Gratuitous autumns
Καλοκαίρι του 2006, στη Λήμνο. Πάντα όταν πηγαίνω εκεί τα καλοκαίρια, αισθάνομαι την ενέργεια που μου δίνει ο τόπος. Όλο τον χειμώνα γράφω ένα μυθιστόρημα ή ένα οποιοδήποτε βιβλίο και ξέρω πως μόνον όταν πάω εκεί θα αποφασίσω γι’ αυτό. Αν θα το συνεχίσω ή αν θα το αφήσω στη μέση. Εκεί η σκέψη μου είναι πιο διαυγής, πιο αναλυτική. Και μπορώ να πλάσω τη μοίρα των προσώπων μου ή να βρω τη λύση μιας σκηνής, ενός κεφαλαίου. Λες και το μυθιστόρημα είναι ένα παράξενο «παζλ» κι εγώ πρέπει να τοποθετήσω σωστά το κάθε κομμάτι του.
Βγαίνω να περπατήσω στα σοκάκια της παιδικής μου ηλικίας. Είναι μια μικρή ευτυχία αυτό. Θέλω να βρω τη νοσταλγία του χαμένου. Να βρω την ποίηση της μνήμης. Παντού υπάρχει μια αντήχηση μνήμης και ποίησης εκεί. Μια ποιητική του χώρου, όπως θα έλεγε ο Γκαστόν Μπασλάρ. Μια ποιητική του βιωμένου χρόνου από τις αντηχήσεις ενός παρελθόντος που ζητά επίμονα να γίνει παρόν. Και αυτό δημιουργεί την ενέργεια για την οποία μίλησα πριν.
Λοιπόν, το καλοκαίρι του 2006 πάλευα με την ποίησή μου. Από την τελευταία μου ποιητική συλλογή «Και θέα προς το Αμίλητο» που κυκλοφόρησε το 1998 αφιερωμένη στη Μάνα, δεν είχα γράψει άλλη ποίηση. Είπα, τώρα την ποίησή μου την πέρασα στα μυθιστορήματα. Τώρα για μένα ποίηση είναι ο Άγγελος της Στάχτης» και το “Υγρό φεγγαρόφωτο” και όλα τα μυθιστορήματα μου. Είπα, τώρα πιστεύω πια πως ποίηση είναι «το περπάτημα της ψυχής πάνω στην άβυσσο». Και παραιτήθηκα. Άσχετα αν τον περσινό χειμώνα έγραψα τη συλλογή “Κι η άβυσσος μού ανέβηκε ως το γόνατο”.
Τότε, το καλοκαίρι εκείνο, είχα για πρώτη φορά αισθανθεί την ανάγκη να περισυλλέξω όλη την ποίηση από τις έντεκα ποιητικές μου συλλογές και να τις «στεγάσω» σε έναν τόμο. Ύστερα μου ήρθε η ιδέα να γράψω κάποια αυτοβιογραφικά κομμάτια για το πώς γράφτηκε η κάθε ποιητική συλλογή, από ποιες καταστάσεις της ζωής μου βγήκε, και τι πίστευα τότε. Ίσως αυτά τα κομμάτια να τα έγραψα περισσότερο για μένα. Ένιωσα την ανάγκη να περπατήσω τους ίδιους δρόμους τους παλιούς, να βρω τα σημάδια από την ψυχή μου, από τον πόνο αλλά και τη σαγήνη που έζησε γράφοντας.
Και άρχισα να γράφω τα αυτοβιογραφικά εκείνα κείμενα που υπάρχουν στον συγκεντρωτικό της ποίησης τόμο «Μαζεύω τα υπάρχοντά μου». Είχα τρομάξει όταν είδα πως με έθελγε η σκέψη να τα συμπεριλάβω στον τόμο, ενώ αφορούσαν στην προσωπική μου ζωή. Πάντα πίστευα πως η προσωπική μας ζωή πρέπει να παραμένει σε μια ιερή απόσταση από αυτά που γράφουμε.
Όμως το έκανα. Και όταν το βιβλίο κυκλοφόρησε, μου ζήτησαν μια συνέντευξη για μια εφημερίδα της Λέσβου, γιατί κάποια μεγάλη εκδήλωση είχαν προγραμματίσει και ήθελαν να συμμετέχω. Γράφοντας το κείμενο της συνέντευξης, μου γεννήθηκε η ιδέα να συγκεντρώσω όλες τις συνεντεύξεις, που είχα γράψει, σε έναν τόμο. Γιατί είδα πως και οι συνεντεύξεις έμοιαζαν με κείμενα αυτοβιογραφικά. Και άρχισα σιγά σιγά να τις μαζεύω από τους σωρούς των αρχείων. Ήταν η πρώτη φορά που διαπίστωσα ότι μέσα στις συνεντεύξεις αυτές υπήρχε η προσωπική μου χάραξη, πέρα από το κάθε βιβλίο. Η ανθρώπινη διαδρομή μου με όλη την αγωνία του εφήμερου που εγώ βίωνα μέσα από τα μυθιστορηματικά μου πρόσωπα. Γεννήθηκε μέσα στο ίδιο πνεύμα “Μαζεύω τα υπάρχοντά μου”, στην ίδια ανάγκη “να στεγάσω” το εφήμερο πέρασμά μου.
Σήμερα, που ζω με ιερότητα τα “Δωρεάν φθινόπωρα” της ζωής μου, λέω πως μέσα στις συνεντεύξεις αυτές είναι το δικό μου πρόσωπο, στις μυστικές και μαγικές διαδρομές από την ψυχή προς την ψυχή.