Ένα γεγονός ή ένα βίωμα παραμένει το ίδιο,
όμως και παραλλαγμένο,
ανάλογα με τον τρόπο που θα το φωτίσεις
ή ανάλογα με την ποίηση που θα το ζήσεις
Όσο κι αν φανεί παράξενο, αυτή τη μικρή σκέψη τη θυμάμαι καθαρά όταν την έγραφα, αλλά δεν θυμάμαι σε ποιο κείμενο την έγραψα. Και την παίρνω από την αρχή.
Έχει σχέση με την παρατήρηση.
Προσωπικά δίνω μεγάλη σημασία στην άσκηση της παρατήρησης. Γιατί είναι μια άσκηση συνείδησης του χώρου και του χρόνου. Μια άσκηση συνείδησης της σχέσης μας με τον άλλον αλλά, περισσότερο, της σχέσης με τον εαυτό μας. Και είναι εξαιρετικά πολύτιμη. Ασκείται κανείς να έχει γρήγορη αντίληψη. Γρήγορη ματιά. Καθαρή κρίση.
Και για να αναλύσω την παραπάνω σκέψη του διαγωνισμού, θα σημειώσω κάποια πράγματα που είναι δεδομένα. Για παράδειγμα: Ένα γεγονός, ένα συμβάν μπορεί ταυτόχρονα να το δούνε εκατό άνθρωποι. Όμως και οι εκατό, αν τους ζητηθεί, θα το περιγράψουν με διαφορετικό τρόπο. Γιατί ένα γεγονός έχει άπειρες οπτικές προσέγγισης, πάει να πει, άπειρες είναι οι πτυχές που το συνθέτουν, έτσι που δεν χωρούν στη μία συγκεκριμένη στιγμή, αυτή τη στιγμή που τυχαία ή όχι πέφτει στην αντίληψή μας.
Κι ακόμα, εκτός από τον χρόνο ή τον χώρο όπου συντελείται, είναι συνδεδεμένο με τη δική μας ψυχική διάθεση εκείνης της στιγμής.
Και εάν είναι ένα γεγονός άσχετο με την δική μας ζωή, που απλά το συναντάμε στον δρόμο μας, παίρνουμε μηχανικά κάποιες πτυχές του και φεύγουμε. Μετά, όταν το θυμηθούμε, μπορεί να αναδυθούν στη μνήμη μας και κάποιες άλλες που δεν είχαν γίνει συνειδητές εκείνη τη στιγμή. Έτσι το γεγονός προβάλλεται “παραλλαγμένο” από την αρχική του εικόνα.
Εάν όμως το γεγονός αφορά στη δική μας ζωή, τότε παίρνει άλλη σημασία.
Εκεί, το πρώτο που λειτουργεί είναι ο ψυχικός μας κόσμος. Συμμετέχουμε στο γεγονός αυτό συναισθηματικά και πολλές φορές μπορεί να αφήσει ένα τραύμα ευαισθησίας στην ψυχή μας ή και μια γλυκιά νοσταλγία ανείπωτης ομορφιάς. Και εδώ έρχεται η φράση: Ανάλογα με τον τρόπο που θα το φωτίσουμε ή ανάλογα με την ποίηση που θα το ζήσουμε.
Παράδειγμα:
Ένα δεκάχρονο παιδί φιλοξενείται για λίγον καιρό από τον παππού και τη γιαγιά που ζούνε σε ένα όμορφο χωριό. Το παιδί είναι ευτυχισμένο κοντά τους. Ο παππούς και η γιαγιά είναι ακόμα πιο ευτυχισμένοι γιατί το σπίτι τους έχει γεμίσει ζωή και γέλια.
Όμως οι μέρες τέλειωσαν και, γύρω στις δώδεκα, μεσημέρι, θα έρθει ένας θείος να το πάρει για να επιστρέψουν με το τρένο.
Ο αποχαιρετισμός του παππού και της γιαγιάς είναι το “γεγονός” στο οποίο καλείται το παιδί να συμμετέχει.
Πιθανές προσεγγίσεις στο γεγονός:
Μπορεί το παιδί, τόσο συγκινημένο εκείνη τη στιγμή, να βλέπει τον παππού και τη γιαγιά σαν πρόσωπα μυθικά, αφού η αγάπη τους είναι ικανή να του δώσει τόση ευτυχία. Μπορεί να βλέπει το αγιόκλημα και την κληματαριά, έτσι με το φως του μεσημεριού να πέφτει πάνω στο φύλλωμα, ύστερα να κυλά πάνω στο λευκό της ασβεστωμένης αυλής, να καλύπτει όλο τον χώρο με τη μαγική αυτή λευκότητα, να μεταμορφώνεται στα μάτια του σε μια θαμβωτική αίσθηση καθαρότητας, λοιπόν, το δεκάχρονο παιδί μπορεί εκείνη τη στιγμή να βλέπει την αυλή του μικρού σπιτιού σαν μια προέκταση από χώρο μυθικό, από χώρο μαγικό, που το κάνουν να ταξιδεύει ευτυχισμένο, να ονειρεύεται.
