Την ύλη που μου δόθηκε
Δεν την ορίζω πια
Την κάνω ποίημα να περάσω.
Αυτοί οι στίχοι από τη συλλογή της Μυστικό Πέρασμα πιστεύω πως χαρακτηρίζουν απόλυτα την ποιήτρια και το έργο της. Σε λίγο κλείνουν 40 χρόνια παρουσίας της ποιήτριας Μ.Λ.Π στα γράμματά μας, μ΄ ένα εντυπωσιακό άνοιγμα στον ποιητικό, στον πεζό, στον δοκιμιακό και στον σκηνικό λόγο. Μετρώ 10 ποιητικές συλλογές, 3 έργα ποιητικής πρόζας, 9 μυθιστορήματα ή νουβέλες, 4 ιστορικά μυθιστορήματα, δύο δικίμια αναφερόμενα στον Beckett και στον Ελύτη, 32 θεατρικά έργα από τα οποία 14 παιγμένα σε θεατρικές σκηνές, δημοσιευμένα ή παρουσιασμένα στην τηλεόραση και στο Ραδιόφωνο εδώ και στο εξωτερικό, όπως το Γυάλινο Κιβώτιο που δημοσιεύθηκε και διδάχτηκε στο Πανεπιστήμιο στο Παρίσι το 1967 και παίχτηκε στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης στο 1ο Διεθνές Συνέδριο γυναικών θεατρικών συγγραφέων, όπως και το Antigone ou La Nostalgie de la Tragedie που παίχτηκε στο Βέλγιο το 1971 και στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας το 1996. Μετρώ ακόμα 17 συνεντεύξεις της, 110 κείμενά της, κριτικές και μελέτες σε περιοδικά και εφημερίδες, 125 αναφορές στο έργο της από κριτικούς, μεταξύ των οποίων μεγάλα ονόματα του κριτικού μας λόγου, έχοντας ενδιάμεσα μεταφράσει Μπέκετ, Λάγκερλεφ, Λακαριέρ, Ντυράς. ΄Ενα έργο χείμαρρος… Παραδομένη ολόψυχα, μα και ολόκορμα {δεν γίνεται αλλιώς} στην τέχνη με φανατισμό, πίστη και πάθος, δεν είναι υπερβολή να πούμε πως αποτελεί φαινόμενο από τα σπάνια. Μια γνήσια ιέρεια της Τέχνης και του Λόγου δοσμένη στις υψηλές του κορυφώσεις.
“Η Μαρία Λαμπαδαρίδου – γράφει το 1968 ο Α. Καραντώνης – με την ποίηση, με το θέατρο, με το μυθιστόρημα, δουλεύοντας και τα τρία αυτά λογοτεχνικά είδη σε μερικές από τις πιο πρωτοποριακές (στα όρια του 1960) μορφές τους, σχημάτισε τη φυσιογνωμία της. Στάθηκε και στέκεται σε μια θέση που να μπορεί να θεωρείται δικό της απόχτημα”. Το έργο της έχει αποσπάσει πολύ ευνοϊκές κρίσεις από πολλούς δικούς μας αρμόδιους κι από κάποιους Γάλλους ειδικούς στο νεότερο θέατρο, γιατί η Μαρία Λαμπαδαρίδου σπούδασε στο Παρίσι με υποτροφία της Γαλλικής Κυβέρνησης, την αισθητική του θεάτρου. Για τις θεατρικές της δοκιμές, την πεζογραφία της και την ποίησή της μίλησαν με απόλυτη παραδοχή ο Δ. Χόρν, ο Αλέξης Σολομός, ο Γ. Θεοτοκάς, ο Τάσος Αθανασιάδης, ο Τ. Παπατσώνης, ο Γ. Θέμελης, ο Αντώνης Σαμαράκης, ο Βάσος Βαρίκας και ο υποφαινόμενος. Το μυθιστόρημά της “Μικρό Κλουβί”, στα 1966 βραβεύτηκε από την Ομάδα των Δώδεκα. Θεατρικά της έργα δοκιμάστηκαν σε πανεπιστημιακά θέατρα του Παρισιού και στην Ελληνική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου και “Οι Σχεδίες” από το Πειραματικό Θέατρο της Ριάλδη. Κι όλα αυτά μέσα σε δέκα χρόνια, αν λογαριάσουμε πως η Μαρία Λαμπαδαρίδου έκαμε την εμφάνισή της στη λογοτεχνία μας στα 1959 με την ποιητική συλλογή της “Συναντήσεις”.
