ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΕΣ ΛΗΜΝΟΝ ΦΙΛΤΑΤΗΝ
Το σημάδι
Τη μέρα που γεννήθηκα, ο ήλιος δεν ανέτειλε. Ήτανε βαριά σκεπασμένος από μαύρα σύννεφα πένθιμα, και στο μέτωπό μου μια στρογγυλή κηλίδα αίμα, και όλοι είπανε πως αυτό ήτανε το σημάδι, είπαν πως γεννήθηκα ευλογημένος να γίνω ο μάρτυρας του αίματος. Και είπαν ακόμα πως εγώ ήμουνα το αρσενικό που γεννήθηκε άξιο να πάρει στα χέρια του τα κειμήλια, πεντακόσιους χρόνους φυλαγμένα στο σεντούκι από γενιά σε γενιά. Κι η μάνα μου, η Ρόδο, με το χρυσαφένιο πρόσωπο και την ευωδία του ρόδου στο κρινένιο της σώμα, με βύζαξε, είπανε, και έτσι καθώς ακούμπησε τα χείλη της στην κηλίδα το αίμα, στο μέτωπό μου, είδε ένα φως της ώχρας να σχηματίζει εκεί τον κύκλο του σημαδιού, που πεντακόσιους χρόνους περίμεναν να δούνε από γενιά σε γενιά. Και έκλαψε. Ήτανε στις 29 Μαΐου του 1430. Στον Άγιο Αλέξανδρο της Λήμνου. Όσο θυμούμαι τη μάνα μου, που ο θεός να αναπαύει την ψυχή της, μια ευωδία από καμένο τριαντάφυλλο σταλάζει στο πνεύμα μου, μια ευωδία λευκή από θυσία και θρήνο, έτσι όπως, στα κατοπινά χρόνια, τη βρήκα μέσα στην Αγια-Σοφιά και μέσα στο μοναστήρι του Χριστού, την ώρα που το αίμα κυλούσε ποτάμι και η κραυγή ράγιζε τα θεμέλια της οικουμένης. Εκείνη η ευωδία ενώθηκε, θαρρείς, με το αίμα της Βασιλεύουσας, γιατί ήτανε η ευωδία της ψυχής και της θυσίας. Ξέρω πως ετούτες τις ώρες τις μαύρες, που μόνος κατάμονος, στο ερημητήριο της σιωπής μου το ασκητικό, γράφω τις μνήμες τού ολέθρου, η ψυχή της μάνας μου της Ρόδου είναι πλάι μου, εδώ, σε μιαν απόσταση γαλήνης από το χέρι μου, σε μιαν απόσταση θανάτου λυτρωτικού. Με συντροφεύει, η ευωδία, λέω, της ψυχής. Με συντροφεύει, καθώς γράφω τις μνήμες τού ολέθρου, εγώ που αξιώθηκα να ζήσω στιγμή τη στιγμή την αντρειοσύνη και τον θάνατο, την ύστατη αγωνία, πλάι στον Κωνσταντίνο Δραγάση Παλαιολόγο, τον πολυφίλητο βασιλέα μου με την αδάμαστη ψυχή, και πλάι στον Ιωάννη Ιουστινιάνη, τον μαύρο αρχάγγελο, εγώ που αξιώθηκα να γίνω ο μάρτυρας του αίματος και των ερειπίων. Πρέπει να παραδώσω τα χειρόγραφα στον γιο μου τον Κωνσταντίνο, να προφτάσω. Είναι εκείνος που θα μπει ελευθερωτής στην Πόλη, γιατί τον γέννησαν το αίμα και ο θρήνος της και γιατί είναι ο Κωνσταντίνος, ο γιος της Ελένης, που έχει το σημάδι της δωρεάς, κατά το γράμμα της προφητείας.
