Τι σημαίνουν για μένα τα βιβλία που έγραψα για τον Samuel Beckett και τον Οδυσσέα Ελύτη
Σελίδες απο το Ημερολόγιό μου
Τίποτα δεν θα μπορούσα να είχα γράψει για τα δύο αυτά βιβλία, αν δεν υπήρχαν οι ευλογημένες εκείνες σελίδες από τα Ημερολόγια μου. Όπως τίποτα δεν μπορώ σήμερα να αλλάξω σ’ αυτά. Γιατί είναι εκείνη η ακριβής στιγμή η αμετακίνητη και μοναδική που η ψυχή μυείται και μυημένη οραματίζεται τις αλήθειες της.
Σήμερα λέω μόνο πως η σχέση μου με τα δύο αυτά βιβλία έχει για μένα μια ιερότητα. Στην ανυπέρβατη άβυσσο του Beckett βρήκα το πένθος και το ακατανόητο που ζούσα εκείνον τον καιρό. Και η καταβύθισή μου στο παράλογο των υπαρξιακών ερωτημάτων του με οδήγησε στην υπέρβαση και στο μυστήριο της ζωής. Κι ας μην πίστευε ο ίδιος σε καμιά μεταφυσική. Είχε σκυμμένο το κεφάλι, όταν είπε “οι άλλοι λένε…” τότε που τον είχα συναντήσει στην λεοφώρο του Αγίου Ιακώβου. Όμως εγώ είχα την βεβαιότητα της προσωπικής μου εμπειρίας. Γιατι είχα η ίδια βιώσει την ανάβασή μου από τους κύκλους της αβύσσου του, τότε που μια οδυνηρή απώλεια με είχε φέρει να περπατώ εκεί, ακριβώς εκεί, και γράφοντας το βιβλίο μου για το έργο του, βήμα βήμα, και άκρη άκρη πατώντας πάνω στους ανυπέρβατους εκείνους σκοτεινούς κύκλους, άκρη άκρη στην κόψη του μηδενισμού της δυτικής διανόσης, με την ανάσα του κενού ζεστή πάνω μου, ένιωσα πως αναδύθηκα από το έργο του κεκαθαρμένη. Κι ήταν τότε που διαπίστωσα πως στο έργο του αυτό υπήρχε η σύγχρονη αίσθηση του τραγικού, πως το Happy days ήταν η σύγχρονη τραγωδία που οδηγούσε στο ξέφωτο της κάθαρσης. Σήμερα είμαι σίγουρη πως τις είχε δει ο Samuel Beckett όλες αυτές τις σκέψεις μου, όλες αυτές τις αγωνίες μου, γι’ αυτό και αλληλογραφούσε μαζί μου ως το θάνατό του.
Και όταν βγήκε το βιβλίο, με τον πρόλογο του Jacques Lacarrière, όταν ελευθερώθηκα απο τους κύκλους της άρνησης του δυτικού κόσμου, αναζήτησα τα υπερβατικά τοπία της ελληνικής σκέψης στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη. Κάποτε έλεγα πως τα βιβλία γράφονται στην μοναξιά του χρόνου. Σήμερα λέω, γράφονται στο Άδυτο της ψυχής.
Ο Οδυσσέας Ελύτης ήταν για μένα ο μεγάλος Μυστικός. Η ποίησή του με πήγε κατεθείαν στα υπερβατικά οράματα των Ιώνων φιλοσόφων που αγαπούσα. Είχα ανάγκη να βρω τις δικές μου πνευματικές ρίζες, την καθαρότητα της δικής μου ελληνικής καταγωγής και αυτό μόνον η ποίηση του Ελύτη μπορούσε να μου το δώσει. Ήταν τότε που είχε βραβευθεί με το βραβείο νομπέλ, κι εμένα μου έτυχε, εκείνον ακριβώς τον καιρό, να ετοιμάζω μια ομιλία για την ποίησή του. Και ο δρόμος άνοιξε. “Τριάντα πέντε χρόνια περίμενα κάποιος να δει την ποίησή μου όπως την είδες εσύ”, μου είπε.