Σ΄ένα άλλο σημείο, ο Αντρέας Καραντώνης που με ζωηρό ενδιαφέρον παρακολούθησε την Μ.Λ., σημειώνει: ” Διαβάζοντας τα κείμενά της, θα έλεγε κανείς πως γράφει επώδυνα, πως “σφάζεται γράφοντας”. για να χαρεί τον εαυτό της κατακομματιασμένο μα και μετουσιωμένο σε φράσεις και λέξεις φορτωμένες από ψυχικότητα περιδινούμενη γύρω από τον άπιαστο πθρήνα της. Στις “Λέξεις” του Σάρτρ, ας πούμε, που η φιλοσοφία του και το έργο του, την έχουν βαθιά σημαδέψει, όπως την έχουν μεθύσει ο Μπέκετ, ο Ιονέσκο, ο Ζαν Ζενέ, ο Αραμπάλ, ο Καμύ, με δυο λόγια οι κορυφαίοι της λογοτεχνίας του αγωνιακού παραλόγου, που πρώτος και ασύγκριτος το πραγματοποίησε ο Κάφκα, αυτό το “πρότυπο για μίμηση”. Ο Κάφκα παρακίνησε την Λαμπαδαρίδου να επαναλάβει τη “Δίκη” και τις “Μεταμορφώσεις” του, σε μια φασματική τους φωτογράφιση, στο δεύτερο μυθιστόρημά της “Χάρτινα Πρόσωπα” (1968), εξαίρετο σαν υπόδειγμα αναδημιουργικής μίμησης αναγκαίο για την ίδια. Ωστόσο φαίνεται πως έπρεπε να περάσει κι απ΄ αυτή τη φρικτή και σκληρή εμπειρία της “καφκικής γοητείας”, μιας γοητείας ανάμικτης με εφιάλτες, όπως θα πρέπει κανείς να περάσει από κάποιο κύκλο κόλασης για να μπει στο καθαρτήριο. Κι αν δεν έφτασε ακόμη στο καθαρτήριο , με τη βοήθεια και συχνά, την καταθλιπτική πίεση όλων των παραπάνω συγγραφέων, κατόρθωσε να μας δώσει γνήσιες και ανατριχιαστικές σελίδες από τη δική της, την απόλυτα προσωπική της “κόλαση-παράδεισο” στην “Γκρίζα Πολιτεία”. Μυθιστόρημα της Λαμπαδαρίδου για το οποίο ο Α.Κ. δεν διστάζει να σημειώσει και να το χαρακτηρίσει ως “ένα από τα πιο πρωτότυπα της νεότερης πεζογραφίας μας”, να τονίσει ότι “ο σωστός λόγος είναι έμφυτος μέσα της “, ότι “γι αυτό το γράψιμό της σε “πιάνει”, ότι “βυθίζεται σε αδιέξοδες ψυχολογικές καταστάσεις, που σχεδόν της υπνωτίζουν τη συνείδηση. Και τότε γράφει σε κατάσταση υπνοβασίας, σε ψυχικό και διανοητικό βρασμό δυστυχισμένης και ηδονισμένης μαζί Πυθίας”. Και για την εκπληκτική “ελλειπτικότητα γραφής” σημειώνει: “Η σύγχρονη πεζογραφία μας, από όσο μπορώ να ξέρω, δεν μας έχει δώσει παρόμοιο υπόδειγμα ελλειπτικότητας στο ύφος. Περιγραφές δύο και τριών σελίδων – τόσες θα χρειάζονταν σε ανάλογα κεφάλαια ή επεισόδια άλλοι πεζογράφοι μας – αντικατασταίνονται με δύο -τρεις υποβλητικότατες φραστικές πινελιές”. Αυτά τα ελαχιστότατα από τα πολλά τα πάρα πολλά που έγραψε, εντυπωσιασμένος από το έργο της Λαμπαδαρίδου, ο Α.Κ., ένας από τους κορυφαίους του κριτικού μας λόγου που σαν κι αυτόν εντόπισαν και πλησίασαν το έργο της ποιήτριάς μας.
