Το βλέμμα έρημο κι η ανάσα να σβήνει
σαν φλόγα κεριού στο μαύρο
του μίσους
Μια εικόνα
που στοίχειωσε την οικουμένη
Κι η φωνή να βγαίνει
από τον άβυσσο πόνο
“δεν μπορώ… δεν…”
με το πρόσωπο πατημένο πάνω στην άσφαλτο
κι έφευγε… τό ‘βλεπες… χανόταν
μια ψυχή πατημένη πάνω στην άσφαλτο
έφευγε
από ‘ναν κόσμο ακατοίκητο
από ‘ναν πλανήτη έρημο
που καταργούσε τον Άνθρωπο
Κι ο ουρανός αδιάφορος στο δράμα της Ιστορίας
στο δράμα της Ικεσίας
που παιζόταν εκεί
ανυπεράσπιστο
μπρος στα έντρομα μάτια
παιζόταν το προαιώνιο δράμα
Και μια γραμμή λευκά περιστέρια
ανέβαιναν κι όλο ανέβαιναν
σπαράγματα μιας ειρήνης – Ή
έγερση της συνείδησης
Μια γραμμή λευκά περιστέρια
η καμπύλη του άψυχου σώματος
πάνω στη βρόμικη άσφαλτο
με ροές στιγμών αλλοτινών από το ίδιο
ψυχορραγητό, εκεί
πάνω στην αρένα του πολιτισμένου χρόνου μας
ο Άνθρωπος!
Μια έρημη Ψυχή απόμεινε
να περπατάει τις νύχτες να οδοιπορεί
ξυπόλυτη
να μαζεύει τ’ αστέρια πάνω στο μνήμα
να μετα-ποιεί το Άδικο σε Δικαίωμα.
Γράφτηκε για την ανθολογία του περιοδικού “δεκατα”
με τίτλο “δεν μπορώ ν’ ανασάνω”.