Τα χρόνια της αθωότητας
Δώδεκα χρόνων ήμουνα, όταν με θέλημα θεού γνώρισα τον Κωνσταντίνο Δραγάση, γιο του κυρ Μανουήλ Παλαιολόγου, αυτοκράτορα πριν από τον Ιωάννη στη βασανισμένη Βασιλεύουσα. Τον εγνώρισα στην πατρίδα μου, τη Λήμνο, τη μέρα που έθαψε τη γυναίκα του Αικατερίνη. Ήτανε τον Αύγουστο του 1442. Εκείνες τις μέρες, στον Κότζινο, εκεί όπου υψώνεται ακόμα το πανίσχυρο ενετικό κάστρο με τις δεκαοκτώ του τάπιες, γινότανε η εξόρυξη της Λημνίας Γης, της ξακουστής Terra Siggilata. Από τον πηλό της τον κόκκινο σαν αίμα έφτιαχναν δισκία φαρμακευτικά, με τη σφραγίδα απάνω “Terra Lemna”, και τα πουλούσανε πανάκριβα σε πλούσιους άρχοντες, και άλλα έδιναν δωρεάν σε φτωχούς, γιατί γιάτρευαν τον πυρετό και τα δαγκώματα. Γαλέρες ξυλόγλυπτες με χρυσοκέντητα φλάμπουρα κατέφθαναν από Ανατολή και Δύση στο φημισμένο λιμάνι του Μπουρνιά, για να προμηθευτούνε την ξακουσμένη Λημνία Γη. Εκείνη τη χρονιά, ο πατέρας μου Θεοδόσιος Σγουρομάλλης, από τον Άγιο Αλέξανδρο της Λήμνου, που ο θεός να αναπαύει την ψυχή του, με πήρε μαζί του στο πανηγύρι της εξόρυξης, στον Κότζινο. Ήμουνα τότε ένα λιανό ψηλό αγόρι, με τα δάκρυα ξεραμένα στα μάγουλά μου, γιατί λίγες μέρες πριν είχε πεθάνει η μάνα μου, που τη λάτρευα, η Ρόδο. Και τα λιγοστά γράμματα που μου είχε μάθει ο νονός μου, ο Παναγιώτης Κικέζος, που ο πανάγαθος θεός να τον αναπαύει, με έκαναν σκεφτικό και ανήσυχο. Α, πώς το θυμούμαι εκείνο το ψηλόλιγνο μοναχικό παιδί με τα μεγάλα λυπημένα μάτια, που ζούσε ακόμα την αθωότητα και ονειρευότανε τα αδύνατα. Σήμερα, είκοσι δύο χρόνους μετά, ξέρω πως την αθωότητα δεν την αγγίζει ο χρόνος των δακρύων. Και εγώ, τότε, ζoύσα εκείνη την κατάλευκη έκταση, όπου βάδιζα ξυπόλητος και μόνος, να συναντήσω το πεπρωμένο μου. Ώρες ώρες θαρρώ πως το βρίσκω ακόμα μέσα μου, εκείνο το ξυπόλητο λέω παιδί, να με κοιτάζει αμίλητο, σαν μυθική προέκταση της χιλιοβασανισμένης ζωής μου. Ή, ακόμα, μπορεί να έγινε ένα με τον γιο μου τον μονάκριβο, αυτόν που θα μπει κατακτητής στην Πόλη με όλους τους αγίους και τα λάβαρα της ανάστασης, γιατί έτσι είναι διορισμένο από τις γραφές, και τίποτα δεν μπορεί να τονε σταματήσει. Είναι ο Κωνσταντίνος, γιος της Ελένης μου, που την ελάβωσαν τα σκυλιά, στο μοναστήρι του Χριστού, όπου έτρεξε με το παιδί ζητώντας καταφύγιο, τη μαύρη εκείνη μέρα την κατάμαυρη του ολέθρου. Και άλλοι είπανε πως χάθηκε παραλοϊσμένη και τις νύχτες φωνάζει το όνομά μου. Κι εγώ ανεβαίνω στον λόφο απάνω τον κατάγυμνο και ακούω τη φωνή. Δεκαεπτά χρόνους τριγύριζα σε μοναστήρια ρημαγμένα και σε τόπους άξενους και τουρκοπατημένους, να τη βρω, όμως μάταια, και είθε ο θεός ο πολυεύσπλαχνος να την ελεήσει αν τύχει και ζει. Φορώ μια μαυριδερή υφαντή πουκαμίσα, δεμένη στη μέση με ένα μακρύ κομποσκοίνι, και είμαι στα δώδεκα. Μέσα στην κοσμοθάλασσα του Κότζινου, ο πατέρας με κρατάει από το χέρι, μη χαθώ. Ο θάνατος της μάνας μάς έχει