Λιθάρι φθαρτό
από τον χρυσαφένιο βράχο σου
η ζωή μου
Κάποια πράγματα γίνονται έτσι, σαν από μόνα τους. Έρχονται και μας βρίσκουν για να τα αγαπήσουμε. Για να τους ανοίξουμε τον δρόμο να πραγματοποιηθούν. Κι εμείς τους ανοίγουμε όχι μόνο τον δρόμο αλλά και την καρδιά μας. Λες και είναι μοιράμενα. Λες και γίνονται γιατί έχουν διοριστεί να γίνουν. Πάνε τρία χρόνια, που είχα βρεθεί στο γραφείο του Δημάρχου Λήμνου κυρίου Μαρινάκη, και τον παρακαλούσα να δεχτεί την πρότασή μου για την δημιουργία μιας Αίθουσας των μεγάλων ευεργετών της Λήμνου. Χρόνια κράτησε αυτή η προσπάθεια. Είχε βρεθεί στον δρόμο μου και η Αίθουσα Ευεργετών, ως ιδέα και ως χρέος. Έτσι σαν από μόνη της ή, ίσως, από μια ανεξήγητη σύγκληση συγκυριών και διορισμένης ώρας. Και προσπάθησα πολλά χρόνια για να πραγματοποιηθεί το έργο. Γιατί την είχα αγαπήσει την ιδέα αυτή, την είχα πιστέψει. Έβλεπα όλες εκείνες τις ανεκτίμητες δωρεές, σχολειά και εκκλησιές, που ποιος ξέρει με πόσες θυσίες είχαν προσφέρει τα ξενιτεμένα παιδιά της, τότε, στα σκοτεινά χρόνια της τουρκικης σκλαβιάς, τα έβλεπα να βουλιάζουν σε μια αδυσώπητη λησμονιά, να χάνονται να ξεχνιούνται άστεγα τα ονόματα και τα πρόσωπά τους, και έλεγα, τώρα ας τους δοθεί η “πρέπουσα τιμή”, έλεγα, σε αυτούς τους καιρούς μας της απαξίωσης και της λήθης, αξίζει περισσότερο από ποτέ η Λήμνος να τιμήσει τους ευεργέτες της. Και ας είναι ύστερα από έναν αιώνα.
Λοιπόν, βρισκόμουν στο γραφείο του Δημάρχου Λήμνου, κυρίου Μαρινάκη, και ενώ του έλεγα για την ανάγκη δημιουργίας της Αίθουσας Ευεργετών, την οποία και ευθύς αποδέχτηκε, μου μίλησε για την σκέψη του να κάνει μια δανειστική βιβλιοθήκη του Δήμου. Και εγώ τότε του είπα πως ευχαρίστως θα μπορούσα να στείλω την δική μου βιβλιοθήκη, όλα τα βιβλία που με συντρόφευαν μια ζωή και θα με ευχαριστούσε αυτό. Ήρθε ο ίδιος στην Αθήνα, στο σπίτι μου, και τα είδε τα βιβλία. Δεν μου είπε τίποτα εκείνη την στιγμή. Όμως λίγο μετά, μου έστειλαν την απόφαση του δημοτικού συμβουλίου με την οποία μου χάριζαν μια ολόκληρη Αίθουσα στο αναπαλαιωμένο αρχοντικό Σαχτούρειο (στο ίδιο όπου ζητούσα να γίνει και η Αίθουσα Ευεργετών). Και τόση ήταν η έκπληξη και η συγκίνησή μου που δεν ήξερα τι να πω. Γνώριζαν οι συμπατριώτες μου όλοι πόσο αγαπούσα τον τόπο μου και πόσο μέσα από όλα τα βιβλία μου προσπάθησα να δώσω την ιστορία και τον πολιτισμό του.
Να σε τιμά ο τόπος σου είναι η μέγιστη τιμή! είπα.
Και την δέχτηκα με ευγνωμοσύνη την τιμή αυτή. Ήταν μια δικαίωση για μένα. Μια ανταπόδοση της δικής μου αγάπης.
Και έστειλα όλο το συγγραφικό βιος μου εκεί. Επιστολές του Μπέκετ, του Ελύτη, τις διδακτορικές εργασίες που έγιναν πάνω στα βιβλία μου, τα συγγραφικά μου τιμαλφή, αναμνηστικά από τιμητικές εκδηλώσεις, χειρόγραφα. Κι ακόμα στέλλω. Μια Αίθουσα δική μου να στεγάσω τα βιβλία μου και την ψυχή μου.
