«Πήραν την Πολη, πήραν την, πήραν τη Σαλονίκη
πήραν και την Αγια-Σοφιά, το μέγα μοναστήρι»
Ο ίδιος σταυρικός Μάης του 1453. Ένας κόκκινος ορίζοντας αγκαλιάζει τη σπαραγμένη Βασιλεύουσα. Έξω από τα τείχη, οι φωτιές του απέραντου καταυλισμού του Μωάμεθ και τα ιλαλαχού των ουλεμάδων. Και μέσα από τα τείχη, ο θρήνος και τα σήμαντρα των εκκλησιών που χτυπούν ξετρελαμένα, κι ο λαός που προσεύχεται στον απόντα Θεό.
Στη ματωμένη πύλη του Αγίου Ρωμανού, οι τελευταίοι Βυζαντινοί στρατιώτες, έγκοποι και ένθεοι, κρατούν ακόμα τους ρημαγμένους προμαχώνες.
Χτυπούν οι καμπάνες, αυτές που σε λίγο θα βυθιστούν στη νύχτα την αξημέρωτη. Κι οι άνθρωποι κόβουν τα τελευταία λουλούδια των ρημαγμένων κήπων να στολίσουν την Αγια-Σοφιά.
Πλημμύρισε η πλατεία του Αυγουσταίου και η Μέση Οδός, η Βασιλική, έως κάτω στον γκρεμισμένο Ιππόδρομο, και οι εννέα πύλες της Αγια-Σοφιάς ανοίγουν διάπλατα να μπει ο λαός ο τυραγνισμένος που 56 ημέρες αγόγγυστα σήκωσε το σταυρό του μαρτυρίου του.
Στον πληγωμένο Βόσπορο δεν τραγουδάνε σήμερα τα πουλιά.
“Ω, των σοφών σου κριμάτων Χριστέ Βασιλεύ, ως ανερμήνευτα και ανεξιχνίαστα εστίν”, είπε ο αχώριστος του αυτοκράτορα Γεώργιος Φραντζής. Κι είπε ακόμα: “Ήταν παλιά απόφαση του Θεού να φτάσουμε στην έσχατη δυστυχία.”
Κ ύ ρ ι ε, ε κ έ κ ρ α ξ α π ρ ο ς Σε…
Στο κατώφλι της νέας χιλιετίας που ξημέρωσε, η Άλωση παίρνει άλλες διαστάσεις. Γιατί εκείνη η πεπρωμένη στιγμή σημάδεψε ολόκληρη την οικουμένη, αλλάζοντας τον ρου της ιστορίας. Άλλαξε το σκηνικό του κόσμου με τομές βαθιές, θρησκευτικές, υποστασιακές, πολιτισμικές.
Το πρώτο μεγάλο πλήγμα το επέφεραν οι ίδιοι οι χριστιανοί. Εκείνοι οι άγριοι Λατίνοι της δ΄ σταυροφορίας, που μπήκαν με δόλο στη Βασιλεύουσα και την ρήμαξαν. Με τα μουλάρια μπήκαν μέσα στις εκκλησιές και τις γύμνωσαν. Πενήντα εφτά χρόνια λεηλατούσαν. Και όταν το 1261 επέστρεψε ο Μανουήλ Παλαιολόγος από την εξορία, τίποτα πια δεν θύμιζε το παλιό μεγαλείο. Η αυτοκρατορία του δεν ήταν πια η κοσμοκράτειρα δύναμη. Νέες ηγεμονίες είχαν σχηματιστεί, και ρηγάδες φιλόδοξοι αξίωναν μια θέση στο σκηνικό του κόσμου.
Τότε, από τους παραμεθόριους μωαμεθανούς, τους γαζήδες, δημιουργήθηκε ο πρώτος πυρήνας του οθωμανικού σουλτανάτου, ένα μικρό εμιράτο ανατολικά του βυθινικού Ολύμπου.
Στην Αγια-Σοφιά, η ψαλμωδία ενωμένη με τον θρήνο υψώνεται στον ουρανό. Μόνο που ο ουρανός είναι άδειος σήμερα. Έφυγε ο Θεός, την εγκατέλειψε τη θεοφύλακτη Πόλη του. Έφυγαν οι άγιοι κρυμμένοι στο νέφος, όπως λέει ο Κριτόβουλος, “…Τούτο πάντως εδήλου την αποδημίαν του θείου και αναχώρησιν εκ της Πόλεως ή την τελείαν εγκατάλειψιν και αποστροφήν…”
Ο αυτοκράτορας περιμένει να μεταλάβει, μαζί με τον λαό του. Δεν θα τον ξαναδεί τον αγαπημένο του λαό, τον παγιδευμένο στο αδιάφορο πλήρωμα του χρόνου. Φοράει τη λευκή πολεμική στολή και το σώμα του τρέμει, λες και διαισθάνεται τον θάνατο.