δέσει, θαρρείς, μας έχει φέρει πιο κοντά. «Τώρα εγώ είμαι για εσένα μάνα και πατέρας, δεν θα σου λείψει τίποτα», μου είπε λίγες μέρες πριν, και η φωνή του ήτανε στοργική, όπως όταν μιλάει, καμιά φορά, στα ζωντανά μας. Ύστερα, έβγαλε από το σεντούκι τα κειμήλια και μου τα έφερε. Ήτανε παραγγελιά δικιά της, να μου τα δώσει, μόλις εκείνη θα έφευγε, για να γίνω, είπε, άνδρας και να πάω να συναντήσω το γραφτό μου. Ήτανε τυλιγμένα σε ένα κοκκινόχρυσο παλιό ύφασμα, που μύριζε σεντούκι και χρόνο, και μέσα εκεί ήτανε και μια πολυκαιρισμένη περγαμηνή φθαρμένη στις άκρες. Ήμουνα ο ευλογημένος, είπανε, ο άξιος να τα πάρει, όμως αυτό δεν ήξερα τι εσήμαινε. Καμιά φορά, κοίταζα σε θαμπά κάτοπτρα ή σε κατακάθαρα νερά το σημάδι που είχα στο μέτωπό μου, αυτή την κηλίδα από φως της ώχρας, μα δεν ήξερα τότε ακόμα πως αυτό θα γινότανε ο σταυρός και το μαρτύριό μου, στα κατοπινά βασανισμένα χρόνια μου, κοντά στον Κωνσταντίνο Δραγάση Παλαιολόγο, τον άτυχο βασιλέα μου. Καθόμουνα στο πέτρινο πρόθυρο του σπιτιού μας, στον Άγιο Αλέξανδρο της Λήμνου, την ίδια εκείνη μέρα που κηδέψαμε τη μάνα, και προσπαθούσα να καταλάβω ποιο ήτανε το νόημα του θανάτου μια μέρα τόσο λαμπερή σαν αυτή, με το φως χρυσαφένιο να πέφτει στάλες πλατιές στο πρόσωπό μου. Ακόμα θυμούμαι εκείνο το χρυσαφένιο απόγεμα, την αγωνία πως, μέσα στη νύχτα που θα ερχότανε, έπρεπε να γίνω άνδρας. Και έφυγα, θυμούμαι, πήγα ίσαμε τη σπηλιά του Φιλοκτήτη, πάνω στο έρημο ρημαγμένο Καβείριο. Είχα ανάγκη να πονέσω, δεν ήξερα ακόμα πόσο τραχύς, πόσο άγριος ήτανε αυτός ο πρώτος πόνος, και άρχισα να φωνάζω μάνα, να κραυγάζω μάνααα, να κυλιέμαι στη γη τη μυρωμένη με τα ακριβά της βότανα, τα άκεα τα χλωρά, αυτά που γιάτρεψαν την πληγή του Φιλοκτήτη, και τα δάκρυα να μουλιάζουνε την κραυγή μου ΜΑΝΑΑΑ. Τότε ήτανε που για πρώτη φορά αισθάνθηκα την ευωδία. Χάραζε και ήμουνα ακόμα εκεί, στο ερημωμένο Καβείριο, όταν σήκωσα τα μάτια μου να δω τις πρώτες αχτίδες του ήλιου που ανακλούσαν ένα ρόδινο και σμαραγδένιο φως. Και ρίγησα ως τα σπλάχνα μου τα πονεμένα. Η ευωδία της, εκείνο το ιδιαίτερο άρωμα που ανάδινε το σώμα της –ή η ψυχή της– ήταν εκεί και ήξερα πως ήτανε και η ίδια, αθέατη, και έτρεχα ξετρελαμένος δεξιά κι αριστερά και άπλωνα τα χέρια με λαχτάρα, είσαι εδώ, κοντά μου, δώσε μου σημάδι, της έλεγα, δώσε μου σημάδι, μάνα, μάνα… Στο σύθαμπο είδα τη μορφή της. Ήτανε γαλήνια και ερχότανε προς εμένα ανάλαφρη, μια μορφή λάμπουσα, σκιά ή ψυχή, η μάνα, μη φοβάσαι, μου είπε, μη φοβάσαι τίποτα, γιε μου, είμαι κοντά σου, κι ήταν η φωνή της, αυτή η γλυκύτερη του κόσμου, και ήξερα πια, το έμαθα στα δώδεκά μου, πως εκείνος ο κόσμος ο αόρατος, ο κόσμος των σκιών και των ψυχών, είναι πιο στέρεος και πιο αληθινός από ετούτον της αβεβαιότητας και της αμφιβολίας. Εκείνος ο κόσμος, ο άλλος, που κρατούσε το μεγαλύτερο μέρος του εαυτού μου, το πιο αθώο και τρυφερό, το άγνωστο, ο κόσμος