Κάποια πράγματα μοιάζουν τυχαία μα δεν είναι. Δυο χρόνια δούλεψα πάνω στην ποίησή του και ήταν τα πιο πάμφωτα της ζωής μου. Βγήκα μυημένη από την καταβύθησή μου στο έργο του, αναδύθηκα μέσα απο τις υπερβατικές οράσεις του, απο τα ποιητικά του οράματα. Πήγαινα κάθε Τρίτη στη Σκουφά, και συζητούσαμε γι’ αυτά που είχα γράψει. Και το παραμικρό το συζητούσαμε. Ήθελε το βιβλίο αυτό να είναι ένας πλοηγός για την ποίησή του. Μια μέρα μου είπε “φτάνεις τόσο βαθιά μέσα στον ποιητικό μου οραματισμό που είναι σαν να τον συμπληρώνεις με αυτά που γράφεις”. Και κάποια άλλη φορά, είπε: “εσύ γράφεις έτσι γιατί είσαι η ίδια ποιήτρια”. Στήριξα την εργασία μου αυτή στους Ίωνες Προσωκρατικούς, στον Εμπεδοκλή, που πίστευε πως ήταν ένας εξόριστος από τον ουρανό, ένας περιπλανώμενος σε τόπο ξένο, αλλά και στο αιώνιο γίγνεσθαι του Ηράκλειτου, στον εξαγνιστικό νόμο της φθοράς. Κι ακόμα, στον “Νου” του Αναξαγόρα που “διεκόσμησε το χάος”. Πόσο του άρεσε αυτό. Ναι, είπε, αυτό είναι το Αξιον Εστί. Στήριξα ακόμα την εργασία μου στον Πλάτωνα. Είπε στον Φαίδρο: “Τούτο δε εστίν ανάμνησις εκείνων, α (τα οποία) ποτ’ είδεν ημων η ψυχή συμπορευθείσα Θεώ”
Τα δυο εκείνα χρόνια που έζησα τα υπερβατικά τοπία της ποίησής του Ελύτη ήταν για μένα μια εμπειρία μαγική. Όλο εκείνο το φως το “εγκαυστικό” της ποίησής του έβγαζε στην ψυχή μου έναν πόνο ακατανόητο. Σαν να ήταν ο πονος ο ίδιος ο πυρήνας του Φωτός. Και θυμάμαι μια φράση του Ελύτη, τόσα χρόνια και ποτέ δεν έφυγε από τη σκέψη μου: “Ποιος είπε πως το φως είναι ανώδυνο”, είπε.
Ο Samuel Beckett υπήρξε για μένα μια διανόηση που επηρέασε βαθιά όλη μου την ύπαρξη. Τόση δύναμη είχε ο λόγος του. Και ξέρω σήμερα πως όσα έγραψα στο βιβλίο μου ήταν λόγος βιωμένος, πάει να πει αληθινός. Γιατί ένα έργο σαν του Samuel Beckett δεν μπορείς να το δεις κριτικά ή αναλυτικά, αν δεν το βιώσεις με την προσωπική σου αντίληψη, που σημαίνει, αν δεν περιπλανηθείς ο ίδιος μέσα στα σκοτεινά κανάλια του υπαρξιακού αδιεξόδου που θέτει, κι ακόμα, αν δεν επικοινωνήσεις διαισθητικά και ενορατικά με τις ίδιες τις δονήσεις του παραλόγου ως θεμελιακού νόμου της ζωής. Και, άλλωστε, ένα έργο δεν μπορείς να το αναλύσεις αν δεν λειτουργήσεις στα ίδια επίπεδα και βάθη με αυτό, αν το ίδιο το έργο δεν γίνει πόνος της δικής σου εμπειρίας, της δικής σου διαίσθησης.
Σήμερα ξέρω πως, αν δούλεψα στο έργο των δύο αυτών “Μυστικών” του αιώνα μας, ήταν γιατί ζητούσα τους δικούς μου δρόμους και την δική μου υπέρβαση. Ζητούσα την δική μου διαίσθηση για τον κόσμο και για την ύπαρξη.
μ.λ.π.
Αθήνα, Νοέμβριος 2019