Χαμένη αθωότητα σε βέβηλους καιρούς
“Αυτό είναι το βαθύ μυστήριο της αθωότητας,
ότι είναι ταυτόχρονα και αγωνία”
Κίρκεγκωρ
Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Θεσσαλινικιού ποιητή Στέλιου Λουκά, με τον αινιγματικό τίτλο “Αμύθητος κήπος”. Στις δύο προηγούμενες συλλογές του, “Η πιο μεγάλη χώρα” 2001, και “Η παρακμή της μνήμης”, 2007, ο Στέλιος Λουκάς μιλούσε για την ομορφιά που γίνεται υπέρβαση και έκπληξη μπρος στο θάμβος της ζωής: “η ομορφιά ποτέ δεν περιμένει / ανθίζει πριν από την έκπληξη”, έγραφε. Και εισχωρώντας σε βαθύτερες αγωνίες, σε μια τραυματική αυτογνωσία, αναρωτιόταν “ποιας ακρωτηριασμένη ρίζας αδύναμο φύλλωμα είμαστε;”
Για να επιστρέψει στην αθωότητα, ως έννοια οντολογική της ποίησής του, που συμβολίζει, θα έλεγα, μια ορφική καθαρότητα της ψυχής, πριν από το σκοτάδι. “Να φεύγει η σκουριά” έγραφε, “να μένει το δάκρυ / αιώνια αέναη ανθοφορία / της αθωότητας”.
Αξίζει να σημειωθεί η μέγιστη προσφορά του Στέλιου Λουκά στην ελληνική γραμματεία, η σοβαρότητα με την οποία εδώ και χρόνια παρουσιάζει την εκπομπή «Ένα βιβλίο, ένα ταξίδι» στη δημοτική τηλεόραση Θεσσαλονίκης. Έχει καταγράψει συνεντεύξεις από σημαντικά πρόσωπα του τόπου μας, πρόσωπα που έφυγαν τα περισσότερα, όπως ο Μάνος Χατζηδάκης, ο Αλέξης Μινωτής, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Ζακ Λακαριέρ, η Ζωή Καρέλλη, ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, ο Γιώργος Βαφόπουλος, και πολλοί άλλοι. Και μακάρι οι πολύτιμες αυτές παρουσιάσεις να καταχωρηθούν σε βιβλίο κάποτε, με τις θέσεις και τις απόψεις των κορυφαίων αυτών ανθρώπων της ελληνικής γραμματείας και με τις προεκτάσεις στα τρέχοντα πνευματικά ζητήματα του τόπου.
Στη νέα αυτή ποιητική συλλογή του με τίτλο “Αμύθητος κήπος”, υπάρχει πιο γυμνή η αγωνία της ύπαρξης, πιο έντονο το μεταφυσικό στοιχείο που εισχωρεί στην ποιητική όρασή του. “Έφυγα μα θα ξανάρθω” λέει το νεκρό παιδί, “και τότε / μέσα στην απίστευτη βαρυχειμωνιά / θ’ ανθίσει ο κήπος”.
Στην ώριμη αυτή ποίησή του, βιώνει όχι μόνο με την ψυχή αλλά και με το σώμα τη μετακίνηση της γνώσης σε βαθύτερες αλήθειες, σε πιο ουσιαστικές διαπιστώσεις. “Αύριο, σ’ εκείνη την άλλη εποχή / όταν θα παραδώσω τα κλειδιά των κήπων / θα επιστρέψω όση ομορφιά / δεν μου ανήκει”, γράφει, δίνοντας στην εφημερότητα του βίου όχι μόνο τη διάσταση του επέκεινα, αλλά και την έννοια του κλειδούχου. Εκείνος, ο ποιητής, θα παραδώσει τα κλειδιά των κήπων, όταν με την έννοια του “κήπου” έχει ταυτίσει το ιερό που κλείνει μέσα της η ψυχή. Το ιερό αυτό που το είπε αθωότητα. Και που μόνον σε κάποιον “αμύθητο κήπο” μπορεί να υλοποιηθεί ποιητικά και μεταφορικά.