της ευωδίας του καμένου ρόδου. Έρχεται από τις ρωγμές της ψυχής μου, φέρνοντας κομμάτια ατόφια από την περασμένη μου ζωή, και τότε ξέρω πως η μάνα είναι δίπλα μου και γαληνεύω. Όταν γύρισα στο σπίτι, ο πατέρας με περίμενε ακόμα στο πρόθυρο. Δεν είπε τίποτα. Κατάλαβε. Σήκωσε το χέρι του και άγγιξε τα ξεραμένα δάκρυα στο πρόσωπό μου. Ύστερα ξεδίπλωσε την πορφύρα και πήρε τα κειμήλια με προσοχή, σαν να ήτανε ιερά, «αυτά είναι για εσένα», είπε. Σήκωσα τα μάτια να ιδώ και ένα φως δυνατό με θάμπωσε. Μια λάμψη παράξενη με εμπόδιζε να διακρίνω. Και ίσως ο πατέρας δεν έβλεπε τη λάμψη, γιατί συνέχισε ήρεμα: «Αυτό το μικρό εικόνισμα της Θεοτόκου είναι έργο διά χειρός Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη, που προφήτευε, του ιδρυτή της Αγίας Λαύρας, που, πεντακόσιους χρόνους πριν, το εχάρισε σε κάποιον πρόγονό μας, τον Θεοδόσιο Σγουρομάλλη από τον Άγιο Αλέξανδρο της Λήμνου, και λένε πως από αυτόν κρατάμε το όνομά μας». Ο πατέρας μιλούσε κι εγώ κοίταζα ακόμα το μικρό εικόνισμα, που φεγγοβολούσε και ήτανε σαν διάφανο από τον καιρό. Σιγά σιγά η δυνατή λάμψη καταλάγιαζε και μπορούσα να το ιδώ τώρα. Άπλωσα το χέρι μου να το αγγίξω και ρίγησα. Εκείνο το φως που ανάδινε ήτανε ζωντανό. Είπε ο πατέρας την ιστορία των πεντακοσίων χρόνων, είπε για το αρσενικό που περίμεναν να γεννηθεί με το σημάδι, τον πορφυρό κύκλο της ώχρας καταμεσής στο μέτωπο, ανάμεσα στα μάτια, και πως σε αυτό το παιδί έπρεπε να δοθούνε τα κειμήλια, γιατί έτσι ήτανε γραμμένο στην περγαμηνή. «Τώρα ξέρεις γιατί σε λένε Πορφύριο», συμπλήρωσε συγκινημένος, και κρέμασε στον λαιμό μου το μικρό θαυματουργό εικόνισμα. Έσκυψα και το κοίταξα. Ήτανε μαυριδερό τώρα, φθαρμένο στις άκρες, και δεν απόρησα. Μεταμορφώνεται, έκανα γρήγορα τη σκέψη και χαμογέλασα. Ένα ξύλινο κόσμημα λεπτότατης τέχνης σε σχήμα σταυρού, που από τη μια μεριά εικόνιζε τη Θεοτόκο τη Βρεφοκρατούσα και από την άλλη τον Εσταυρωμένο. Το άγγιξα με τα χέρια μου. H λάμψη η δυνατή, αυτή που με θάμπωσε λίγο πριν, δεν υπήρχε, και ούτε το φέγγος που το έκανε να μοιάζει διάφανο. Όμως, από μια διαίσθηση παράξενη, εγνώριζα πως ήτανε μέσα του κρυμμένη η δύναμη της λάμψης και το έσφιξα στην παλάμη μου, μέσα του ήτανε κρυμμένο το θαύμα και με περίμενε. Δεν εμίλησα. Και ο πατέρας δεν κατάλαβε. «Αυτό είναι το άλλο κειμήλιο», είπε, και μου έδειξε τρία νύχια λιονταριού περασμένα σε δουλεμένο τομάρι. Ο Βασίλειος ο ίδιος, που τον έλεγαν και Διγενή Ακρίτα, αυτός που δρασκελούσε τα βουνά, που πάλεψε με τον Χάροντα και τον ενίκησε, αυτός εχάρισε το φυλαχτό, πεντακόσιους χρόνους πριν, στον Θεοδόσιο Σγουρομάλλη, «να, εδώ είναι γραμμένα όλα», είπε και ξεδίπλωσε την πολυκαιρισμένη περγαμηνή. Είχε πάει, λέει, να τονε βρει πέρα στις χώρες του Ευφράτη, να τονε ρωτήσει πώς θα παλέψει και αυτός με τον Χάροντα, να τον νικήσει και να φέρει πίσω στη ζωή τη Ρόδο που αγαπούσε. «Πάρ’ το και αυτό, δικό