Κύριε, εκέκραξα προς σε…
Έτσι εγκαταλειμμένος από Θεό και ανθρώπους, έτσι αποφασισμένος να πεθάνει μαχώ μενος για την Πόλη του, έτσι με τα δάκρυα στα μάτια θα περάσει μαζί με τον λαό του στο Πάνθεο των Αθανάτων. Το ξημέρωμα της Δευτέρας θα τον βρει ψηλά στις επάλξεις, και το άλλο πικρό ξημέρωμα της Τρίτης θ’ ακουστεί η κραυγή “Εάλω η Πόλις… ”, κι ύστερα ο κρότος ο τρομακτικός από τον Σταυρό που γκρεμίζεται, από τον Σταυρό που ποδοπατιέται μαζί με τη χριστιανοσύνη.
Να τον άκουσε άραγε η Δύση τον κρότο τον ανατριχιαστικό; Να τον άκουσαν όλοι εκείνοι που εγκατέλειψαν τον αυτοκράτορα μονάχο κι αβοήθητο στην ύστατη ώρα του χαμού του; Ή κομμάτι κομμάτι, σπάραγμα σπάραγμα, εξουσίασε τον χρόνο τον επερχόμενο ταράζοντας στον αιώνα τις συνειδήσεις; Η ιστορία δεν διδάσκει, η συνείδηση μόνο.
Ο σερ Στίβεν Ράνσιμαν, ο μέγας Φιλέλλην με την ευφυή διορατική ματιά, γράφει: “Η δυτική Ευρώπη με τις προγονικές αναμνήσεις ζηλοτυπίας προς τον Βυζαντινό πολιτισμό, με τους πνευματικούς της συμβούλους να καταγγέλλουν τους ορθοδόξους σαν αμαρτωλούς σχισματικούς και με μια κατατρύχουσα αίσθηση ενοχής, επειδή εγκατέλειψε την Πόλη, προτίμησε ν’ αγνοήσει το Βυζάντιο.”
Είναι η μνησικακία του ευεργετηθέντος προς εκείνον που του έδωσε απλόχερα τα δώρα του πολιτισμού του. Όμως αυτό δεν γίνεται μέχρι σήμερα για τα δώρα που απλόχερα έδωσε ο ελληνικός πολιτισμός στους λαούς;
Ο ύ σ τ α τ ο ς α γ ώ ν α ς
Η γιγαντιαία βομβάρδα του εξωμότη Ουρβανού κι όλες οι άλλες χτυπούν ακόμα. Χτυπούν με λύσσα να τα ρημάξουν τα κακόμοιρα τείχη. Ο ουρανός καλύφθηκε με φλόγες και καπνούς και η δύσμοιρη Βασιλεύουσα, η ερασμία, η πόλις των πόλεων κεφαλή, που επί 1123 χρόνια και 19 ημέρες υπήρξε η χριστιανική πρωτεύουσα της οικουμένης – από τις 11 Μαϊου του 330 που ιδρύθηκε – ψυχορραγεί πια. Όμως οι αντρειωμένοι πάνω στα τείχη της αντιστέκονται με πρωτοφανή δύναμη, με ατσαλένια ψυχή. Ο ήρως Ιουστινιάνης με τους Γενοβέζους του, ο βάιλος Μινότο με τους Βενετούς του, οι μάχιμοι Βυζαντινοί, ο λαός που βοηθάει ακούραστος στην αποκατάσταση των ρηγμάτων των τειχών με κοφίνια χώμα και κλαδιά και πέτρες.
Σε λίγο θα σιγήσουν και οι βομβάρδες. Όλα θα είναι έτοιμα για τη μεγάλη επίθεση. Το σχέδιο του Μεχμέτ είναι να κάνει εικονική έφοδο και από τις τρεις πλευρές της Βασιλεύουσας από στεριά και θάλασσα. Μόνο που η κύρια έφοδος θα είναι στα χερσαία τείχη. Μια έφοδος αλυσιδωτή, γιγαντιαία.