Και τώρα μια εξήγηση: Πρέπει να δηλώσω ότι δεν είναι έργο μου η κριτική. Κι ένας λόγος, παραπάνω από πολλούς άλλους, είναι που, κατά την προσωπική μου εκτίμηση, η ευθύνη του κριτικού λόγου σε ό,τι αφορά ένα έργο που κατάγεται από όχι εντελώς φωτιζόμενα βάθη, όπως είναι η ποίηση, πρέπει να είναι πολύ βαριεά αν είναι να αξιολογηθεί αυτός τόσο σαν διάγνωση όσο και σαν αγωγή του ποιητικού λόγου. Δεν μιλάμε βέβαια για την “κριτική” που θέλει τη διαμόρφωση μιας πιάτσας γύρω από μια αισθητική θεωρία όπως την αντιλαβμάνεται και την πρακτορεύει ο Χ κριτικός των εύκολων σημειωμάτων από τις στήλες ποικίλων εντύπων.
Μιλώντας για την ποίηση ενός ή μιας δημιουργού και εν προκειμένω της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου συμπαθάτε με που θέλω να πω κάτι ελαχιστότατο για την ποίηση και τον ποιητή: Ακόμη κι αν, πέρα από κάθε άλλη γωνία όψεως, δούμε την ποίηση σαν έναν από τους τρόπους παράταξης λέξεων ή λεξιακών μορφωμάτων με κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, που κάνει τον τρόπο αυτό να διαφέρει από εκείνον της παράταξης λέξεων που δεν συνιστούν ποίηση, είναι εύλογο το ενδιαφέρον για την προσέγγιση αυτού του χαρακτηριστικού. Αναμφίβολα βέβαια πρόκειται κατ΄ αρχήν για γλωσσικό φαινόμενο με πλούσια – θά ΄λεγα πληθωρική – διαστρωμάτωση και τέτοια που να επιτρέπει και να απαιτεί ποικίλες υποθέσεις και προτάσεις θεωριών οι οποίες το πολιορκούν με στόχο: τη μελέτη του να συμβάλει στη σύνταξη του χάρτη των δραστηριοτήτων του ανθρώπου που πηγάζουν από τα βαθύτερα στρώματα του ψυχισμού μας. Δεν θα είμαστε μακριά από την αλήθεια λέγοντας πως το χαρακτηριστικό του ποιητικού λόγου είναι το ότι αυτός προσβάλλει την συγκινησιακή στιβάδα του ψυχοστρώματός μας προκαλώντας σαν έκκριμα έναν ηδονικό μετεωρισμό ανάμεσα σε, τις πιο πολλές φορές, αδιατύπωτες επιθυμίες μας. Δεν πρόκειτα βέβαια να κάνουμε λόγο για το γενέσιον και την γενεολογία της Ποίησης που, όπως καταλαβαίνει κανείς, ύστερα από ό,τι μόλις ειπώθηκε, δεν είναι άσχετη με τη φάση ή τις φάσεις εξέλιξης του φάσματος της συγκινησιακής συμπεριφοράς του ψυχισμού μας, εξέλιξη που προχωρά με τη συνδρομή του ραντάρ της συνείδησης και του αρχείου της μνήμης, όχι μόνο με τον τρόπο που τα όργανα αυτά λειτουργούν σε ατομικό επίπεδο αλλά, και ιδιαίτερα μάλιστα, πέρα από αυτό, στο ευρύτερο συλλογικό – θά ΄λεγα αρχετυπικό – επίπεδο. Και ο Ποιητής είναι τέτοιος γιατί πονά. Ο Ποιητής είναι η μνήμη και η κατάθεση του συλλογικού πόνου στην άγια Τράπεζα της ιστορίας του είδους μας σαν εμβίων. Και η ποιήτρια Μ.