σου φυλαχτό, πάρ’ το, γιε μου, είσαι ο ευλογημένος εσύ… εσύ γεννήθηκες με το σημάδι της δωρεάς». Πήρα το φυλαχτό του Βασιλείου στα χέρια μου, εκείνου που τον έλεγαν και Διγενή Ακρίτα, και απόρησα. Ευθύς, μια δύναμη αισθάνθηκα τεράστια, σαν να μπορούσα να δρασκελήσω κι εγώ τα βουνά ή να παλέψω με τον Χάροντα και να τονε νικήσω. Ο Διγενής μού χάρισε τη δύναμή του, έκανα γρήγορα τη σκέψη, και το πέρασα στη μέση μου. Όμως η δύναμή του δεν με βοήθησε, αφού με δόντια και με νύχια πάλεψα με τον σκύλο τον Τούρκο και δεν τον ενίκησα. Σήμερα δεν έχω τίποτε από όλα ετούτα. Τα έδωσα στον γιο μου, τον Κωνσταντίνο μου, αυτόν που θα μπει ελευθερωτής στη Βασιλεύουσα την ώρα τη διορισμένη. Εκείνος θα τον νικήσει.
Η πεπρωμένη συνάντηση
Το χέρι του πατέρα με τραβά μέσα στον κόσμο, κάτι σημαντικό έχει συμβεί, που εγώ, βυθισμένος στις σκέψεις τις δικές μου, δεν κατάλαβα. Οι άνθρωποι φεύγουν προς το λιμάνι του Μπουρνιά, όπου τους περιμένουνε οι πολύχρωμες γαλέρες, και άλλοι προς το ήρεμο Πτέριν, όμως εμείς ακολουθούμε μια πομπή πένθιμη, που πάει προς το Αγιόχωμα. Το δυνατό φως μού θαμπώνει τα μάτια, καθώς με σπρώχνουν, και το χέρι μου γλιστρά σιγά σιγά από την παλάμη του πατέρα. Στέκομαι μόνος τώρα σε μια σκιά και κοιτάζω. Άμαξες πένθιμες περνούν, αξιωματικοί με κάτασπρα άλογα και άρχοντες του νησιού με τις επίσημες φορεσιές τους, και ο ιερέας ψάλλει τη νεκρώσιμη ακολουθία. Το τοπίο μοιάζει διάφανο σαν υδάτινο, μια γαλανή έκταση, όπου βομβούν όλα μαζί τα τζιτζίκια, κι εγώ κάνω πάλι τη σκέψη πως ετούτος ο κόσμος των ψαλμών και των δακρύων είναι αβέβαιος και άρριζος, κι ας μοιάζει στέρεος και γερός, ενώ εκείνος ο άλλος, της σιωπής, είναι πιο γλυκός, πιο στοργικός, αφού κρατά τη μάνα, πιο σίγουρος. Κοιτάζω τους οφικιάλιους με τις αστραφτερές πολεμικές στολές τους και τα χρυσόδετα σπαθιά, τα κοσμημένα με πολύτιμα πετράδια, και ανάμεσά τους έναν ωραίο ψηλό πολεμιστή, που είναι ευγενικός και αντρειωμένος μαζί, σαν ημίθεος, τον κοιτάζω που γέρνει τώρα, γέρνει προς τη γη, λυγίζει, και κλαίει… Κλαίει… Είναι ο Κωνσταντίνος Δραγάσης Παλαιολόγος. Στον ξενώνα, όπου μας φιλοξένησαν, έμαθα. Ήτανε ο δεσπότης του Μυστρά. Ταξίδευε, είπανε, για τη Βασιλεύουσα, να συμπαρασταθεί στον αδελφό του, τον αυτοκράτορα Ιωάννη, όταν στον δρόμο τούρκικες γαλέρες τον εχτύπησαν και οχυρώθηκε στο κάστρο του Κότζινου, στη Λήμνο. Μαζί του είχε και τη γυναίκα του την Αικατερίνη, που ήτανε κόρη του Δορίνου Γατελούζου, αυθέντη της Λέσβου, και περίμενε παιδί. Εκεί, στον ξενώνα, έμαθα όλη τη θλιβερή ιστορία του, πως είχε ξαναπαντρευτεί στα είκοσι τέσσερα χρόνια του και ήτανε και τότε άτυχος. Η πρώτη γυναίκα του, η πανέμορφη κόρη του Δούκα Λεονάρδου Τόκκου, η Μαγδαληνή, που αργότερα πήρε το όνομα Θεοδώρα Παλαιολογίνα, πέθανε και αυτή με παιδί, ενάμιση χρόνο μετά. Και ο Κωνσταντίνος, που την αγαπούσε, είπανε, βυθίστηκε σε πένθος βαρύ και ούτε