Αν ήμουν παιδί
Λίγο πιο πέρα λίγο
σε μιαν απόσταση κραυγής
σε μιαν απόσταση άνοιξης
η ομαδική εκτέλεση
Κοιμήσου, καλέ μου
Κοιμήσου, άγγελέ μου
«Στους προδομένους καιρούς μας»Σου γράφω πάλι, θεέ μου…
Γυρίζω πίσω να βρω την παιδική μου ηλικία και δεν την βρίσκω πουθενά.
Χαλάσματα και σπασμένες οβίδες. Κατοχή. Και δυο μάτια ολάνοιχτα που κοιτάζουν τρομαγμένα πίσω από το σκεπασμένο τζάμι, ένα παιδί που δεν είναι πια παιδί, γιατί ο φόβος σε γερνάει, η επαφή με το παράλογο μιας τεράστιας εξόντωσης, όπως την έζησε η γενιά μου.
Εκείνο το παιδί, όχι, δεν μπορούσε κανένα γράμμα να γράψει ούτε στον
Αϊ Βασίλη ούτε σε σένα.
Και, καλά, ο Αϊ -Βασίλης βγήκε από τον μύθο, γιατί η σκληρότητα της επιβίωσης δεν σήκωνε μύθους, όμως, εσύ έμεινες εκεί, αντίκρυ μου, από τότε, να σε κοιτάζω με τα ίδια τρομαγμένα μάτια, με αυτά που σε κοιτάζουν, σίγουρα, τα χιλιάδες παιδιά στη σπαρασσόμενη γειτονική μας χώρα ή στην κάθε του κατατρεγμένου κόσμου μας.
Έμεινες εκεί, αντίκρυ μου, να λογοδοτώ μαζί σου. Από τότε.
Από τότε να σου γράφω. Ακόμα, η τελευταία μου ποίηση «Επί Πτερύγων Ανέμων», είναι μια εκ βαθέων αναφορά στο όνομά σου.
Σου λέω:
«Ενώπιόν σου στέκω
τα μέλη μου από ράδαμνο και ώχρα της ερήμου
μα εσύ επί πτερύγων ανέμων αναβάλλεσαι
και στα χέρια μου η απουσία
οσμή και στάχτη του καμένου».Και παρακάτω:
«Ιδού εγώ, αροτριώσα τα άτοπα
περιβάλλομαι τα ράκη της εγκοσμιότητός μου
να σου ανταποδώσω τον φόβο και τον έλεο
ότι ει ηθέλησας θυσίαν έδωκα
Mε τον όρκο πιο χρησμό
και το πέτρινο πουλί πιο προφητεία».
Βέβαια, αν ήμουν παιδί, θα σου έγραφα, θεέ μου, ένα γράμμα κρυφό κατάκρυφο και θα σου ζητούσα το πιο μαγικό δώρο. Όμως, σήμερα δεν ξέρω ποιο είναι αυτό. Να το ονομάσω ειρήνη ή αγάπη. Λέξεις που καίγονται στην πρώτη φλόγα. Λέξεις που κουβαλούν αμέτρητη προδοσία και αίμα. Να το ονομάσω γαλήνη και χαρά.
Με ειρωνεύονται οι λέξεις.
Τόσος πόνος, θεέ μου, τόσος αμέτρητος πόνος παντού. Τόση λήθη, λήθη της ψυχής να γεννοβολάει την οργή των καιρών και τη μάταιη σπατάλη. Όμως, το βρήκα. Θα πάρω τον λόγο του ψαλμωδού και θα σου πω:
«εγεννήθην ωσεί άνθρωπος αβοήθητος».
Και ίσως τότε καταλάβεις.
Και αν δεν με ακούσεις, αν δεν δεις πόση αγωνία έχει ο λόγος μου, θα σου φωνάξω:
«ταχύ εισάκουσόν μου, Κύριε, ότι επί σε ελπιώ…»
Τότε, και αν ακόμα δεν μου απαντήσεις, εγώ θα πω: βρήκα το δώρο το ακριβό: την Ελπίδα.
Την ελπίδα πως μπορεί αυτή τη φορά να τα δεις τα τρομαγμένα μάτια που σε κοιτάζουν πίσω από τα χαλάσματα.
Θα είναι το πιο όμορφο δώρο για την Ανατολή του καινούριου χρόνου.
Να χαμογελάσεις μια φορά σε όλα τα τρομαγμένα παιδικά μάτια. Τότε, λέω,
μπορεί και να γαληνέψουνε και τα δικά μου, αυτά που κουβαλώ μέσα μου από την παιδική μου ηλικία. Γιατί, το παιδί είναι εύθραυστο, θεέ μου, είναι από το πιο εύθραυστο υλικό του κόσμου σου.
Και δεν ξεχνά.
Το παιδί που σε κοίταξε κατάματα σ’ εκείνη την τρυφερή ηλικία, δεν θα σε ξεχάσει ποτέ. Ή, αλλιώς, δεν θα περιπέσει ποτέ στη λήθη. Θα μείνει για πάντα στην αγρυπνία, στην «α-λήθεια» της ψυχής και θα σε αναζητά.
Έθνος της Κυριακής, 31 Δεκεμβρίου 1995
Το θέμα του Αφιερώματος ήταν: «Αχ, αυτά τα τρομαγμένα παιδικά μάτια»