Εκείνος λοιπόν, ο ποιητής, θα παραδώσει τα κλειδιά της ψυχής του, σ’ αυτή την “άλλη εποχή” όπου θα βρεθεί αύριο. Και το “αύριο” είναι ο χρόνος ο άχρονος που δεν μετράει επίγειες εποχές. Και πόσο μου θυμίζει τους “ανοιχτούς κήπους” του Ελύτη, “Στην ψύχρα των ανοιχτών κήπων” λέει Ελύτης, δίνοντας μια άλλη διάσταση στην πολυεπίπεδη αυτή έννοια, μια διάσταση που άμεσα δίνει αναφορά στην κατοικία των νεκρών. Και υπάρχουν και στην ποίηση του Στέλιου Λουκά ανάλογοι στίχοι, “στον κήπο το νεκρό πουλί / δεν είναι ο θάνατος / ο προπομπός του δικού σου τέλους / είναι / και μια υπενθύμιση / να επιστρέψεις στην αθωότητα”. Η αθωότητα είναι το δομικό στοιχείο της ποίησή του. Αυτή που χάθηκε στους βέβηλους καιρούς και αυτή που απόμεινε μέσα στο κήπο, ταυτόσημη πάντα με το κρυμμένο ιερό της ψυχής. “Ανασαίνω έναν βέβηλο καιρό / στάχτες σκεπάζουν τα μάτια μου” γράφει, “ποιος θα μας επιστρέψει την αθωότητα;” Αυτή την αθωότητα αναζητά, ως “ύστατη καταφυγή”. Γιατί ξέρει πως εκεί είναι η χαμένη γνώση της ψυχής, σε μια υπέρβαση σκοτεινή ίσως, σε έναν “άλλο κήπο” λησμονημένο στα τρίσβαθα. Γι’ αυτό και η αθωότητα στην ποίησή του είναι γεμάτη αγωνία. Κι αυτό μου θυμίζει τον λόγο του Κίρκεγκωρ “ Αυτό είναι το βαθύ μυστήριο της αθωότητας, ότι είναι ταυτόχρονα και αγωνία”.
Και την τρίτη αυτή ποιητική συλλογή του Στέλιου Λουκά την χαρακτηρίζει η απλότητα και η καθαρότητα του λόγου. Οι στίχοι του μου δίνουν μια αναφορά στον ορφικό λόγο “έρχομαι εκ καθαρών καθαρά”. Μέσα στα πολυδαίδαλα εγκεφαλικά σχήματα της ποίησης που κυριαρχεί σήμερα, η ποίησή του μοιάζει με κήπο όπου “συλλαβίζει την αθωότητα. Ακόμα και τον ποιητή Γιώργο Μαρκόπουλο, που του αφιέρωσε ένα ποίημα, τον μεταμόρφωσε σε κήπο για να τον δει μέσα από το ποιητικό ιερό: “Η σταγόνα της βροχής / επάνω στο αστραφτερό καθαρό του σακάκι / μεταμορφώθηκε σε λουλούδι / Συνέχισε να περπατά στον κήπο / κι όταν η βροχή δυνάμωσε / η σταγόνα έγινε / ένα τεράστιο κλωνάρι δέντρου / και τότε / απ’ το πουθενά / εκατοντάδες βρεγμένα πουλιά / κούρνιασαν πάνω του”.
Αυτή η μεταμορφωτική των πραγμάτων δίνει στην ποίησή του τη διάσταση ενός προσωπικού υπερρεαλισμού. Και όλη αυτή η αγωνία να διασώσει την αθωότητα του κήπου ή το ιερό της ψυχής του δίνει στους στίχους του μια ιδιαίτερη ποιητική σημασία, καθώς επαληθεύει την υπαρξιακή και μεταφυσική του τοποθέτηση. “Για ένα παγκόσμιο κοιμητήριο πουλιών / να αγωνιστούμε”, γράφει. Σε μια εποχή σκληρών αγώνων για την επιβίωση, εκείνος οραματίζεται ένα παγκόσμιο κοιμητήριο πουλιών. Όμως σ’ αυτόν τον οραματισμό κρύβεται μια σπάνια τρυφερότητα για τα πιο ταπεινά πλάσματα του θεού με τα οποία ταυτίζει το ποιητικό εγώ του. “Φυτεύω στο χώμα βολβούς αθωότητας / κι ένας χαρούμενος θεός / επιστρέφει το φως / σ’ αυτούς που ανήκει”, γράφει.
Ο Στέλιος Λουκάς έχει έναν απόλυτα προσωπικό τρόπο να μεταποιεί τις αγωνίες του σε ποίηση. “Να κλείνετε καλά τα βιβλία πριν κοιμηθείτε / τα βράδια περιφέρονται στα σκοτεινά δωμάτια”, γράφει, σαν να πρόκειται για φαντάσματα παιδικής φαντασίας.
Ο “Αμύθητος κήπος” είναι μια ποίηση γνήσια, αληθινή, γραμμένη με καθαρή ποιητική ματιά, με σεμνότητα, με παραβολικές εικόνες, με σημαίνοντες συμβολισμούς. Μια ποίηση του ώριμου λόγου και του ώριμου πόνου.
Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, 29 Απριλίου 2012