ήθελε πια ν’ ακούσει για γάμο. Όμως, στα τριάντα έξι του, σκίρτησε και πάλι η καρδιά του. Αυτή τη φορά ήταν η Αικατερίνη, όμορφη και καλόψυχη, και ο Κωνσταντίνος την αγάπησε με αγάπη ώριμη και πιο δυνατή. Η κρυφή του επιθυμία ήτανε να αποκτήσει παιδί, α, πώς το λαχταρούσε ένα αρσενικό! Κανένας από τους αδελφούς του δεν είχε αγόρι, και η αυτοκρατορία κινδύνευε να μείνει χωρίς διάδοχο ύστερα από εκείνον. Αλίμονο, όμως, στη Λήμνο τού έμελλε να χάσει παιδί και γυναίκα μαζί και ο πόνος του ήτανε αβάσταχτος. Είμαι άτυχος, άτυχος, τον άκουσαν να λέει, άτυχος. Οι είκοσι επτά ημέρες πολιορκίας την κούρασαν την Αικατερίνη, οι κακουχίες, και ας προσπαθούσε να μην το δείξει. Την εκούρασαν και την εξάντλησαν, μαράθηκε σαν τον ανθό, λύγισε και έσβησε αμίλητη, χωρίς ένα παράπονο, μην τύχει και δυσκολέψει τον αγώνα των πολεμιστών. Ο Κωνσταντίνος πολέμησε γενναία, τον ενίκησε τον καταραμένο τον Αχμέτ, τσάκισε τις χαμηλόπρωρες γαλέρες του με τη μαύρη παντιέρα, μα το κακό τον χτύπησε απ’ αλλού. Και, μαζί με τη γυναίκα του και το παιδί του, έθαψε εκεί, στο Αγιόχωμα της Λήμνου, και τον ακριβό φίλο του, τον δρουγγάριο Νικόλαο Σοφό. Πολέμησε σαν λιοντάρι κοντά στον δεσπότη, ήτανε η ψυχή της άμυνας, ο Νικόλαος, όμως λαβώθηκε την τελευταία μέρα, είπανε, λαβώθηκε βαριά. Και μαζί με την Αικατερίνη άφησε κι εκείνος την τελευταία του πνοή στη Λήμνο, ένα γλυκό αυγουστιάτικο πρωινό του 1442, όταν, παιδί εγώ, βρέθηκα εκεί, για να σημαδέψει και τη δική μου ζωή ο θάνατός του. Ποτέ κανείς δεν ξέρει τι είναι εκείνο το ανεξιχνίαστο, που ξεσηκώνει την ψυχή μας και ζητούμε τα αδύνατα. Τώρα, ύστερα από τόσους χρόνους, καθώς το συλλογίζομαι, λέω πως ήτανε θέλημα θεού, πως, μέσα στην τόση επιθυμία μας για κάτι, πάντα υπάρχει μια μοίρα ανεξιχνίαστη, που μας σπρώχνει τυφλά να κάνουμε τούτο ή εκείνο, και ας θαρρούμε πως από δική μας δύναμη ή αδυναμία έγινε. Καθώς επλάγιασα στη φτωχική στρωμνή, εκεί, στον πλινθόκτιστο ξενώνα, και πριν ο ύπνος κλείσει τα βλέφαρά μου, σ’ εκείνες τις γλυκιές στιγμές που ονειρευόμαστε, έβλεπα τον Κωνσταντίνο Δραγάση «Πώς σε λένε;» ρώτησε πάλι. «Πορφύριο», απάντησα, «Πορφύριο Σγουρομάλλη». Θα πρέπει να έφεγγε στο μέτωπό μου το σημάδι της ώχρας, εκείνη τη σιωπηλή ώρα του όρθρου, γιατί άπλωσε το χέρι του και άγγιξε εκεί, ακριβώς εκεί. Ύστερα έβγαλε από τον λαιμό του έναν σταυρό χρυσό, με τέσσερα μικρά ρουμπίνια στις άκρες σαν στάλες αίμα, που σχημάτιζαν το γράμμα Β, και μου τον έδωσε. «Πάρ’ τον, να με θυμάσαι…» είπε. Και σαν να μας ένωσε η ώρα εκείνη, σαν να ήτανε εγγραφή ανεξιχνίαστη του μελλούμενου πόνου, μια συνάντηση πεπρωμένη. Ακόμα τον φορώ αυτόν τον πολύτιμο, τον τρισαγαπημένο μου σταυρό κάτω από το μαύρο ράσο, κειμήλιο ακριβό και αγιασμένο, μοναδική μαρτυρία της περασμένης μου ζωής. Τα δύο Β κοιτάζουνε ανάποδα, στο παρελθόν της δόξας και των ερειπίων, τα άλλα δύο μπροστά, στο ανεξιχνίαστο αύριο.
