«Ο χρόνος ο παρών και ο παρελθών χρόνος
ίσως κι οι δυο να ’ναι παρόντες στον μέλλοντα χρόνο»
Έτσι χαρακτηρίζει τον χρόνο ο T. S. Eliot, στα «Τρία κουαρτέτα» του.
Κaι ίσως μόνο ο ποιητής μπορεί να φτάσει στη βαθύτερη ουσία του χρόνου. Να σκύψει πάνω στην ψυχή του και ν’ ακούσει τους λεπτότατους κραδασμούς που συνδέουν τη ζωή μας με τοn χρόνο, την εφημερότητά μας με το άγνωστο. Οι χώροι όπου ζήσαμε την πρώτη μοναξιά, οι χώροι όπου ονειρευτήκαμε παιδιά μένουν ανεξίτηλα χαραγμένοι στην ψυχή μας. Γι’ αυτό και γυρνάμε πάντα εκεί, να βρούμε το τρέμισμα της στιγμής, όπου ζήσαμε την ευτυχία του παραδείσου. Γιατί αυτό που αθωώνεται μέσα στη μνήμη έχει πάντα μια ευτυχία του παραδείσου, όπως θα έλεγε ο Μπασλάρ. Μια αγάπη ή ένα τοπίο που ζήσαμε σε ώρα ποίησης. Αναφορά σ’ εκείνο που λάμπει μέσα μας και μας καλεί να το αναγνωρίσουμε, να το αθωώσουμε και να αθωωθούμε μαζί του.
Ο πόνος της εφημερότητάς μας, θα έλεγα, είναι η σχέση μας με τον χρόνο. Μια σχέση αγωνίας. Μια σχέση του πεπερασμένου της ύπαρξής μας. Πάει να πει, μια σχέση υπαρξιακή.
Κάπου, στην ποίησή μου, στο Μυστικό Πέρασμα, έγραφα:
Ο χειμώνας θα με βρει γυμνή
σ’ ένα ερειπωμένο δωμάτιο
με το χρόνο ν’ αναβλύζει από τα τρύπια πατώματα
Ο χειμώνας θα με βρει να σκαλίζω τη στάχτη από την ποίησή μου
Μια φούχτα λέξεις όπως άστρο ή αίμα
Όπως οδοιπορώ ή όρκος – όπως
«Αι ψυχαί οσμώνται»
Τις καίω να ζεσταθώ.
Σήμερα βλέπω την εικόνα από μιαν άλλη οπτική. Ο χρόνος αναβλύζει από τα τρύπια πατώματα, σαν αόρατο μεταφυσικό νερό, σε λίγο θα με σκεπάσει, θα με αφανίσει μέσα του. Πέρα από την ποιητική εικόνα, είναι το πραγματικό. Αυτό δεν κάνει ο χρόνος; Μας σκεπάζει σιγά σιγά, μας γεμίζει ρυτίδες, σημάδια της επέλασής του πάνω στο σώμα μας. Κι ας προσπαθεί η επιστήμη να του προσδώσει ποιότητες και ιδιότητες στηριγμένες στις δικές της θεωρίες. Είναι η χαμένη διάσταση των πραγμάτων, λέει. Μια έννοια του χάους, της κβαντικής θεωρίας.
Προτιμώ την ποίηση, είναι πιο κοντά στην αγωνία της εφημερότητάς μου:
Τ’ όνειρο θα ξεριζωθεί τελευταίο ή εγώ
Εγώ
Ένα χέρι θα με ξεριζώσει απ’ τ’ όνειρο
Όπως λουλούδι που το πάτησε ο Καιρός
Τι ονειρεύτηκα; Τι ονειρεύτηκα;
Δεν θα θυμούμαι πια
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό”Ίαμβος” 2005, μαζί με το κείμενο “Ροές που ασημίζουν τα περάσματα”
Όταν η Ελένη Γκίκα μου πήρε τη
συνέντευξη για την Επέτειο των Ρόδων,
είχε ζητήσει να της γράψω ένα μικρό κείμενο για τον χρόνο.