Και μην έχοντας γη να σταθώ
γίνομαι ποίημα
Είπες, δεν θέλεις να λέγεσαι Αριθμός
δεν θέλεις να είσαι μόνον το πνεύμα
Αλλά η “αρμονίη αφανής”
το άρρητο γίγνεσθαι του κόσμου
που εξαγνίζει με πόνοΚι όταν όρισες τις εντολές του χάους
και χάραξες τη Δικαιοσύνη
χιλιάδες έτη αγρυπνώντας στην καρδιά του ερέβους
για να ποιήσεις το Φως και την ‘Ωρα την Πρώτη
είπες, υπάρχεις τώραΥπάρχω
μια σταγόνα ζωή από το δικό σου αίμα – που το είπες
αίμα θυσίας
αίμα ή νερό πηγής από την πρώτη αχειροποίητη ώραΓι’ αυτό, άκουσέ με
Είμαι η σταγόνα το νερό εγώ η μυημένη
στις ακατέργαστες μνήμες της διαδρομής μου
υδάτινα περάσματα μέσα μου
Από το σανσκριτικό asFu της ψυχης μου
που κουβαλά τη μνήμη του χάους
έως τον σεντιφένιο μου Άγγελο με το άσπιλο λινό
που έκανε τη μνήμη έγερση
και πάλεψε με τον Σκοτεινόν επάλεψε
στα ασφοδελά ευρώεντα κέλευθα τα μουχλιασμένα
Να τον νικήσει με τη μουσική του
Η μουσική θα καταργήσει το άβατο, είπε
Να τον νικήσει με το φως το αχειροποίητο
Η μνήμη είναι έγερση, φώναξε“και εν νεκύεσι φαείνω!”
Άκουσέ με,
Είμαι η σταγόνα το νερό εγώ – νερό ή αίμα
που περιέχει όλα τα ποτάμια και τις παλίρροιες τις κοσμογονικές
μνήμες από τη γένεση του κόσμου
Και ας οδοιπορώ τώρα
ας οδοιπορώ σαν τοπίο σε απόγνωση
ας οδοιπορώ
μέσα στην εντολή σου – μέσα
στο μίασμα που έστειλες στο άγος
Ας οδοιπορώ τώρα με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα
και το πρόσωπο καμένο από την αστραπή σου
ας οδοιπορώ τώρα, ας οδοιπορώΚοιμήθηκα τόσο βαθιά τον εγκόσμιο χρόνο μου
που σε ξέχασα
ήταν τόσο βαριά η εντολή σου η τηλαυγής
που την ξέχασα
Όμως μία μόνη στιγμή του άχραντου φτάνει
για ν’ ανθίσουν όλα τα δάκρυα
για ν’ αθωωθεί ο χρόνος
για ν’ αθωωθώΝα βρω ξανά τον παλιό μου γαλήνιο ουρανό
Άκουσε με,
Ό,τι κι αν ήθελες να μου πεις
το ‘νιωσα με το άγριο πέρασμα σουΤούτη την ώρα που τα νερά αλλάζουν
κι ο κόσμος όλος σε δόκανο αγριμιούΤούτη την ώρα που ο Σκοτεινός περπατάει
σε χίλιους δρόμους μαζί – σκορπώντας τον θάνατο
Κι ο φόβος συμπαγής και άβατος μέσα
στα κλειστά σπίτιαΗ φωνή μου φωνή υδάτων πολλών από τα χρόνια του Ιώβ
“Κράζω προς Σε
και δεν μοι αποκρίνεσαι
Άκουσον, δέομαι, είπε,
ίνα τι υπνοίς;”Ένας ασήμαντος κόκκος νόησης
μέσα στον όγκο της σιωπής
μ’ ένα κερί μόνο στο χέρι
αναμμένο
να φέγγει τη μεγάλη νύχταΆκουσέ με,
Στον ώμο της η μάνα τον Άδη εσήκωσε
σαν ανακάλεμα νεκρού
κι έγινε μουσική λύρας επτάχορδης
απ’ την αρχή τις εντολές του χάους να χαράξει
να φτάσει στο μυστικό του ερέβους το αχειροποίητο
που κρύβει το δικό σου Φως.Άκουσε, εν τέλει, άκουσε με
δέομαι πάνω στις πληγές που μου έδωσες
Και ξέρω πως είναι αυτές
ο δρόμος μου προς Εσένα.Γράφτηκε τον Μάρτιο του 2020, στις μέρες
του κορωναϊού