Τελευταίο κεφαλαιο του βιβλίου σελ. 729
Γιε μου και Κωνσταντίνε μου, γιε μου και χρυσαετέ μου
Όχι, δεν μπορώ πια να συνεχίσω. Ακούω τον καλπασμό και λέω, τέλειωσα, τις κλείνω τις περγαμηνές στον σάκο μου μέσα, να τις παραδώσω στον Κωνσταντίνο μου που έρχεται. Τις κλείνω βιαστικά, γιατί ο καλπασμός πιο κοντινός ακούγεται και, ετούτη τη φορά, ναι, είναι αλήθεια. Βγαίνω στο πρόθυρο και σηκώνω το κεφάλι μου να ιδώ τον δρόμο. Η καρδιά μου τρέμει, φτεροκοπά, θα σπάσει, λέω, γιατί ο Κωνσταντίνος μου είναι αυτός που έρχεται, ο Κωνσταντίνος μου έρχεται, φορά σκούρο ρούχο σταχτί ή ανθρακί, μαύρο πες, και είναι ωραίος σαν άγγελος απάνω στο άσπρο του άλογο, όχι, δεν μπορώ πια να γράψω άλλο για τη συμφορά. Δεν πρόφτασα να ειπώ για τους Κρήτες ναύτες, που πολεμούσανε μόνοι αυτοί έως αργά το απόγευμα που μπήκε ο σκύλος, και η σημαία μας κατέβηκε τελευταία από το κάστρο του Αλεξίου, κοντά στην Ωραία Πύλη. Και ήθελα ακόμα να ειπώ για τη νύχτα τη φοβερή που επέρασα στον πύργο τον θαλασσινό, εκεί, ανάμεσα στους σκοτωμένους μας, από όπου άκουγα τον θρήνο και τις φωνές τις σπαρακτικές των άμοιρων αλυσοδεμένων ανθρώπων και των άλλων που έτρεχαν αλαλιασμένοι προς τα πλοία, ικετεύοντας για μια θέση. Και από τη μικρή τοξότιδα θυρίδα έβλεπα το φεγγάρι που χανότανε στην αδιάφορη καμπύλη του, αυτό το τελευταίο φεγγάρι, που το φως του επικράνθη από την επαλήθευση της προφητείας. Όμως δεν μπορώ πια να ιστορήσω άλλο τη συμφορά, γιατί ο Κωνσταντίνος μου έρχεται τώρα, ο γιος της Ελένης. Είναι αυτός που θα ακούσει πρώτος το σάλπισμα του Αγγέλου και θα λάβει από τα χέρια του τη ρομφαία που δεν αξιώθηκα εγώ. Αυτός, αυτός που θα μπει ελευθερωτής στη Βασιλεύουσα την ώρα τη διορισμένη, όπως το θέλει η καινούρια προφητεία. Αυτός, αυτός που θα πάει να ξυπνήσει τον μαρμαρωμένο Βασιλιά, να τονε φέρει πίσω αταματωμένο και ολοζώντανο. Ο Κωνσταντίνος μου έρχεται, βλέπω τον κουρνιαχτό, ίδια όπως τον έβλεπα στα ασημένια βάθη του κατόπτρου. Έρχεται, έρχεται… Δρασκελάει λαγκάδια και βουνά ή έτσι μου φαίνεται. Το άλογό του δεν πατάει τη γη, δεν ακουμπάει, μόνο χορεύει στον αέρα και ο λουλουδιασμένος κάμπος ανασηκώνεται στις μύτες των ανθών του, να τονε δει. Και λέω. Μονάχα Μάιο μπορούσε να ’ρθει, που είναι ο μήνας της σταύρωσης και της δοξαστικής