Μάιος 1968. Μια νεαρή ταλαντούχα Ελληνίδα ταξιδεύει στο Παρίσι με σκοπό να συμβουλευτεί ένα σπουδαίο γιατρό, ειδικό για την περίπτωσή της. «Και ποια είναι η περίπτωσή μου;» ρωτά τον γιατρό της, για να δεχθεί τη σιβυλλική απάντηση: «Πάρτε αυτή τη γνωμάτευση». Όταν σε λίγο αναρωτηθεί: «Και γιατί δεν μπορεί να είναι ένα λάθος… Ας πούμε, μια ιατρική πλάνη;», ο αναγνώστης διαισθάνεται ότι πρόκειται για ρητορική ερώτηση: η ασθένειά της δεν είναι άλλη από τη θνητότητά της. Στο Παρίσι, αν και η ασθενής υποβάλλεται σε εξετάσεις μέσα σε φουτουριστικά μηχανήματα, η ειδικότητα του γιατρού δεν αναφέρεται, τα ευρήματα των επίπονων εξετάσεων δεν προσδιορίζονται. Αργότερα εκφράζει την απορία της στον «ειδικό»: «Είναι μια αρρώστια;». Και ο δεύτερος γιατρός υπεκφεύγει: «Μπορεί και να ξεκίνησε από τα παιδικά σας χρόνια», αμφίσημη απάντηση, συγχρόνως αναφορά στην ψυχαναλυτική διαδικασία και στη θνητή υπόσταση του ανθρώπου. Η υπαρξιακή αγωνία αγγίζει τα όρια της μεταφυσικής αγωνίας.
Με φόντο το επαναστατημένο Παρίσι, η Μαρίνα –το όνομά της ακούγεται μία φορά σε όλο το μυθιστόρημα και μάλιστα «από τα χείλη της μητέρας»– νιώθει «την ύπαρξή της να επαναστατεί». Και ενώ επιφανειακά είναι «άσχετη με όλα τούτα», ενώ η ψυχή της και το Παρίσι είναι δύο κόσμοι παράλληλοι, ο καθένας στη μοναξιά του, η γκρίζα πολιτεία τη βοηθά να ξεφύγει από τις γκρίζες γωνίες του ασυνειδήτου της, η επαναστατημένη νέα γενιά γύρω της την οδηγεί στην αποκάλυψη μιας βαθιά κρυμμένης προσωπικής επανάστασης.
Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε δύο μέρη, δύο τόπους: «Το Παρίσι» και «Το παιδικό σπίτι». Όταν το σπίτι των παιδικών της χρόνων, που περικλείει την αλήθεια για τις τραυματικές της εμπειρίες, απειλείται με κατεδάφιση, η ηρωίδα, αν και βρίσκεται μακριά, νιώθει όλα γύρω της να κομματιάζονται, να θρυμματίζονται. Το φεγγάρι, τα πρόσωπα, τα λόγια, η σιωπή περιγράφονται με όρους που δηλώνουν ρωγμές και κατακερματισμό, σαν «μέσα σε διάθλαση από θάνατο». Όπως στο Ο βασιλιάς πεθαίνει του Ιονέσκο, το σύμπαν καταρρέει μαζί της. Εδώ, ωστόσο, όπως και στα επόμενα έργα της Λαμπαδαρίδου, ή ακόμη στον Αισχύλο και τον Πλάτωνα, ο τόπος μας είναι ιερός: δουλεύει υπόγεια και οδηγεί σε λύτρωση. Όταν τελικά το κτήμα απαλλοτριώνεται για να χτιστεί το νέο αεροδρόμιο –άνοιγμα σε άλλους κόσμους– εκείνη αντιλαμβάνεται ότι το πεπρωμένο της είναι η γκρίζα πολιτεία, η προβολή του ασυνειδήτου της πάνω στην πόλη του φωτός.
Από πλευράς τεχνικής της αφήγησης, οι πιο σύνθετες στιγμές του μυθιστορήματος εμφανίζονται όταν ο ελεύθερος πλάγιος λόγος αποδεσμεύεται από το γλωσσικό περιβάλλον του. Τότε ακούγεται, μέσα στην καρδιά της τριτοπρόσωπης αφήγησης, χωρίς καμιά προετοιμασία με τη βοήθεια λέξεων ή στίξης, η φωνή της ηρωίδας. Η νέα τεχνική θα μπορούσε να ονομαστεί «ελεύθερος ευθύς λόγος». Μοιάζει με κραυγή που αναδύεται μέσα από τη μνήμη, ή ακόμη με τη γέννηση ενός κόσμου που χτίζεται μέσα στις κραυγές και τις τραυματικές αναμνήσεις.
Η Γκρίζα Πολιτεία της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου, σε νέα καλόγουστη έκδοση από τον Γκοβόστη, υμνεί τη θέληση του ατόμου να παλέψει με τους εσωτερικούς του δαίμονες και να αντιμετωπίσει με διαύγεια τραγικά συμβάντα που καθόρισαν τη διαδρομή του. Όταν στο βάθος της «σκηνής» ακούγονται οι φωνές των επαναστατημένων νέων, η ηρωίδα επιστρέφει στον χώρο και τον χρόνο, ξαναβρίσκει τον γνήσιο εαυτό της και μαζί του το σθένος να αντιμετωπίσει όλο το άγχος που προκαλεί η συνειδητοποίηση ότι η ύπαρξή μας είναι εφήμερη. Η επανάσταση ανάγεται σε σύμβολο της ενδότερης κραυγής του ανθρώπου, η αγωνία εξωτερικεύεται, γίνεται συλλογική.
Ένα βιβλίο σπάνιας δύναμης, που κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1971 και διαβάζεται σαν να γράφτηκε σήμερα.
Περιοδικό “Οδός Πανός”, τχ. 157, Δεκέμβριος 2012
Η Ζωή Σαμαρά είναι ποιήτρια, καθηγήτρια στο Α.Π.Θ.