Με απίστευτη ταχύτητα, μέσα σε έξι μήνες είχαν όλα ετοιμαστεί και η Αίθουσα που μου δωρίθηκε ήταν κιόλας έτοιμη και πανέμορφη κι εγώ δεν μπορούσα να το πιστέψω. Τα εγκαίνια έγιναν στις 8 Οκτωβρίου 2017, στα Ελευθέρια του νησιού, και ποτέ δεν θα ξεχάσω την συγκίνηση εκείνης της μέρας και την αγάπη των συμπατριωτών μου.
Τώρα, αρχές του 2020, ετοιμάζονται να γίνουν και τα Εγκαίνια της Αίθουσας Ευεργετών, που είναι έτοιμη, αλλά και τα εγκαίνια της Δανειστικής Βιβλιοθήκης του Δήμου, όπου, επτακόσια βιβλία από την βιβλιοθήκη μου, όπως είπα, βρίσκονται ήδη εκεί για την αρχή της λειτουργίας της.
Σήμερα που τα σκέφτομαι όλα αυτά, αισθάνομαι ευλογημένη. Και παράλληλα με την ευγνωμοσύνη μου για τον κύριο Δημήτριο Μαρινάκη, τον Δήμαρχο Λήμνου, σκέφτομαι πως, ίσως η ίδια η Λήμνος μού ανταποδίδει την αγάπη. Γιατί κάπου βαθιά πιστεύω πως οι τόποι είναι ζωντανοί. Πως επικοινωνούμε μαζί τους από δρόμους αθέατους και υπερβατικούς. Οι τόποι έχουν μια ψυχή ακοίμητη μέσα τους, που μπορεί να είναι η ιστορία τους ή ο πολιτισμός τους ή, ίσως, η ζωή που πέρασε πάνω τους και άφησε την ανάσα της, τα χιλιάδες χρόνια, ως η ημέρα η εχθές του ψαλμωδού.
Γιατί, όπως είπε ο ποιητής: “Δεν είναι πάντα πιο μικρό το σπίτι από το βουνό / δεν είναι πάντα πιο μεγάλος από το λουλούδι ο άνθρωπος”
Όπως και να ‘ναι, εμένα μ’ αρέσει που το σκέφτομαι έτσι. Μ’ αρέσει που με αγαπούν οι συμπατριώτες μου. Μ’ αρέσει που έγραψα όσα αμέτρητα και αγαπημένα έγραψα για την Λήμνο, όταν ακόμα δεν περίμενα καμιά ανταπόδωση. Μ’ αρέσει που υπάρχει μια Αίθουσα δική μου για να με βρίσκουν εκεί οι φίλοι και αναγνώστες των βιβλίων μου, γιατί εκεί θα είμαι, ανάμεσα στα βιβλία μου, πάντα, και θα τους περιμένω.
Σε ένα νεανικό μου ποίημα, όταν έφυγα από το νησί να βρω τη μοίρα της ποίησης, είχα γράψει:
Σμαραγδένιο τραγούδι
σου λένε τα κύματα!Έτσι σε πήρα κι έφυγα
Πατρίδα από σμαράγδι
κι από εικόνισμα παλαιό
μνήμες της νιότης μου ακοίμητες
και προσευχή της μάνας
Έτσι σε πήρα και ψηλά
στη σκέψη μου σε κρέμασα
μικρή λευκή εκκλησιά
να ευωδιάζει ο χρόνος μου
θυμάρι και ακόνιζα.
“Κι η άβυσσος μού ανέβηκε ως το γόνατο”
Έτσι έγινε η Αίθουσα μου στη Μύρινα Λήμνου. Και είναι ίσως από εκείνα τα ελάχιστα συμβάντα του βίου, που έχουν τόση απίστευτη συγκίνηση, τόση καθαρότητα και λάμψη, που μπορούν να καλύψουν όλον τον άσωτο πόνο της δημιουργίας τους. Και τώρα, όπως είπα, περιμένω να γίνουν και τα εγκαίνια της Αίθουσας Ευεργετών που είναι έτοιμη, αλλά και της Δανειστικής Βιβλιοθήκης του Δήμου, όπου υπάρχουν τα επτακόσια τόσα βιβλία μου.
Μεγάλες ευχαριστίες, όπως θα έλεγε η Ουίννυ στο “Ω οι ωραίες μέρες” του Samuel Beckett.
Αθήνα, Ιανουάριος 2020