Λ.Π. αυτό κάνει. Καταθέτει έναν πόνο, έναν βόγγο που ξεκινά από τεκτονικά βάθη του ψυχικού μας ανάγλυφου όπως , σε μάκρος αιώνων, τό ΄χουν διαμορφώσει οι ιστορικές συγκυρίες σ΄ αυτόν τον τόπο, βόγγο που αναπαράγεται αν σου δόθηκε να τον ακούς στα φαράγγια όπου σφάχτηκαν μάρτυρες, στον τοίχο που στήθηκαν να τουφεκιστούν αγωνιστές, στο παράπονο ενός δημοτικού τραγουδιού, μιας παραλογής, ενός μοιρολογιού, στο τσακισμένο κιονόκρανο στην μελαγχολία του αρχαίου γλυπτού που ξενητεμένο νοσταλγεί τη μετώπη του Παρθενώνα, στη φιλοσοφική αγωνία του Ηράκλειτου, του Αναξίμανδρου, του Πλάτωνα, στον απόκρημνο λόγο του Αισχύλου.
Πριν 14 χρόνια ο ομιλών, αναφερόμενος στο ποιητικό της “Περπατώ και ονειρεύομαι”, έγραφα πως η Μ.Λ. σ΄όλο το διάστημα από το 1959 έως και σήμερα δεν έπαψε να εκφράζεται ποιητικά, εννοώ και στα πεζά της, λες και γνώριζε την ρήση του N. Calas στις “Εστίες Πυρκαγιάς” του, ότι ο πεζός λόγος που αγνοεί την ποίηση κινδυνεύει να είναι υπερβολικά δυσάρεστος για να μπορέσουμε να υποστούμε την αναγκαιότητά του. Η Μ.Λ. δεν έπαψε να είναι σε όλα τα έργα της, πριν απ΄ όλα και για όλα μια ποιήτρια. Ν΄αναρριχιέται όλο και πιο σοφά τα ανάντη της Ποίησης και από μόνη της να χρεώνεται με την ευθύνη των φιλοσοφικών της επιλογών και θεωρήσεων και μάλιστα τόσο πολύ όσο είναι γνωστό ότι χάνεις κάθε άλλοθι όταν έχεις περάσει μια μαθητεία με πολύ απαιτητικές προδιαγραφές. Το λέει η ίδια κάπου, ξεκάθαρα: “Τούτο το πρόσωπο αιώνες το κουβαλώ από ναυάγιο σε ναυάγιο ανάμεσα στα χωρία του Πλάτωνα”. Σ΄ ένα άλλο βιβλίο της δηλώνει ανοιχτά – είναι λοιπόν εξηγημένη – ότι έχει εμποτιστεί από τη μελέτη του Πλάτωνα και των Γνωστικών, ότι έχει επηρεαστεί από το έργο του Σάμουελ Μπέκετ και ότι προσπαθεί να εκφράσει αυτό που βρίσκει σ΄ αυτόν και την εκφράζει και την ίδια: “την ερημιά, την αγωνία για το μεταφυσικό κενό, τη συντριβή της αξιοπρέπειας, τη μνήμη μιας σκοτεινής προϋπαρξης και την εμπειρία της κοσμικής οδύνης”.
