες διαστάσεις. Μην ξεχνάμε πως το “αληθινό” έχει πολλές οπτικές. Και σε μεταφυσικό επίπεδο, περιέχει την έννοια του μυστηρίου, του ανεξήγητου, του Ασύλληπτου, που μόνον το πνεύμα μπορεί να προσεγγίζει με τη διαίσθηση. Και είναι αυτό που εξουσιάζει τη ζωή μας από άλλους δρόμους, από τα βαθιά στρώματα της ψυχής, από εκεί όπου φυτρώνουν τα όνειρα. Λέει ο Ελύτης κάπου: “αυτό που δίπλα μας ολοένα μ’ απίθανες χειρονομίες δρα: το Ασύλληπτο”.
Γι’ αυτό, σε τούτο ειδικά το μυθιστόρημα, μην ψάχνεις για μιαν αλήθεια στα μέτρα της καθημερινής πραγματικότητας. Η αλήθεια του βρίσκεται σε αυτό που δεν φαίνεται, στον αόρατο κόσμο που μας περιβάλλει, στο μυστήριο, στο ανεξήγητο – και γι’ αυτό είναι μια αλήθεια οδυνηρή.
Η προσωπικότητα της ηρωίδας του βιβλίου σας, της Αδριανής, πόσο κοντά στη δική σας βρίσκεται;
Κοιτάξτε, ποτέ δεν εκθέτω τον εαυτό μου, δανείζοντας το δικό μου πρόσωπο στις εκάστοτε ηρωίδες μου. Ούτε τα μυθιστορήματά μου είναι βιογραφικά. Όμως για την Έκτη Σφραγίδα ειδικά, θα έλεγα πως, μέσα από την ηρωίδα μου, δίνω τις προσωπικές αγωνίες μου, τον φόβο μου τον υπαρξιακό, τον φόβο μου για την καταστροφή του τόπου, δίνω τα πιστεύω μου για τη ζωή και για τη μεταφυσική της, για τον αόρατο κόσμο που μας περιβάλλει, για το μυστήριο και για το ανεξήγητο, και, πάνω απ’ όλα, δίνω τη δική μου εκδοχή της αγάπης για τον τόπο.
Άλλωστε, σχεδόν πάντα μέσα σε ένα μυθιστόρημα, ο συγγραφέας δίνει τις προσωπικές του αγωνίες, το προσωπικό του υπαρξιακό πρόβλημα. Ε, ναι, είναι ανοχύρωτος ο συγγραφέας, εκτεθειμένος, δίνει την ψυχή του. ΄Ομως αυτό είναι και το τίμημά του: Μόνο δίνοντας την ψυχή του, κερδίζει την ψυχή του, σαν τον στίχο του Σαίξπηρ.
Στον δρόμο της ζωής μας υπάρχει το καλό και το κακό. Μπορούμε να ξεφύγουμε από το κακό εντελώς; Και ποιο είναι το κακό, τελικά;
Δεν νομίζω πως μπορούμε να ξεφύγουμε. Και στο κάτω κάτω, πιο άγιος είναι εκείνος που πέρασε μέσα από την αμαρτία και εξαγνίστηκε, παρά ο αναμάρτητος. Το κακό, πολλές φορές, είναι δημιουργικό, γιατί μας δείχνει τον δρόμο του καλού.
Είστε φαινομενικά μια εύθραυστη γυναίκα. Από πού πηγάζει όλη αυτή η δύναμη που βγαίνει στο συγγραφικό και ποιητικό σας έργο;
Ναι, βιολογικά τουλάχιστο αισθάνομαι εύθραυστη. Αλλά και σαν συγγραφέας έχω τις ανασφάλειές μου – προπαντός μόλις κυκλοφορήσει ένα βιβλίο μου – έχω τις βασανιστικές αγωνίες μου.
Όμως χαίρομαι αν στο συγγραφικό και ποιητικό έργο μου βρίσκετε δύναμη. Μακάρι να ήξερε και ο συγγραφέας από πού αντλεί αυτά που γράφει. Για παράδειγμα, γράφοντας την Έκτη Σφραγίδα, πολλές φορές τρόμαξα με την τόλμη που είχα, το κουράγιο, να μιλήσω για πράγματα που υπερβαίνουν το ανθρώπινο μυαλό μου, για υπερφυσικά φαινόμενα, για νεκρές ψυχές, για αναβίωση της καταργημένης μνήμης στον τόπο των τελετουργιών. Τρόμαξα κι ωστόσο, δεν αφαίρεσα ούτε λέξη. Διάβασα σύγχρονη φυσική, σύγχρονη βιολογία, για να εξηγήσω κάποια φαινόμενα, το γεγονός ότι εκείνος ο μικρός τόπος του θρύλου ήταν ζωντανός και αυτό που έγινε εκεί ήταν μια δική του, ας πούμε, διάλεκτος συμβόλων. Τα σημάδια της αντίστασής του στην καταστροφή, η “αναρχία” του, όπως τη λέω.