Και όταν, χρόνια μετά, θα αναπολεί αυτή την ευτυχισμένη στιγμή, σίγουρα θα την συμπληρώνει με τη φαντασία του είτε με μια πραγματική μνήμη που αναδύθηκε, ας πούμε, ένα δάκρυ του παππού ή η τρυφερότητα από το χέρι της γιαγιάς που έτρεμε καθώς το έσφιξε στον κόρφο της, είτε με μια φανταστική εικόνα, ας πούμε, με τον άσπρο γάτο να κοιμάται στο πεζούλι.
Έτσι, όταν μετά από χρόνια θα επιστρέφει με τη σκέψη του εκεί, σε αυτό το μικρό γεγονός, θα ζει την ευτυχία ενός παραδείσου, όπως θα έλεγε ο Γκαστόν Μπασλάρ, θα ζει την ανάδυση εκείνης της συγκεκριμένης στιγμής σαν μια ευτυχισμένη ανάμνηση που θα δημιουργεί για πάντα την “ποιητική του χώρου” στην ψυχή του.
Και σαν τύχει μεγαλώνοντας να διαβάσει τον στίχο του Ελύτη: “Ο ασβέστης που σηκώνει στη ράχη του τα μεσημέρια”, η σκέψη του θα πάει κατευθείαν σε εκείνο το λευκό του μεσημεριού όπως το έζησε τότε. Και θα νιώθει την ίδια ευτυχία του παραδείσου. Την ίδια ποιητική τού χώρου.
Κι ακόμα, αν τύχει και μεγάλος πια διαβάσει τον στίχο του Ορφέα “έρχομαι εκ καθαρών καθαρά” η σκέψη του θα πάει κατευθείαν στην αίσθηση της καθαρότητας όπως την έζησε το μεσημέρι εκείνο στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού. Και αυτή η αίσθηση θα είναι βιωματική.
Διαφορετική προσέγγιση:
Ο θείος χαιρετά τον παππού και τη γιαγιά και παίρνει το σακ βουαγιάζ του παιδιού.
Το παιδί σκέφτεται πως πέρασε καλά. Η γιαγιά και ο παππούς έκαναν ό,τι μπορούσαν για να περάσει καλά. Σκέφτεται τους γονείς του που τον περιμένουν, τους φίλους του. Χαιρετά βιαστικά τη γιαγιά και τον παππού. Και φεύγει.
Χρόνια μετά, όταν θα έρχεται στη μνήμη του αυτή η συγκεκριμένη στιγμή, δεν θα υπάρχει η νοσταλγία καμιάς ομορφιάς. Γιατί το ίδιο το παιδί δεν μπόρεσε να “παράγει” την ομορφιά. Να βιώσει την ομορφιά, όπως στην πρώτη προσέγγιση.
Ούτε θα μπορεί να ονειροπολεί τη στιγμή αυτή. Γιατί, ονειροπολώ σημαίνει ξαναζώ τον βιωμένο μου χρόνο. Όμως ο βιωμένος εκείνος χρόνος θα έχει μείνει άδειος σε σχέση με το γεγονός του αποχωρισμού.
Γιατί την ομορφιά εμείς την δημιουργούμε. Με τον εσωτερικό μας κόσμο. Συμμετέχουμε σε αυτήν με τον εσωτερικό μας κόσμο. Διαφορετικά, υπάρχει μόνο σαν μια εικόνα μοναξιάς.
Η σκέψη που επέλεξε ο φωτισμένος δάσκαλός σας κύριος Μανιάτης έχει απέραντες οπτικές ανάλυσης που δεν χωρούν στις δύο σελίδες μου. Στις τρεις. Όμως θα σας πω τούτο: Ο κάθε άνθρωπος είναι ποιητής στην προσωπική του ζωή. Ποιητής δεν είναι μόνον εκείνος που γράφει ποιήματα. Είναι εκείνος που καλλιέργησε έτσι την ψυχή του ώστε να παράγει ομορφιά.
Να την παράγει από το ελάχιστο που του δίδεται. Και, αν η στιγμή είναι σκοτεινιασμένη, να βλέπει το φως που πάντα ανατέλλει στο τέλος της νύχτας.
Κι ακόμα, να μπορεί να την βιώνει αυτήν τη μέσα και έξω ομορφιά. Να ασκήσει έτσι την παρατήρησή του την αντίληψή του, που να μπορεί να την βλέπει. Να την δημιουργεί αν δεν υπάρχει. Να συμμετέχει. Αν μου έλεγαν να πάρω μαζί μου φεύγοντας δύο λέξεις μόνο, θα έλεγα:
ομορφιά και δικαιοσύνη. Γιατί η δικαιοσύνη, αν την αγαπήσεις, κρατά στην ψυχή σου την καθαρότητα εκείνη που είναι απαραίτητη για τη γαλήνη της ψυχής.
Η δικαιοσύνη είναι μια λέξη που περιέχει την αγάπη. Όπως και η καθαρή αγάπη περιέχει τη δικαιοσύνη. Είναι οι μαγικές λέξεις που ανοίγουν τους δρόμους του Καλού και της Ομορφιάς που μέσα τους συντελείται το θαύμα της ζωής.
Για τα παιδιά της τάξης του εκπαιδευτικού κ Νικόλα Μανιάτη
Στη Λεόντειο Σχολή Αθηνών
Η φράση μετωπίδα του κειμένου έγινε αντικείμενο μελέτης ολόκληρο τον χειμώνα του 2018
Δημοσιεύτηκε στον ετήσιο τόμο της Λεοντείου Σχολής Αθηνών, 2018