Δεν μπορείς να διαβάσεις αυτή την ποίηση και να μη σκεφτείς, αν όχι επάνω στην προβληματική της Μαρίας Λαμπαδαρίδου, ωστόσο όμως επάνω στον παλμό του στοχασμού της, στην αγωνία της, στον τρόμο της, έτσι όπως είναι απελπισμένη κι ανομολόγητα αμήχανη όπως ο Βλαδίμηρος κι ο Εστραγκόν στο “Περιμένοντας τον Γκοντό” έτσι που είναι εμπνευσμένη κι απελπισμένη όπως εκείνοι οι Γνωστικοί: ο Βασιλείδης, ο Καρποκράτης, ο Βαλεντίνος, στους οποίους ευλαβικά και μ΄εμπιστοσύνη αναφέρεται σαν σε μπεάτους. Γιατί τους ακούς μέσα σ΄αυτή την ποίηση και τους αναγνωρίζεις κάποιους πανάρχαιους θορύβους, σαν να μπαίνουν πάλι σε κίνηση κάποιοι λεβιέδες που κάποτε, με τη διδασκαλία των Γνωστικών σμπρώχνανε τη ζωή να πάρει μέτρα από τον ίλιγγο, προτείνοντας μια κοσμοθεωρία, μια βιοθεωρία και, γιατί όχι, μια “λογική”, με παροξυσμό ανταρσίας. Όπως εκείνη του Βαλεντίνου, ότι ο κόσμος αυτός είναι καρπός συμπαντικού Λάθους και γι΄ αυτό έχει μέσα στην υφή του τη Λησμονιά, την Αγωνία και τον Τρόμο. Κι ότι απ΄ αυτά προερχόμαστε κι αυτά είναι που κουβαλάμε μέσα μας.
Την ακούσια ένταξη μέσα σ΄έναν τέτοιο κόσμο, που την φυσιογνωμία του, καταλυτική του ανθρώπινου προσώπου και της αξιοπρέπειάς του, την αποστρέφεται η Μ.Λ., της γυρίζει τις πλάτες, την αποκαλεί σχετλιαστικά “εγκοσμιότητα”, σύμπτωμα της υλικότητάς μας, που σαν κλειστό κύκλωμα μορφών περιέχει την εντροπία του κι έτσι, από αντίδραση σ΄ αυτήν την εντροπία εκδηλώνεται η Μνήμη και ο Νόστος για μια “προϋπαρξη” πριν από το Λάθος. Γιατί μαζί με τους Γνωστικούς της η Μ.Λ. “ξέρει ότι δεν έχει χαθεί ανεπανόρθωτα κάθε επαφή με τους ανώτερους κύκλους μέσα στην αστρική νύχτα. Και ότι θα μπορούσε ίσως να νικήσει, να διαλύσει την παλιά κατάρα που νόθεψε το παιχνίδι του κόσμου”. Αυτό είναι που ονειρεύεται ενώ περπατά στους τρίβους της εγκοσμιότητας το ποιητικό εγώ της ποιήτριας “ένα θραύσμα ονείρου η γήινη περίπτωσή μου”, λέει, ένα εγώ χυμένο στην ίδια έντονη διαπασών και στο τελευταίο ποιητικό της “Επί Πτερύγων Ανέμων”, βαθιά μυστικό κι ωστόσο απίστευτα διαφανές ακόμα και σ΄ ετούτη τη μακροσκοπική, θα έλεγα, θεώρηση της ψυχογραφίας του.