Η τελευταία ποιητική συλλογή σας “Και θέα προς το Αμίλητο”, μεταφράστηκε από τον Ζακ λακαριέρ. Συνεργαστήκατε; Και αν ναι, πώς ήταν αυτή η συνεργασία;
“Και θέα προς το Αμίλητο” είναι η ποιητική μου συλλογή που βγήκε φέτος από τον Κέδρο, η τελευταία. Ο Ζακ Λακαριέρ μετέφρασε τη συλλογή “Μυστικό Πέρασμα”, αυτή που κυκλοφόρησε και στη Γαλλία με δικό του πρόλογο. Δεν μπορώ να πω ότι συνεργάστηκα και πολύ μαζί του. Για κάποια μικρά πράγματα μιλήσαμε μόνο. Άλλωστε, εκείνος είναι τόσο πεπειραμένος μεταφραστής, ποιητής και ο ίδιος, διακεκριμένος Γάλλος συγγραφέας. Το μόνο που αισθανόμουν ήταν η τιμή που μου έκανε να μεταφράσει την ποίησή μου με δική του επιλογή. Ένα καλοκαίρι που ήταν στην Αίγινα, μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι μεταφράζει το Μυστικό Πέρασμα, αυτό ήταν. Και όταν επιστρέψει στην Αθήνα, μου είπε, ήθελε να με δει να συζητήσουμε κάποια σημεία.
Πόσος κόσμος θεωρείτε ότι έχει μεταφυσικές ανησυχίες και φιλοσοφικές αναζητήσεις ακόμα και σε μεγάλες ηλικές;
Πιστεύω πως ο κάθε άνθρωπος θα ‘ρθει μια μέρα που θα βρεθεί αντιμέτωπος με την εφημερότητά του, με την αγωνία των υπαρξιακών του ερωτημάτων. Καθένας βιώνει τις μεταφυσικές ανησυχίες του με τη δική του ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία, και από τους δρόμους της δικής του ψυχοσύνθεσης, της δικής του ευαισθησίας. Κι ύστερα, ένας συγγραφέας απευθύνεται σε ένα ορισμένο κοινό, ευαισθητοποιημένο στις δικές του αγωνίες. Εγώ ξέρω πως οι δικοί μου αναγνώστες αγαπούν τα βιβλία μου για τη μεταφυσική τους. Για παράδειγμα, στην Έκτη Σφραγίδα χρησιμοποιώ το όνειρο ως μέσον καταβύθισης της ηρωίδας μου στις μνήμες του καταργημένου. Γιατί πιστεύω πως το μεγαλύτερο μέρος της αλήθειας μας κείται βυθισμένο στα άγνωστα πεδία της ψυχής που φέρουν το χάραγμα από την κοσμογονική μνήμη. Εκεί βυθίζεται η ηρωίδα μου. Εκεί θα ζήσει τον έρωτά της σαν την πρώτη γυναίκα, τη Μάνα της γης.
Πηγαίνετε καθόλου στην ιδιαίτερη πατρίδα σας, τη Λήμνο; Εμπνέεστε εκεί;
Αγαπώ την ιδιαίτερη πατρίδα μου, τη Λήμνο, έχω γράψει βιβλία γι’ αυτήν, τη “Μαρούλα της Λήμνου”, τη “Δοξανιώ”, κόρη της ιστορίας η πρώτη, κόρη του θρύλου η δεύτερη. Και το μεγάλο μου βυζαντινό μυθιστόρημα “Πήραν την Πόλη, πήραν την…”, περνάει ολόκληρο μέσα από τη Λήμνο, αφού ο κύριος ήρωας, ο αφηγητής των γεγονότων, ένας σπαθάριος της φρουράς του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, είναι από τον Άγιο Αλέξανδρο της Λήμνου.
Πιστεύετε ότι ένας συγγραφέας είναι μια πηγή ανεξάντλητων ιστοριών; Και σεις πόσο πολύ ακόμα μπορείτε να δώσετε στο κοινό σας;
Καταρχήν, όσον αφορά το πρώτο μέρος της ερώτησης, εξαρτάται από την ποιότητα του ίδιου του συγγραφέα, από τη στόφα του μυαλού του, από την οραματική του εμβέλεια, την διαισθητική, την προφητική ακόμα. Όσο για το πόσα θα γράψω εγώ ακόμα, ε, αυτό μάλλον δεν το γνωρίζω. Όσο με κρατάει ο Θεός γερή. Όσο θα μπορώ να σκέφτομαι. Ελπίζω πως δεν θα απογοητεύσω τους αναγνώστες των βιβλίων μου. Με συγκινεί η μοναχική ώρα του αναγνώστη. Σε εκείνη την ιδιαίτερη ώρα της μοναξιάς του, είναι μόνος με τη συνείδησή του, μόνος με τον θεό, μόνος με την αόρατη παρουσία του συγγραφέα.
Σαν αναγνώστης τις έζησα κι εγώ αυτές τις ώρες, διαβάζοντας βιβλία που με γιάτρευαν, βιβλία που με ταξίδευαν, και έλεγα, ευλογημένος να είσαι Ποιητή. Εκεί δικαιώνεται ο Συγγραφέας, ο Ποιητής, όταν επικοινωνεί με τον αναγνώστη στην κρυφή μοναχική του ώρα.
Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, πώς βλέπετε τον χώρο της λογοτεχνίας σε σχέση με το παρελθόν;
Υπάρχει μια άνθηση της λογοτεχνίας, δίχως αμφιβολία, άνθηση της καλής λογοτεχνίας, όμως, παράλληλα, και μια πτωτική τάση της ποιότητας, μια παραλογοτεχνική σύγχυση, που σίγουρα πάντα υπήρχε.
Ας μείνουμε στην καθαρή λογοτεχνία. Αυτή κερδίζει τον χρόνο. Και, τελικά, τη συνείδηση των αναγνωστών.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πελοπόννησος» στις 30 Ιουνίου 1999, με τίτλο: «Αποκάλυψα τους υπαρξιακούς μου φόβους»
Τη συνέντευξη πήρε η δημοσιογράφος Λίνα Ζερβοπούλου