Ο αυτοκράτορας κλειδώνει από μέσα όλες τις στρατιωτικές πύλες, ώστε κανείς να μην μπορεί να διαφύγει προς την Πόλη. Εκεί θα μείνουν όλοι μαχώμενοι ως τον τελευταίο, θα νικήσουν ή θα πεθάνουν πίσω από τις κλειδωμένες καστρόπορτες του εσωτειχίου. Ύστερα, με τον έμπιστό του Γεώργιο Φραντζή, κάνει την τελευταία του νυχτερινή ιππηλασία να επιθεωρήσει τους προμαχώνες. Από τη μεριά του καταυλισμού ακούει σουρσίματα και χαμηλά προστάγματα και μετακινήσεις των εβδομήντα δύο πλοίων που έμπασε ο Μεχμέτ στον Κεράτιο από το βουνό και ιλαλα ιλαλαχού. Από τη μεριά της Πόλης του, ακούει το ψυχορράγημα, τον θρήνο και τις ψαλμωδίες από τις φωτισμένες εκκλησιές, από τις αγρυπνίες. Σε λίγο ξημερώνει της Αγίας Θεοδοσίας, Τρίτη φαρμακερή. Με τη δεύτερη αλεκτροφωνία αρχίζει η τρομερή αλυσιδωτή επίθεση, σκοτάδι ακόμα.
Σ η μ ά δ ι α κ α ι π α λ ι έ ς π ρ ο φ η τ ε ί ε ς
Είναι η άλλη πλευρά της ιστορίας. Η αθέατη. Αυτή που την καλύπτει η προφητεία και το ανεξιχνίαστο σημάδι, ο οιωνός, το προμήνυμα, το προμάντεμα. Μικρές λεπτομέρειες καμιά φορά κινούν τα νήματα της ιστορίας. Μοιάζουν ασήμαντες κι ωστόσο παίζουν καθοριστικό ρόλο. Ο Μωάμεθ φοβόταν το “φως”. Εκείνο το μυστηριακό που σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας κατέβαινε από τον ουρανό και έσκεπε τη Βασιλεύουσα. “Φως αστράπτον καταβαίνον εξ ουρανού και δι’ όλης της νυκτός άνωθεν της πόλεως εστός διέσκεπεν αυτήν…”, γράφει ο Φραντζής.
Ο Ζαγανό πασάς τού έλεγε να μη φοβάται πεντ’ έξι αχτίδες, όμως ο Μεχμέτ φοβόταν το φως, ζητούσε να λύσει την πολιορκία και να φύγει. “… επί την αύριον εγερθήναι και την πολιορκίαν λύσαι”. Όμως την άλλη μέρα, 26 Μαϊου, το φως κατέβηκε πάλι και αργά τη νύχτα διασκορπίστηκε και χάθηκε.
Σημάδια που τα εξουσιάζει το Ανεξήγητο. Όπως η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας που, στη μεγάλη λιτανεία, 25 Μαϊου, έπεσε πρηνής στη γη και δεν μπορούσαν με τίποτα να τη σηκώσουν. Όπως ο κατακλυσμός που ακολούθησε. Όπως το σκότος που έπεσε στην Πόλη μέρα μεσημέρι και πολλοί το παρομοιάζουν με το σκότος την ώρα της σταύρωσης του Χριστού. Και οι προφητείες. “Η Πόλη δεν θα πέσει παρά μόνον όταν η σελήνη, καίτοι γεμάτη, φανεί λειψή στον δίσκο της.” Γράφει ο Νικολό Μπάρμπαρο, ο αυτόπτης χρονογράφος των γεγονότων. Ήταν τη νύχτα της πανσέληνος, 24 του Μάη, όταν οι άνθρωποι, που ήξεραν την προφητεία, βγήκαν στους δρόμους με αγωνία και περίμεναν. Και η προφητεία επαληθεύτηκε. Ξαφνικά τ’ ασήμια του φεγγαριού σκοτείνιασαν πάνω στους τρούλους και στα νερά. Το φεγγάρι χανόταν. Και ήταν κι η άλλη προφητεία που έλεγε πως η Πόλη θα πέσει χίλια χρόνια μετά, όταν αυτοκράτορας θα είναι και πάλι Κωνσταντίνος γιος της Ελένης.
Σημάδια του μυστηρίου. Ανεξήγητα μέχρι σήμερα. Η δημοτική μας ποίηση δίνει τη δική της απάντηση: “Γιατ’ είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει…”
Ελευθεροτυπία, 29 Μαϊου 2001
Δημοσιεύτηκε με τίτλο : Εάλω η Πόλις – Η ύστατη αγωνία