Η διαθλαστική επιφάνεια όπου ο στοχασμός της σπάει για να εκτιναχτεί ο ποιητικός λόγος είναι βασικά το, ήδη προωθημένο στο προσκήνιο του καιρού μας, υπαρξιακό πρόβλημα και προπαντός η νεοπλασία του, ήτοι που, χάρη στο βίτσιο της δυτικής μας σκέψης πρέπει να περάσει σώνει και καλά από την οπή της λογικής . Δεν εννοώ τόσο {σχεδόν διόλου} την αιτιακή προέλευσης της ύπαρξης και τη βιολογία της, όσο την τελεολογία της με την αναζήτηση του “νοήματός” της ή κάποιου υποτιθέμενου προορισμού της. Μια αναζήτηση που καθώς γίνεται επάνω στον μονοδρομικό ιστό μιας νόησης που τροφοδοτείται από τις παροχές της πτωτικής εγκοσμιότητας, με μια συνείδηση που εμπεριστατώνεται όλο και πιο πολύ για το κάθε τι, απεμπολώντας το όνειρο που την υπερβαίνει, περιέχει τα αδιέξοδά της, περισφύγγει την ύπαρξη με επάλληλους κύκλους, κάνοντας τα “σύνορα του εμεωυτού” μια θηλιά ορκισμένη λες να πνίξει… Ο σημερινός άνθρωπος είναι τραγικότερος διότι δεν καθορίζει με τίποτα. Διότι δεν νιώθει ένοχος. Καμιά ΄Υβρις δεν είναι να καθαρθεί με τα παθήματά του που πια δεν έχουν λόγο, δεν εκπορεύονται, ξεπερνάνε τη λογική του σαν φυσιολογία της σκέψης του και σαν ροπή της νόησής του που το ρεύμα της τον ρίχνει έξω, ώστε, όσο πιο πολύ “γνωρίζει” τόσο ποιο πολύ να πληγώνεται αφού δεν σταματά, δεν είναι να σταματήσει το γ ι α τ ί να κυνηγά το δ ι ό τ ι. Είναι γι΄ αυτό ολόκληρος μέσα στον ωκεανό του παραλόγου. Είναι ότι ακύρωσε το “Θεό” του, δηλαδή τον αντίπαλό του. Κι ωστόσο παραμένει ακατάργητη η διαίσθηση του Αγνώστου, κίνητρου της κανιβαλικής γνώσης που εγκατέστησε και συνεχίζει να εγκαθιστά να “τελειοποιεί” μια πραγματικότητα μέτρων που, εγκόσμια, τη ζούμε όπως την ζούμε. Αυτή η διαίσθηση του Αγνώστου είναι που μαγνητίζει την Μ.Λ., όπως ομολογεί σ΄ένα δοκίμιό της: “Εκεί σ΄εκείνη τη διαίσθηση του Αγνώστου ήταν η πρώτη μαγεία που άνοιγε μέσα μου απάτητους δρόμους να βαδίζω”. “Ο τραγικός άνθρωπος – έχει πει η Μ.Λ. – κουβαλά μέσα του την υπερβατική πραγματικότητα, το δέος και την αγωνία της Μνήμης“. Και τούτον: “τον κόσμο τον υπερβατικό δεν μπορεί κανείς να τον κατακτήσει εμπειρικά”. Έτσι κατηγορηματικά υπερασπίζεται το εύλογο της ονειροβασίας της, που δεν είναι κήρυγμα για μια φυγή, δηλαδή ένας αναχωρητισμός αυτό που εισηγείται με τα δύο τελευταία ποιητικά της, το “Περπατώ και ονειρεύομαι” και το “Επί Πτερύγων Ανέμων”, είναι μια οιμωγή του υπαρξιακού ανθρώπου “βρυχηθμός Αληθείας”, που ακούγεται σαν διαδρομή έξω της ρότας που της επιβάλλει η εγκοσμιότητά της. Δεν “φεύγει” όμως. ΄Ισα ίσα. Συμπορεύεται, αλλά αντιστέκεται στην αλλοτρίωση. Γίνεται ονειρική, γίνεται ποίημα. Πορεύεται μετουσιώνοντας το κάθε εντόπιον σήμα που πάει να την ασωτέψει με την εκπαγλότητά του.