αναγέννησης, ο μήνας της θυσίας και των ωσαννά. Στέκομαι στη θύρα του κελιού –σπιτόπουλου, πες, τώρα– και δεν μπορώ ούτε βήμα να κάνω, το σώμα μου παράλυτο. Όμως η Ελένη μου τρέχει. Εκείνη μπορεί. Τον είδε πρώτη και τρέχει. Ίσως να άκουσε κι αυτή τον καλπασμό ή ίσως τον χτύπο τον ξετρελαμένο της καρδιάς της και τρέχει η άμοιρη, δεν μπορεί να περιμένει άλλο, δεν μπορεί. Σωριάζεται και πέφτει και πάλι σηκώνεται, «δεν σε έσφιξα στον κόρφο μου στα πέντε σου… δεν σου τραγούδησα στα έξι σου… δεν ξενύχτησα στο προσκεφάλι σου στα επτά σου… δεν είδα τη λύπη των ματιών στα δέκα σου… δεν σε καμάρωσα παλικαρόπουλο στα δεκατρία…» και τρέχει στο μεταξένιο πρωινό, που φύλαγε όλη τη δροσιά του σάπφειρου και όλη την ευωδία του αναγεννημένου για ετούτη την εξαίσια στιγμή, για ετούτον τον καβαλάρη που έρχεται απάνω στο άσπρο του άλογο. Κρατώ τον μαργαριταρένιο σταυρό στο χέρι μου. Αυτός μας ένωσε, λέω. Αυτός θα ενώσει πια τον κύκλο του χρόνου, σαν δαχτυλίδι ακριβό με μαργαριταρένια πέτρα στην καρδιά σου, Βασιλεύουσα. Ήξερε πως θα με βρει εδώ, στον λόφο επάνω, εκείνος ήξερε. Και καλπάζει, καλπάζει σαν τον άνεμο και σαν το κύμα το όρθιο, το χρυσαφένιο, καλπάζει σκορπώντας στεφάνια σπίθινα στο πέρασμά του, κλόου κλοπ κλοπ και τακ τάκα τακ, πάνω στο κρύσταλλο του πρωινού. Και όλο κονταίνει ο δρόμος, φτάνει, λέω, και να, που ξεπεζεύει, βλέπει τη μάνα του, τη βλέπει, κλαίνε αγκαλιασμένοι τώρα. Σε λίγο κι εγώ, σε δυο λεπτά, σε ένα… ένας αρχάγγελος με μάτια κεχριμπαρένια σαν τα δικά μου κάποτε και μου χαμογελά, με είδε, σίγουρα με γνώρισε, το σημάδι στο μέτωπό μου πρέπει να φεγγοβολά, όπως και το δικό του, αυτό, αυτό τονε φέρνει κοντά μου, λέω, το σημάδι. Αρχάγγελος, ναι! Και ήλιοι επτά ρέουν στο πρόσωπό του, δυο λεπτά ακόμα, ένα, μισό, τα χέρια μου τρέμουνε και το σώμα μου σωριάζεται, δεν με κρατά, λίγο ακόμα, θεέ μου, λίγο ακόμα κράτησέ με, ο Κωνσταντίνος έρχεται, λίγο ακόμα, κι αυτά τα δάκρυα μού θαμπώνουνε τα μάτια, α, τι δάκρυα γλυκά με περιμένανε, τι γλυκός θάνατος… Λίγο ακόμα… Ο κόρφος μου πονάει, πονάει, και απλώνω τα χέρια μου τώρα, τα απλώνω διάπλατα να τονε σφίξω στην αγκαλιά μου. Ο Κωνσταντίνος μου έρχεται… Ο Κωνσταντίνος μου έρχεται.. Ο Κωνσταντίνος μου ήρθε!
Γιε μου και Κωνσταντίνε μου…
Γιε μου και χρυσαετέ μου!