Πορεύεται την οδό Αμφιάραο, την Vια Veneto, το Toledo, τις όχθες του Κλαδέου, την Melia Castillia, την Tarquinia, το Παλατίνο, την Oxford Street, μαζεύοντας εδώ κι εκεί κομμάτια το πρόσωπό της αφού ακούς και τέτοια: “ακόμα θυμάμαι κάτι βυσσινιές χάντρες που με ταξιδεύανε ώρες ολόκληρες μέσα στο χρώμα τους” την ίδια στιγμή που μέσα στ΄ αυτιά της είναι “κρόταλα οστών” τα λόγια του Εμπεδοκλή και του Ηράκλειτου.
Δύο ποιήματα θα παραθέσω από την τελευταία ποιητική συλλογή της “Επί Πτερύγων Ανέμων“
Α, θάνατε που μελωδείς
Αλλού κρυβόταν ο θάνατος
Με γλαυκά πτερύγια και ουρά θάλασσας
ΑτελεύτητηςΆκουσα τη φωνή του ιερέα
Μακαρία η οδός η πορεύει σήμερον
Και μουσική απόκσομη κατέκλυσε όλα τα περάσματα
Με αργές πατημασιές πάνω στα ξερά φύλλα
Εκεί όπου η μνήμη καιόμενη
Και η ψυχή διαστέλλει τους ιριδισμούς
Με χρώματα της αποκάλυψης
Σμύρνα και στακτή και κασία
Από των ιματίων μου.Μια στιγμή αιωρήθηκα μέσα στους ψαλμούς
Όπου φέτες η λάμψη η κρυπτή
Και τα μάτια μου καμένα
Δεν βλέπω πια παρά το γλαυκό που ορθρίζει
Πίσω απ΄ τα κυπαρίσσιαΑ, θάνατε, που μελωδείς ακούραστος τη χαρά μου
Και ακροπατείς πάνω στο λιλά της βιολέταςΈκλαυσα και κώκυσα, είπα – ή αλλιώς
Θρηνώ και οδύρομαι
Και πελεκώ το πρόσωπό μου
Να ομοιωθώ της σιωπής σου.Εγώ που στιγμή τη στιγμή σε μάζεψα σε κοχύλι
κατάλευκο
Όπως δακρυρρόη
Και το σώμα μου μούλιασε χρόνο
Με κρίνα νερών που ρέουν
Κάτω απ΄τον ύπνο μουΑ, θάνατε, που ξαγρυπνάς με τον γενναίο του κόσμου
Θάνατε, θάνατε που μελωδείς κρυμμένος
Στο αγιόκλημα
Κι από τη σάρκα μου αναδύονται άγνωστοι τόποι
Αντιφεγγιές του Ασύλληπτου γλυκύτερες
Και μια μικρή λευκή εκκλησία
Που μυρίζει θυμίαμα και σπασμένο αμφορέα
Έτσι πλησίαστια, θεέ μου
Ετσι πλησίαστια, θεέ μου
Τώρα μετρώ τις μέρες μου
Τρίμματα αστεριών χαμένα στη μεγάλη νύχτα
Και λέω δεν φτάνουν
Έτσι που καταμίκρυναν, θεέ μου
Έτσι που βιαστικές χαράζουν
Τον γκρεμό στο στήθος μουΔεν φτάνουν λέω οι μέρες μου
Για να χωρέσω όλη την ομορφιά που απόμεινε
Τα πρωινά του σάπφειρου
Και τη μενεξεδένια λύπη
Για να χωρέσω τ΄ άγριο τ΄ όνειρο
Τώρα μετράω τη μοναξιά
Έτσι που την κατάφαγε η αρμύρα
Και λέω δεν με χωράει ο σπαραγμός
Δεν με χωράει ο τόπος, θεέ μου
Έτσι μικρός που απόμεινε μνήμα το μνήμα
Έτσι πλησίαστια που περνώ σιμά σου
Oμιλία από την εκδήλωση που οργάνωσε ο Σύνδεσμος Ελληνίδων Επιστημόνων για την Μ. Λ. Π., στις 11 Μαϊου 1998
Ο Έκτωρ Κακναβάτος ήταν Έλληνας ποιητής